Του Τάσου Γιαννίτση*
Κάθε μεγάλη εποχή θέτει τις δικές της νοητικές, γνωστικές, θεσμικές, οργανωτικές απαιτήσεις προκειμένου μια κοινωνία να μπορεί να παρακολουθεί το κύμα των αλλαγών στο περιβάλλον της ή και να προπορεύεται -αν μπορεί. Στα τελευταία 200 χρόνια της ιστορίας μας, η Παιδεία και η Γνώση συνετέλεσαν ώστε να βρίσκεται η Ελλάδα μπροστά από κάθε άλλη χώρα της ευρύτερης περιοχής μας. Στον αιώνα μας, που ήδη χαρακτηρίζεται από πολλές κρίσιμες αναταράξεις και ανακατατάξεις και όπου οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις καθορίζονται από τη συνεχώς νέα γνώση, το κρίσιμο στοιχείο είναι ποιος, πόσο και σε ποια πεδία καταφέρνει να μετατοπίσει τα σύνορα της γνώσης ή ποιος καταφέρνει να κινηθεί πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά στα νέα σύνορα της γνώσης που έχουν δημιουργήσει άλλοι.
Στο ερώτημα «πού θέλουμε σήμερα να πάμε;», η απάντηση είναι να δώσουμε περιεχόμενο στον στόχο «Παιδεία για τον 21ο αιώνα», υπερβαίνοντας το εκπαιδευτικό σύστημα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Το ερώτημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και με το ερώτημα «τι παραγωγικό σύστημα θέλουμε;». Ένα παραγωγικό σύστημα που θα δίνει λύσεις σε καίρια κοινωνικά προβλήματα (π.χ. σταθερή απασχόληση, καλές αμοιβές, περιορισμένες εισοδηματικές ανισότητες, περιβαλλοντική προστασία), προϋποθέτει μορφές εκπαίδευσης που θα τα κάνουν εφικτά όλα αυτά. Θα ήταν ανόητο να υποστηρίξει κανείς ότι η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί, η αναπτυξιακή καθίζηση οφείλονται στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όμως, εξίσου ανόητο θα ήταν να θεωρήσει κανείς ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν επηρεάζει σημαντικά τέτοιες σχέσεις.
Αυτό σημαίνει κατανόηση του πώς συνδέονται οι οικονομικές ή οι πολιτικές (ακόμα και πολιτισμικές) επιδόσεις μας με την πανεπιστημιακή, την εκπαιδευτική ή την ερευνητική λειτουργία. Η γνωστή απαρίθμηση ενός ατελείωτου καταλόγου επιθυμιών ή στόχων για το πανεπιστήμιο ή για τις οικονομικές-κοινωνικές σχέσεις είναι άχρηστη, αν παραβλέπει με ποιο τρόπο όλα αυτά αλληλοεπηρεάζονται ή αλληλοακυρώνονται.
Σήμερα, το 38% του συνόλου των άνεργων είναι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το 77% από αυτούς είναι κάτω των 44 ετών. Το ποσοστό των απόφοιτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη συνολική ανεργία είναι 59%. Τι γνώσεις έδωσαν τα ανώτατα ιδρύματα στην πρώτη ομάδα και τα σχολεία στη δεύτερη, ώστε να φτάσουμε στις απογοητευτικές αυτές επιδόσεις (χωρίς να παραβλέπουμε ότι υπάρχει ένας αριθμός αποφοίτων με εξαιρετικές επιδόσεις);
Φοιτητές εν ώρα μαθήματος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Καθώς σήμερα το 38% του συνόλου των άνεργων είναι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (με το 77% από αυτούς, είναι κάτω των 44 ετών), είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο το εκπαιδευτικό μας σύστημα καταλήγει να τροφοδοτεί την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς και την αναπτυξιακή καθίζηση.
