Ευάγγελος Βενιζέλος
Μια θεσμική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης – Πενήντα από τα διακόσια χρόνια του ελληνικού κράτους *
Αγαπητέ κύριε Τσίμα, καταρχάς ευχαριστώ εσάς προσωπικά, που αναλάβατε το βάρος του συντονισμού αυτής της εκδήλωσης με πολύ μεγάλη προθυμία και ευγένεια, όπως πάντα. Είστε ο ιδεώδης στο ρόλο αυτό. Ευχαριστώ τη Λίνα και όλους τους αγαπητούς φίλους και συναδέλφους για τη συμμετοχή τους. Ο Κύκλος Ιδεών είναι υπερήφανος και θέλω να ελπίζω, ότι το ίδιο συμβαίνει και με τις Εκδόσεις Επίκεντρο και τον φίλο πολλών δεκαετιών Πέτρο Παπασαραντόπουλο.
***
Είχα την ευκαιρία να μιλήσω όταν παρουσιάστηκε η πρώτη έκδοση του πρώτου βιβλίου του Αντώνη Μανιτάκη, που τώρα επανεκδίδεται μαζί με το δεύτερο. Η πρώτη έκδοση είχε γίνει από τις Εκδόσεις Εξάντα την εποχή εκείνη. Έψαξα να βρω τι είχα πει. Δεν το βρήκα. Θυμάμαι την εκδήλωση, στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ πριν από χρόνια. Βρήκα όμως, αυτά που είπα στην παρουσίαση του τιμητικού τόμου υπό τον τίτλο «Σύνταγμα εν Εξελίξει», που παραδώσαμε στον Αντώνη Μανιτάκη τον Δεκέμβριο του 2019, λίγο πριν την πανδημία. Εκεί λοιπόν, λέω πολύ συνοπτικά, πώς προσλαμβάνω εγώ τον Αντώνη: «Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι ένας διανοητικά έντιμος ερευνητής, που αναζητά όλα τα βιβλιογραφικά και νομολογιακά δεδομένα και συνομιλεί με τις απόψεις των άλλων, ιδίως τις διαφορετικές. Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι θεωρητικός του δικαίου υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων. Μια εξίσου σημαντική ιδιότητά του είναι αυτή του αφοσιωμένου και προτρεπτικού δάσκαλου και μέντορα». Νομίζω, ότι αυτά μας επιτρέπουν, να πούμε στη συνέχεια, ότι ο Α. Μανιτάκης βεβαίως είναι ο μαχητικός και ενεργός διανοούμενος, αλλά ως νομικός είναι ένας απαιτητικός μεθοδολογικά θετικιστής, που αναζητά και αναδεικνύει τη μεγάλη ηθική αξία του θετικισμού, όχι την ηθική αξία της φυσικοδικαιικής προσέγγισης, αλλά της θετικιστικής προσέγγισης.
Συνυπήρξαμε πολλά χρόνια στο πανεπιστήμιο, μετά χώρισαν οι δρόμοι μας. Αλλά, τα έφερε έτσι η μοίρα, τύχη αγαθή, που λέγαμε παλιά στο πανεπιστήμιο, να ξαναβρεθούμε στη μαχόμενη πολιτική και να δώσουμε κοινό αγώνα την πιο δύσκολη περίοδο, την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων. Σε αυτή τη μακρά περίοδο της συνύπαρξής μας, της πανεπιστημιακής και επιστημονικής, υπήρξαν βεβαίως και ζητήματα κρίσιμα, στα οποία διαφωνήσαμε με τον Αντώνη. Διαφωνήσαμε όμως με τρόπο, που λειτούργησε, πιστεύω και για τους δυο μας, ως κίνητρο για πληρέστερη διερεύνηση, περεταίρω επεξεργασία των επιχειρημάτων, μεγαλύτερη μετριοπάθεια, εν τέλει για τη διαμόρφωση μίας σχέσης αμοιβαίας εκτίμησης και αγάπης, πραγματικής αγάπης.
