Του Ηλία Καραβόλια
«Καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύει καλά όταν κάθε περιστατικό, το πιο μικρό και ασήμαντο της καθημερινής ζωής του και της σκέψης του, έρχεται σαν μοναχό του. Και όταν βάζει ένα πετραδάκι στο πράγμα που φτιάνει»
(Γιώργος Σεφέρης)
Τα παιδιά ρωτήθηκαν στις πανελλήνιες για την δημιουργικότητα και την σχολική συνθήκη γύρω από αυτή. Οι απαντήσεις πολλές, οι απόψεις ποικίλλουν και το οντολογικό ζητούμενο ( τι σημαίνει «δημιουργώ») δεν μπορεί να αναλυθεί εκτενώς εδώ.
Τα παιδιά σήμερα – που αποστηθίζουν για να μπουν σε μια σχολή – παράγουν ήδη «παραγόμενο» λόγο. Πρόκειται για κωμικοτραγικό γεγονός : ρωτάμε τους νέους της οθόνης των smartphones τι σημαίνει δημιουργώ όταν τους επιβάλλει η συστημική συνθήκη να βλέπουν παντού «δημιουργία».
Όταν δεν τους είναι ορατή η ρωγμή μεταξύ φυσικής παραγωγικής δραστηριότητας και άυλης πνευματικής εργασίας στην εποχή του ψηφιακού και της τεχνητής νοημοσύνης.
Πέρα από βιβλία και εξεταστέα ύλη σε φροντιστήρια υπάρχουν συνεχώς ως δέσμιοι μέσα σε ψηφιακούς τοίχους των eco-chambers, μεσα στα social που έγιναν εκείνη η «έξυπνη επικράτεια» του σημειοκαπιταλισμού.
Αυτή είναι η εξωσχολική περιβαλλοντική συνθήκη που στην πραγματικότητα «ξεγελά ασταμάτητα» τους νέους, συγχωνεύοντας στο φαντασιακό τους την «επικοινωνία» με τη «δημιουργία» .
Και τα (περισσότερα πλέον) παιδιά μας δεν δημιουργούν, δεν καινοτομούν, δεν εξερευνούν: εθίζονται να μην καλλιεργούν την κριτική σκέψη ώστε να συμπεραίνουν τι εστί παραγωγικός μόχθος και τι εστί απόσπαση υπεραξίας.
Το δικτυωμένο υποκείμενο στην δοκιμασία των πανελληνίων εξετάσεων γίνεται προσωπικός κόμβος γνωσιακής πληροφόρησης, ένα ατομικό data centre που πρέπει να πετύχει την εκροή εκείνων των δεδομένων που θα του ζητηθούν.
Η τεχνητή νοημοσύνη και οι αλγόριθμοι έχουν αποικιοποιήσει ήδη το συμβολικό κόσμο και καταλαμβάνουν χώρο του φαντασιακού και του δυνητικού στους νέος : οι έτοιμες απαντήσεις στις μηχανές αναζήτησης εξαφανίζουν και το άγχος της ερώτησης. Και χωρίς αυτό το αρχέγονο άγχος της γόνιμης ερώτησης, η δημιουργικότητα δεν καλλιεργείται στο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο.
Τα παιδιά ρωτήθηκαν συγκεκριμένα «πως το σύγχρονο σχολείο οφείλει να καλλιεργεί τη δημιουργικότητα των μαθητών/μαθητριών». Αλλά ρωτήθηκαν ταυτόχρονα και «ποιοι είναι τρόποι με τους οποίους οι ίδιοι επιλέγουν στην προσωπική τους ζωή να εκφράσουν τη δημιουργικότητά τους».
Ουσιαστικά το θέμα είχε στόχο να απεικονίσουν οι υποψήφιοι τις δυο συνθήκες (ατομική – περιβαλλοντική) ανάπτυξης της δημιουργικότητας. Ένα νοητικό δίπολο δηλαδή μήπως και περιγράψουν τον στενό χώρο μεταξύ ατομικής επαγρύπνησης και πολιτειακής υποστήριξης.
Το σύστημα όμως είναι έτσι δομημένο ώστε να «δημιουργείται» χώρος για «περιορισμένη ορθολογικότητα» (βλ Kahneman- Tversky). Τα παιδιά μαθαίνουν να σκέφτονται αυτό που μαθαίνουν – όχι να σκέφτονται πως να «μάθουν» από αυτό.