Η επιτυχία ενός εκπαιδευτικού συστήματος δεν καθορίζεται, όμως, από τις επιδόσεις του καλύτερου 5%, αλλά του χαμηλότερου 50% και του μεσαίου 25%. Τα πανεπιστήμιά μας -στη συντριπτική τους λειτουργία και όχι στις περιορισμένες ποιοτικές μορφές λειτουργίας τους- είναι μηχανές αναπαραγωγής μετριότητας. Όμως, δεκάδες χιλιάδες απόφοιτοι κάθε χρόνο επενδύουν εκατομμύρια ώρες σκληρής δουλειάς και σημαντικά ποσά, προσβλέποντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Πάρα πολλοί από αυτούς, τελειώνοντας τις σπουδές τους περνούν στην ανεργία ή στις θέσεις των 600 ευρώ ή στον εξανδραποδισμό που συνεπάγεται ένας δημοσιοϋπαλληλικός διορισμός τους. Η απόστασή μας από τις ευρωπαϊκές χώρες όλο και μεγαλώνει, το χάσμα μεταξύ προσδοκιών των νέων, των γνωστικών εφοδίων τους και των σημερινών απαιτήσεων της αναπτυξιακής διαδικασίας γίνεται όλο και πιο σοβαρό.
Οι μεταβολές και οι αναταράξεις που διαγράφονται στον ορίζοντα -πέρα από όσες ήδη ζούμε- κάνουν αναγκαία μια «ιδιότυπη» εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία θα αγγίζει την ουσία των γνώσεων, των κριτικών ικανοτήτων, των δυνατοτήτων που χρειάζεται ο αυριανός μέσος πολίτης για να κατανοεί και να χειρίζεται την πραγματικότητα, τον πλουραλισμό των απόψεων, την ανοχή στην «άλλη άποψη», την αναζήτηση νέων συνδυασμών γνώσης και αποτελεσματικών μορφών επίλυσης νέων ή παλαιών προβλημάτων.
«Ιδιότυπη», γιατί πάει πολύ πιο μακριά από τις εκπαιδευτικές αλλαγές που επιχειρούνται κατά καιρούς, ξεπερνά το κράτος και τις νομοθεσίες και φτάνει στις ευθύνες της εκπαιδευτικής κοινότητας. Στην ουσία, για την εκπαιδευτική και πανεπιστημιακή κοινότητα τίθεται το ερώτημα τι κάνει στο πεδίο της μάχης. Πώς συνθέτει παλαιές και νέες γνώσεις, αξίες και πραγματικότητες και τι κάνει ώστε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που στηρίζεται σε πρότυπα που ξεπερνιούνται ραγδαία, να μετασχηματιστεί σε εργαλείο κριτικής αναζήτησης νέας γνώσης και αναπτυξιακής λειτουργίας.
Η αλλαγή των νόμων δεν είναι πάντα το ουσιαστικό στοιχείο μιας μεταρρύθμισης. Θεσμοί δεν είναι μόνο οι νόμοι, αλλά και οι πρακτικές, οι συμπεριφορές, οι κυρίαρχοι τρόποι λειτουργίας. Η πείρα δείχνει ότι οι νομοθετικοί θεσμοί παραχαράσσονται, κακοποιούνται ή εφαρμόζονται a la carte, ανάλογα με τις ισορροπίες συμφερόντων.
Τα επιχειρήματα είναι γνωστά, όπως και τα μέχρι τώρα αποτελέσματα. Αν προετοιμάζεις ανθρώπους που αυτό που έμαθαν, είναι να είναι υποταγμένοι στο παλιό, το τέρμα θα είναι μια αποτυχία, που θα αποτυπώνεται στη δημιουργία μιας κοινωνίας συγκρουσιακής στο εσωτερικό της και φοβικής για το μέλλον της. Κανένας, ιδίως εκπαιδευτικός, δεν δικαιούται να έχει την υπεροψία της αδιαφορίας για την πορεία των νέων αυτών.
*Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1984 και Ομότιμος Καθηγητής από το 2011. Οικονομικός Σύμβουλος Πρωθυπουργού (1994-2000). Υπουργός Εργασίας-Κοινωνικών Υποθέσεων, Υπουργός Εξωτερικών, Υπουργός Εσωτερικών (στα χρόνια μεταξύ 2000-2012). Πρόεδρος Δ.Σ. στη Lamda DevelopmentΛΑΜΔΑ +0,07% S.A. (2015-). Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και άρθρα για οικονομικά και κοινωνικά θέματα.
Πηγή: euro2day.gr