Όμως νομίζω ότι θα ήταν πιο ευχαριστημένος ο Αντώνης σήμερα, εάν εκλαμβάναμε την έκδοση των δύο βιβλίων του, ως μια αφορμή για να κάνουμε αυτή τη συνολική θεσμική αποτίμηση της μεταπολίτευσης των πενήντα απ’ τα διακόσια χρόνια της Ιστορίας, της πορείας του νέου ελληνικού κράτους και χαίρομαι γιατί έχουν προηγηθεί τέσσερις τοποθετήσεις, που με διευκολύνουν πάρα πολύ, να πάω κατευθείαν στο κεντρικό ζήτημα και να κωδικοποιήσω τα δεδομένα.
***
Έχουμε, λοιπόν τώρα πια, μισό αιώνα χωρίς πολιτειακό ζήτημα και χωρίς πολιτειακή κρίση, χωρίς εκτροπή. Μισό αιώνα με ελεύθερη και ομαλή λειτουργία της λαϊκής κυριαρχίας, με ελεύθερη και ομαλή λειτουργία της αντιπροσωπευτικής αρχής, με σπάνιες προσφυγές σε δημοψήφισμα: μία θεμελιωτική της συνταγματικής στιγμής της Μεταπολίτευσης, για τη μορφή του πολιτεύματος ( Βασιλευόμενη ή Αβασίλευτη Δημοκρατία) και μια που διεξήχθη τον Ιούλιο του 2015, κατά παράβαση του Συντάγματος και αυτοακυρώθηκε νομικά και πολιτικά.
Έχουμε πλήρη κατοχύρωση και πρακτική εφαρμογή της κοινοβουλευτικής αρχής και της αρχής της δεδηλωμένης. Στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού συστήματος πλειοψηφικού, αλλά με σημαντικές στιγμές συνεργατικού κοινοβουλευτισμού: 1989 – 1990, 2011 – 2019. Από τα σαράντα επτά χρόνια, τα δέκα είναι χρόνια κυβερνήσεων συνεργασίας. Τα σχεδόν πέντε με το αξιακά αδιανόητο, στις προηγούμενες φάσεις, σχήμα ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Έχει επιβληθεί, νομίζω, καθαρά, το εκλογικό σύστημα της λεγόμενης ενισχυμένης αναλογικής, με ένα εύρος παραλλαγών που είναι μικρότερο από αυτό που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού. Έχουν διατηρηθεί τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά των κομμάτων, τα οποία είναι αρχηγικά, χωρίς εσωκομματική δημοκρατία, τα μικρότερα κόμματα είναι και προσωπικά, κυριαρχεί το σύνδρομο της Αποστασίας του 1965, το οποίο επηρεάζει γενικότερα τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, στην καρδιά του, που είναι ο θεσμός του πολιτικού κόμματος.
Έχουμε ανεμπόδιστη συμμετοχή στη διεργασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μεταταχθήκαμε από την έννοια του κυρίαρχου εθνικού κράτους, στην έννοια του «κράτους μέλους», αλλά βεβαίως αυτό σημαίνει και ευεργετική επίδραση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και βεβαίως υποδοχή του ενωσιακού κεκτημένου. Καταφέραμε να «αλληλοπεριχωρήσουμε» την εθνική συνταγματική τάξη με την ενωσιακή έννομη τάξη και με την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το γενικό συμπέρασμα είναι η εντυπωσιακή ανθεκτικότητα του Συντάγματος, ενώ ταυτόχρονα έγινε για πρώτη φορά σεβαστή η τυποποιημένη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος: το 1986, το 2001, το 2008, το 2019. Δεν είχε ξαναγίνει αυτό ποτέ τα προηγούμενα εκατό πενήντα χρόνια.