Το υποκείμενο δημιουργεί όταν απερίσπαστο «σκεφτεί» και όταν κοινωνικοποιημένο ενταχθεί στο γίγνεσθαι. Όταν μοχθήσει να παράγει το καινούργιο, το καινοτόμο.
Όταν όμως πληκτρολογεί το έτοιμο, όταν σκρολάρει το τυποποιημένο εικονικό, τότε αναλώνει χρόνο και παράγει «ακολουθία» στο ήδη παραγόμενο από τις δομές του ψηφιακού συστήματος.
Για να μάθουν τα παιδιά μας να δημιουργούν πρέπει να μάθουν να ρωτάνε τα απαγορευμένα:
– πόσο έξυπνο είναι το smartphone ή το tablet που κρατάς στο χέρι σου αυτή την στιγμή;
– πόση τεχνογνωσία/εξειδίκευση κρύβεται από την οθόνη, δηλαδή πόση γνώση κατέχουν οι λίγοι σύγχρονοι μυστικιστές και μηχανικοί της επιθυμίας;
– πόσο εύκολο είναι να σκέφτεται περισσότερο από εσένα αυτή η συσκευή στην παλάμη του;
Η ερώτηση για την δημιουργικότητα των υποψηφίων στα πανεπιστήμια, κρύβει το καλά κρυμμένο μυστικό της οικονομικής επιστήμης . Αυτό που δεν διδασκόμαστε (μεταξύ πολλών άλλων) για την εργασιακή θεωρία της αξίας, για την πραγματική συμβολή της γενικής γνώσης και της συλλογικής διάνοιας στην βιομηχανική παραγωγή, για τον ταιηλορισμό, τον φορντισμό και τον τογιοτισμό (μοντέλα εργοστασιακής παραγωγής) που σήμερα χτίζονται μέσα στην τηλεργασία, τα λογισμικά και τους αλγόριθμους.
Δεν μπορούν να «βιώσουν» δημιουργικές στιγμές οι νέοι αν ζουν στις πλατφόρμες και στα chats. Λέει ο σύγχρονος φιλόσοφος Mateo Pasquinelli : «κάθε σύνδεσμος στο διαδίκτυο περιέχει κάτι από την ανθρώπινη ευφυία, και όλοι συνδυασμένοι περιέχουν πολλή ευφυία». Αυτό δεν είναι ορατό μέσα στο ψηφιακό πανοπτικό που στριμώχνει την φαντασία.
Η δημιουργία στην τέχνη και στις επιστήμες έχει ήδη «λογισμικοποιηθει» και έχει ήδη μετακομίσει σε κυψέλες χρόνου και σε μια μικροφυσική εργασίας με ποσοτικοποιημένους στόχους.
Εν κατακλείδι : πως αλήθεια να περιγράψει ο υποψήφιος φοιτητής το συναίσθημα της δημιουργικότητας, το βίωμα του «έφτιαξα κάτι» όταν από μικρός μαθαίνει να περπατά με χαραγμένους δρομους ;
Όταν του λένε «σκέφτομαι και γράφω» στο δημοτικό και όχι πχ «νιώθω, αντιλαμβάνομαι, φαντάζομαι και γράφω» ;
Και πως θα περιγράψει ο νέος που μπαινοβγαίνει από πλατφόρμες και εικονικές σχέσεις ότι δεν υπάρχει χώρος για να δημιουργήσει ούτε καν «ανθρώπινες σχέσεις» ;
Ποια δημιουργικότητα θα αναπτυχθεί στους νευρώνες της νεολαίας όταν η οικονομία, η πολιτική, οι θεσμοί, οι δομές έχουν ήδη προκαθορίσει καλούπια παραγωγής και κόμβους δυνητικής αναπαράστασης της βούλησης ;
Και ποιος νέος τελικά θα δημιουργήσει το καινούργιο με την φαντασία και τις ιδέες του, όταν του ζητά ο νεοφιλελευθερισμός από νωρίς να διαλέξει αυτός την ευθύνη από τον κίνδυνο ;
Όταν του θυμίζει συνεχώς, με την ανοριοθέτητη επικράτεια του ψηφιακού χαοτικού σύμπαντος, ότι στην πραγματικότητα είναι «ελεύθερος να υπακούει» ;