Αυτά τα σαράντα επτά χρόνια έχουμε ένα συνεχώς βελτιούμενο επίπεδο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εθνικό επίπεδο, ενωσιακό επίπεδο και κυρίως στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Υπάρχουν βεβαίως ακόμη ελλείμματα, αντιφάσεις, αντιρρήσεις, δυστοκίες. Αλλά, βλέπετε, ότι καταφέραμε, να διαχειριστούμε το μνημόνιο, καταφέραμε να διαχειριστούμε την πανδημική κρίση με τις μικρότερες δυνατές απώλειες και στον τομέα των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και σε έναν άλλον τομέα, ο οποίος είναι καινοφανής, μεταπολιτευτικός, που είναι το περιβαλλοντικό κεκτημένο – η συνταγματική οικολογική συνείδηση. Παρότι, ακόμη και τώρα, ακόμη και μετά την εμπειρία της δημοσιονομικής κρίσης είναι μειωμένη η αίσθηση της συνταγματικής δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Επίσης, λειτουργεί σε υψηλό βαθμό η διάκριση των εξουσιών, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ένας εντατικός, αλλά ρεαλιστικός δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.
Θα έλεγα λοιπόν, ότι αν συζητήσουμε μεταξύ μας – συνταγματολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, ιστορικοί – θα διαπιστώσουμε ότι η θεσμική αποτίμηση της μεταπολίτευσης είναι θετική, ότι υπάρχει ένα κεκτημένο, το οποίο είναι εντυπωσιακό.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, γιατί εμφανίζεται μια εντυπωσιακή διάσταση, ανάμεσα στην επιστημονική αποτίμηση της θεσμικής πορείας της αντιπολίτευσης και την κρατούσα πεποίθηση της κοινής γνώμης. Αυτό που λέμε εμείς δεν είναι το ευρέως αποδεκτό από την γενική κοινή γνώμη. Για ποιο λόγο υπάρχουν δύο διαφορετικές παραστάσεις, δύο διαφορετικές προσλήψεις της θεσμικής αποτίμησης της Μεταπολίτευσης;
Νομίζω, ότι πρέπει να κάνουμε μία διάκριση, η οποία θα μας βοηθήσει. Είναι άλλο πράγμα το θεσμικό κεκτημένο, με το οποίο ασχολούμαστε και είναι η προτίμηση ημών – των επιστημόνων, όταν μιλούμε υπό την ιδιότητά μας αυτή – και άλλο το θεσμικό ζητούμενο της Μεταπολίτευσης, το οποίο είναι πάντα ημιτελές, πάντα ανικανοποίητο, γιατί αυτή είναι η φύση της Ιστορίας. Η αποτίμηση του θεσμικού κεκτημένου γίνεται με αναγωγή στο παρελθόν κυρίως και βεβαίως με αναγωγή σε συγκριτικά στοιχεία. Μάλιστα, η αναγωγή γίνεται συνήθως στις κακές και όχι στις καλές όψεις του παρελθόντος.
Από την άλλη μεριά, η διαρκής υπογράμμιση του θεσμικού ζητούμενου, δηλαδή των ελλειμμάτων στη λειτουργία των μεγάλων θεσμικών συστημάτων της χώρας, των ελλειμμάτων που υπάρχουν στο πολιτικό σύστημα, στο δικαστικό σύστημα, στο διοικητικό σύστημα, στο εκπαιδευτικό σύστημα, γίνεται με βάση τη βιωμένη εμπειρία των πολιτών, την οποία δεν μπορείς να αντικρούσεις γιατί είναι μια βιωματική προσέγγιση. Τα στερεότυπα που καλλιεργούνται και αναπαράγονται κυρίως στο επίπεδο του διάχυτου δημόσιου λόγου στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τώρα πλέον στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης κι επίσης υπάρχει ένας ασύμμετρος και ως εκ τούτου άδικος εκτελωνισμός πληροφοριών για τα διεθνή δεδομένα, τα δεδομένα άλλων χωρών, τα συγκριτικά δεδομένα. Νομίζουμε ότι μόνον εμείς έχουμε προβλήματα, ότι άλλοι δεν έχουν θεσμικά κενά, θεσμικές ελλείψεις, κάτι που δεν είναι καθόλου σωστό, αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τι έγινε με την διαδικασία των αμερικανικών προεδρικών εκλογών ή τι γίνεται στην Ουγγαρία, την Πολωνία, σε χώρες με κρίση του κράτους δικαίου στο ίδιο το εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό σημαίνει, ότι υπάρχει μια θεσμική αποτίμηση, όχι επιστημονική αλλά στον δημόσιο λόγο, που διατηρεί και μεμψίμοιρα και αυτοενοχοποιητικά και ασύμμετρα στοιχεία.
Είναι δυνατόν, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ έχουμε αυτό το κεκτημένο, αυτήν την πολυεπίπεδη τομή, όπως την παρουσίασε τόσο ωραία και ο Νίκος Αλιβιζάτος, στον ιστορικό χρόνο, αυτήν τη θεμελιώδη αλλαγή για την οποία μίλησε ο Γιάννης Βούλγαρης, να μιλούν θεσμικοί παράγοντες ή να μιλούν νέοι άνθρωποι στη χώρα μας με τόση ευκολία για «χούντα» στην Ελλάδα τώρα, για «δικτατορία», για «φασισμό» ή να νομίζουν ότι η διαφθορά είναι ένα φαινόμενο, το οποίο είναι μόνον ή κυρίως ελληνικό; Τι συμβαίνει, γιατί έχει γίνει αυτό, γιατί υπάρχει η διαφοροποίηση των προσλήψεων;
Νομίζω, ότι θα βοηθούσε να διαχωρίσουμε σε υποπεριόδους τα σαράντα επτά χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η πρώτη μικρή υποπερίοδος 1974 – 1977 παρουσιάζει τον ενθουσιασμό της πρώιμης Μεταπολίτευσης. Ένας αντιδικτατορικός αγώνας που δεν δόθηκε γενικά, αλλά από μικρές εστίες, εμφανίζεται όψιμα και καθυστερημένα ως «αγωνιστικό κλίμα», μέσα στην ασφάλεια της Μεταπολίτευσης. Από την άλλη, θέτουμε τις βάσεις της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η δεύτερη υποπερίοδος 1977 –1981 είναι η προετοιμασία της «αλλαγής». Είναι η εκδίκηση των χαμένων επιδιώξεων, είναι η εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου που δεν επετράπη να συντελεστεί τον Μάιο τους 1967 λόγω της δικτατορίας και είναι και η οιονεί αποκατάσταση της ήττας της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Η νίκη του ΠΑΣΟΚ και η «αλλαγή» δημιουργεί και αυτήν την ψευδαίσθηση, ότι μπορεί να αλλάξει η ανάγνωση της Ιστορίας, όπως αυτή γράφτηκε μέχρι το 1949.
Από το 1981 έως το 1989 νομίζω, ότι έχουμε ένα πεδίο, στο οποίο δημιουργήθηκαν σκληρές αμφισβητήσεις με επίκεντρο την ψήφο Αλευρά, την αμφισβήτηση της εκλογής του Χρήστου Σαρτζετάκη από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και την αναθεώρηση του 1986, ελεγχόμενες όμως εντέλει. Δεν υπήρχε θεσμική συναίνεση και κυρίως αναθεωρητική συναίνεση, συνταγματική συναίνεση, παρότι η αναθεώρηση του 1986 εντέλει αφομοιώθηκε, έγινε κεκτημένο καθολικής αποδοχής.
Τη μικρή υποπερίοδο 1989 – 1993 έχουμε αμφισβήτηση και ηθική και θεσμική με την ποινική δίωξη του Ανδρέα Παπανδρέου ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και την παράδοξη συνεργασία της ΝΔ και της κομουνιστικής αριστεράς στην κυβέρνηση Τζαννετάκη.
Στην υποπερίοδο 1993 -2004 που περιλαμβάνει την ύστερη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και όλη την περίοδο Κ. Σημίτη και εκσυγχρονιστικής πολιτικής, ποιο είναι το μεγάλο θεσμικό στοιχείο; Είναι ο νόμος Πεπονή 2190/1994; Είναι οι ταυτότητες; Θα σας έλεγα ότι είναι και τα δύο αυτά, αλλά πρωτίστως είναι η αναθεώρηση του 2001, μια σχεδόν ολική αναθεώρηση. Αυτή όμως επί πάρα πολύ καιρό αντιμετωπίστηκε τυφλά και απαξιωτικά και αυτό δεν βοήθησε ώστε να αφομοιωθεί το κεκτημένο της στην κοινή συνείδηση κι έτσι να αξιοποιηθούν κοιτάσματά της, που ακόμα και τώρα είναι ανεκμετάλλευτα.
Πολύ αργά όλα αυτά ενσωματώνονται σε μία θεσμική συναίνεση στη χώρα μας, η οποία και αυτή με δυσκολία διαμορφώνεται, γιατί η υποπερίοδος 2004 – 2009, ενώ περιλαμβάνει το αποκορύφωμα των Ολυμπιακών Αγώνων, είναι η φάση μιας κάποιας «εγκατάλειψης» και δημοσιονομικής και αναπτυξιακής και θεσμικής. Η αναθεώρηση του 2008 είναι μία αναθεώρηση μικρών φιλοδοξιών και κυρίως δευτερευουσών μικρών αλλαγών.
Και φτάνουμε στη δεκαετία 2009 – 2019. Αυτή είναι η δεκαετία, που δοκιμάζει τα πάντα. «Πήγαμε και ήρθαμε». Τώρα είμαστε πάρα πολύ ικανοποιημένοι, επειδή «ήρθαμε», σταθήκαμε, αλλά κινδυνεύσαμε και να πέσουμε. Και έπρεπε να καταβληθεί μεγάλος κόπος, να αναληφθεί κόστος τεράστιο, θεσμικό, προσωπικό, ηθικό, προκειμένου να διαμορφώσουμε τελικά μία κατάσταση, μία συνθήκη, η οποία λειτουργεί και θεσμικά και δημοσιονομικά και οικονομικά και κοινωνικά και πολιτειακά. Αλλά δεν έγινε εύκολα αυτό. Και θα έλεγα, ότι ακόμη δεν έχουμε ξεπεράσει το πλήγμα, διότι το μεγάλο πλήγμα στην κοινή συνείδηση ήταν η επάνοδος της έννοιας της εξάρτησης, η αίσθηση ότι είμαστε ένα κράτος μειωμένης κυριαρχίας υπό την εξάρτηση των εταίρων, των δανειστών, των «ξένων», που δεν είναι οι ξένοι της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, οι οποίοι μας σώζουν απ’ τον Ιμπραήμ και μας προσφέρουν μία έστω περιορισμένη κυριαρχία, αλλά είναι οι ξένοι, που θέλουν να μας «καθυποτάξουν» σε μία δημοσιονομική πειθαρχία, ενώ μας έχουν ήδη στερήσει τη νομισματική μας κυριαρχία της δραχμής.
Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός, ότι τώρα καλούμαστε όλα αυτά να τα συζητήσουμε, ενώ έχουμε αποδείξει ότι η πανδημία αντιμετωπίστηκε στην Ελλάδα θεσμικά, συνταγματικά, νομολογιακά, από πλευράς σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με έναν από τους καλύτερους τρόπους διεθνώς, με τις μικρότερες δυνατές απώλειες, με μεγάλη προσοχή, γιατί το Σύνταγμα, η έννομη τάξη, το σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, δεν επιτρέπει κάτι άλλο. Ενώ υπήρχαν χώρες, που, αν μη τι άλλο, ζήτησαν να υπαχθούν στο άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δηλαδή σε καθεστώς εξαίρεσης από την προστασία σημαντικών δικαιωμάτων που καλύπτει η Σύμβαση. Αλλά ακόμη έχουμε θεσμικές εκκρεμότητες. Έχουμε την ψήφο των εκτός επικρατείας, έχουμε την ανάγκη για διπλές εκλογές, εάν θελήσουμε πάλι να πάμε σε πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό και όχι σε συνεργατικές κυβερνήσεις, υπάρχει ο φόβος ότι μπορεί να έχουμε νέου τύπου κρίσεις, σαν την πανδημία, οι οποίες θέλουν μία άλλη θεσμική θωράκιση κι έναν άλλο κώδικα επικοινωνίας συνταγματικό.
Άρα, η θεσμική αποτίμηση της μεταπολίτευσης θα έλεγα ότι αναδεικνύει έναν μεγάλο θεσμικό πυρήνα, ένα μεγάλο «θεσμικό νησί» που περιλαμβάνει το Σύνταγμά μας, το Κράτος Δικαίου, όλες αυτές τις κατακτήσεις, το οποίο περιβάλλεται όμως από ένα «πέλαγος λαϊκισμού», αμφιβολιών, αμφισημιών και βεβαίως από ένα «πέλαγος δυστοκιών» ως προς την παραδοχή αυτού που για μας είναι προφανές, ότι εδώ έχουμε τα καλύτερα πενήντα χρόνια ανάμεσα στα διακόσια, που είναι όλα μαζί μια ιστορία επιτυχίας, ένα «success story». Εις πείσμα του εαυτού μας, όπως είπα και στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Βούλγαρη, τον Σεπτέμβριο του 2019 στο Κορακοχώρι, εις πείσμα του συλλογικού εαυτού μας και της επιμονής μας να αρνούμαστε να προσλάβουμε αυτό που οι ίδιοι έχουμε καταφέρει.-
***
Ερώτηση Ν. Αλιβιζάτου:
Νομίζω ότι μετείχες κι εσύ στην ίδια συζήτηση. Για αυτό το πέλαγος που μας περιβάλει το ανέδειξε ως πραγματικότητα – ότι αυτό είναι η πραγματικότητα κι όχι αυτό που περιγράφουμε εμείς- ένας παρατηρητής, εγώ δεν τον μπορώ αυτόν τον άνθρωπο, τον απεχθάνομαι, αλλά με την ψυχρότητα που τον διακρίνει και τον διέκρινε πάντοτε, ο Τόμσεν. Στη συζήτηση του Economist. Λέγοντας ότι αυτά που έγιναν είναι ελάχιστα και ότι οδηγούμαστε και πάλι στην εκτροπή και στην πτώχευση. Κάνε ένα σχόλιο.
Ευ. Βενιζέλος:
Ήμουν στο συνέδριο του Economist, αλλά σε ένα τραπέζι πολύ πιο ευχάριστο με συντονιστή τον Μιχάλη Μητσό και συνομιλητές τον Στέλιο Ράμφο και τη Ντόρα Μπακογιάννη. Οπότε, ήταν πολύ πιο ευχάριστη η συζήτηση.
Με τον κύριο Τόμσεν έχουμε βέβαια μιλήσει και διαπραγματευτεί πάρα πολλές φορές. Σήμερα, ξεκίνησε τη λειτουργία του ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» ως ηλεκτρονική έκδοση κι εκεί έχω ένα μικρό άρθρο με τίτλο «Οι δημοσιονομικές προϋποθέσεις της επανόδου στην κανονικότητα», που στην πραγματικότητα είναι ένας σχολιασμός, αφενός μεν της θέσης του Μάριο Ντράγκι ότι υπάρχει ένα «καλό χρέος» της πανδημίας, που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με επιείκεια και με αναπτυξιακή προοπτική και της θέσης που ανέπτυξε στο άρθρο του το τελευταίο, το προχθεσινό, ο Σόιμπλε, για την ανάγκη να αντιληφθούμε, ότι αν θέλουμε μια Hamiltonian Moment, μια Χαμιλτονιακή στιγμή στην κατεύθυνση του δημοσιονομικού ομοσπονδισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν θέλουμε να υπάρχει κοινό χρέος, αν θέλουμε πράγματι να λειτουργήσει το Ευρώ, αν θέλουμε να υπάρχει ενιαίο δημοσιονομικό πλαίσιο, πρέπει να υπάρχουν και αυστηροί κανόνες, οι οποίοι θα επιβάλλουν πειθαρχία. Όπως έγινε και με τον Hamilton, που ναι μεν κούρεψε το χρέος των «άσωτων» πολιτειών, μεταξύ αυτών και της Καλιφόρνιας, τότε, αλλά επέβαλε αυστηρούς κανόνες.
Μόνο, που ο φίλος μου ο Β. Σόιμπλε ξεχνάει, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απέκτησαν σταδιακά έναν κολοσσιαίο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, που λειτουργεί αναδιανεμητικά, ενώ οι ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πάλι 1,008 % του ΑΕΠ και παρά το Ταμείο Ανάκαμψης, παρά την έκδοση Eurobonds στην πραγματικότητα, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί κατά μεγάλο βαθμό το Ταμείο Ανάκαμψης, δημοσιονομικά η ένωση είναι ένας νάνος, δεν είναι τίποτα μπροστά στα κράτη μέλη.
Άρα, ή θα μιλήσουμε σοβαρά, πράγματι για Fiscal Federalism στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα μιλήσουμε για κάτι λιγότερο φιλόδοξο και πιο ρεαλιστικό, που είναι οι κανόνες διακυβέρνησης με ένα πιο ευφυές σύμφωνο σταθερότητας. Αλλά, πάντως εμείς πρέπει να καταλάβουμε, ότι θα μας πιέσουν πάρα πολύ δημοσιονομικά. Θα μας πιέσουν και θα μας ζητήσουν ξανά πρωτογενή πλεονάσματα, πολύ πιο σύντομα απ’ ότι νομίζουμε.
Άρα, δεν τη γλιτώνουμε μόνο με Ταμείο Ανάκαμψης και ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που υποθέτουμε ότι θα συνεχιστεί παρά την πίεση που ασκεί η Γερμανία, όχι μόνο με το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά και γενικότερα.
Ευτυχώς, έχουμε τον υβριδικό χαρακτήρα του χρέους. Ευτυχώς, είχαμε την παρέμβαση του 2012. Υβριδικός χαρακτήρας σημαίνει, ότι το χρέος μας ακόμη και τώρα το έχει κυρίως ο ESM, άρα θεσμικοί εταίροι, άρα οι Υπουργοί της Ευρωζώνης στα χέρια τους, οι χώρες μέλη και δεύτερον, ότι έχουμε χαμηλά επιτόκια και χαμηλό ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης. Τα χαμηλά επιτόκια όμως ο Β. Σόιμπλε ξέρει ότι είναι τεχνητά, γιατί πίσω από όλη αυτή τη συζήτηση υπάρχει η απειλή μιας νέας Ντοβίλ.
Τον Οκτώβριο του 2010 ο Σαρκοζί με τη Μέρκελ στη Ντοβίλ είπαν στις αγορές, προσέξτε μη δίνετε χαμηλά επιτόκια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η καθεμιά είναι διαφορετική. Τώρα γιατί δίνουν χαμηλά επιτόκια σε όλους; Επειδή, ρίχνει χρήμα ατέλειωτο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, γιατί όλα τα ομόλογα θα τα αγοράσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Κάποια στιγμή οι αγορές θα γυρίσουν στα fundamentals τα λεγόμενα, θα ξαναδούν τα διαφορετικά οικονομικά δεδομένα κάθε κράτους μέλους. Και εκεί θα αλλάξει η πολιτική επιτοκίων.
Εμείς πρέπει να είμαστε λίγο πιο «πονηρεμένοι» σ’ αυτό. Είμαστε, νομίζω, πολύ καλόπιστοι, για να μη χρησιμοποιήσω άλλη λέξη και πάρα πολύ ευτυχείς, ότι θα φύγει η πανδημία, θα έρθει η κανονικότητα, ανάπτυξη, ανταγωνισμός… Πρέπει, να κρατάμε λίγο μικρότερο καλάθι και να προετοιμαζόμαστε και απ’ την άλλη πλευρά, όπως είπα σ’ αυτό το κείμενό μου. –
*Το κείμενο αποδίδει την ομιλία σε διαδικτυακή εκδήλωση με τον ίδιο τίτλο που διοργανώθηκε από τον Κύκλο Ιδεών και τις Εκδόσεις Επίκεντρο στις 20.4.2021 με αφορμή την έκδοση των δύο βιβλίων του Αντώνη Μανιτάκη, «Στο λυκόφως της Μεταπολίτευσης» και «Η συνταγματική συγκυρία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας (1976-1997)», εκδόσεις Επίκεντρο. Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης, οι: Νίκος Αλιβιζάτος, Γιάννης Βούλγαρης, Γιώργος Γεραπετρίτης, Λίνα Παπαδοπούλου, Αντώνης Μανιτάκης, με συντονιστή τον Παύλο Τσίμα.