Του Ηρακλή Ρούπα*
Υπάρχουν διεθνείς πρωτοβουλίες στα πεδία περιβαλλοντικής πολιτικής, πράσινης ανάπτυξης, αλλά και προσέγγισης της διακυβέρνησης των μεγάλων εταιριών στη βάση βιώσιμων δραστηριοτήτων (ESG), που μέχρι πρότινος είχαν λάβει πρωτεύουσα θέση στη διεθνή αναπτυξιακή και περιβαλλοντική ατζέντα.
Προγράμματα προοδευτικά και «όμορφα», για έναν κόσμο χωρίς αντιξοότητες σε μία διεθνή πολιτική σκηνή που εμφανώς θα επεδίωκε μία δίκαιη ανάπτυξη με πλουραλισμό και κατανομή των υποστηρικτικών πηγών (χρηματοδοτήσεις, επιδοτήσεις κλπ) με γνώμονα ένα διευρυμένο αναπτυξιακό μοντέλο.
Δυστυχώς, η ορθά διατυπωμένη ως «οικολογική» συνείδηση και στόχευση της «βιώσιμης ανάπτυξης εταιριών» έχει αποτύχει ως προς την παράμετρο ανάδειξης ή πρόβλεψης μεταβατικών προγραμμάτων και ενδιάμεσων στοχεύσεων, προκειμένου η όμορφη αυτή θεωρητική εικόνα του μέλλοντος να είναι όμορφη για όλους. Ο κόσμος άλλωστε δεν είναι αγγελικά πλασμένος, όπως μας υπενθυμίζει η πρόσφατη ενεργειακή κρίση και το Ουκρανικό.
Ενώ όμως η πράσινη μετάβαση αποτελεί το μέλλον- κατά μάλλον αφελή τρόπο- η βιαιότητα της μετάβασης που επιδιώχθηκε, αναδύθηκε από την Κομισιόν ως «μόδα». Οι ισχυρές παραινέσεις όμως, δεν έφθασαν για να προετοιμάσουν την Ευρώπη για τη λαίλαπα της ενεργειακής κρίσης που βιώνουμε. Η Ε.Ε. επί της ουσίας ήταν πλήρως απροετοίμαστη για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ενώ η «βιώσιμη ανάπτυξη» αποτελούσε κακώς σχεδιασμένο ευγενή πόθο.
Μία φιλοσοφία αναπτυξιακής στόχευσης που δεν αντιμετωπίζεται μόνον στην Ευρώπη αλλά και στη χώρα μας. Το αδύναμο σκέλος της οικονομίας όμως, δεν αντέχει και αντιδρά. Για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τις κινητοποιήσεις των αγροτών στην Ολλανδία που υποστηρίζουν πως πίσω από το σχέδιο της κυβέρνησης για μείωση εκπομπών αμμωνίας και οξειδίων του αζώτου «κρύβεται» σχέδιο αφανισμού του γεωργικού και κτηνοτροφικού κλάδου με στόχο την πλήρη ανάληψη της παραγωγής τροφίμων από τις μεγάλες πολυεθνικές.
Με το κόστος κεφαλαίου σταδιακά να εκτινάσσεται, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα να προκαλούν ελλείψεις και τον χρόνο να τρέχει εις βάρος της επανάκαμψης στον πολιτικό και σχεδιαστικό ορθολογισμό, γίνεται αντιληπτός ο λόγος που απαιτείται μία δίκαιη προσέγγιση στις πολιτικές μετάβασης. Ειδικά στο περιβάλλον εκείνο της χρηματοδότησης το οποίο κάθε μέρα γίνεται και σκληρότερο. Για τον σκοπό αυτό είναι αναγκαίο να επανασχεδιάσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα δίνεται νέο κεφάλαιο για το «πρασίνισμα» του κόσμου. Άλλωστε, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο δεν προκύπτει ότι υφίσταται ουσιαστική χρηματοδότηση για την σταδιακή μετάβαση, ούτε βέβαια είναι εμφανής ο τρόπος με τον οποίο κυβερνητικές πολιτικές και τράπεζες προέβλεψαν την «μεταβατική» χρηματοδότηση.
Η βιαιότητα με την οποία επιχειρήθηκε η μετάβαση προ της κρίσης δεν είναι ούτε δίκαιη, ούτε ισορροπημένη. Τουλάχιστον αυτό γίνεται εμφανές από την αντίδραση εντατικοποίησης της εξόρυξης λιγνίτη σήμερα, σε αντιδιαστολή με την προ κρίσης πρόθεση κλεισίματος των «κοστοβόρων» λιγνιτωρυχείων. Κίνηση που αποδεικνύει περίτρανα το λάθος της μέχρι πρότινος στρατηγικής στόχευσης αποεπένδυσης από τους υδρογονάνθρακες. Απέτυχε η Ευρώπη να «προκαλέσει» τη μετάβαση. Παρασύρθηκε η Γερμανία, η Ε.Ε. και η χώρα μας. Την ίδια στιγμή που στις ΗΠΑ προωθείται νομοσχέδιο «Climate Change” 369 δις δολαρίων που θα χρηματοδοτήσει την εντός δεκαετίας ενεργειακή μετάβαση.
Το 2021 οι τράπεζες ανταγωνίζονταν η μία την άλλη για το ποια θα χρηματοδοτήσει περισσότερες πράσινες επενδύσεις. Την ίδια περίοδο που στην Ε.Ε. η έννοια των «βιώσιμων δραστηριοτήτων» (ESG) εκ παραλλήλου αποκτούσαν ένα προωθητικό momentum που θα μπορούσε κάτω από άλλες συνθήκες βάσιμα να χαρακτηρισθεί ως προοδευτικό και δίκαιο. Ειδικά το τμήμα που αναδεικνύει την κοινωνική ευθύνη. Επί της ουσίας όμως, κινδυνεύει να διαμορφώσει ένα περιβάλλον απομονωτισμού για ένα μεγάλο τμήμα του επιχειρείν με το «πρόσχημα» των τριπλών ευαισθησιών. «Ευαισθησίες» που «υιοθέτησαν» με ταχείς ρυθμούς οι τράπεζες.
Σε αυτό το πνεύμα η Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα αναμένεται να ενσωματώσει τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους στην ποιοτική καθοδήγηση, καθώς οι κίνδυνοι αυτοί σύμφωνα με την νέα θεώρηση θα επηρεάσουν το ύψος των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών. Θέτει όμως ταυτόχρονα μία παράμετρο «bonus» στην τιμολόγηση δανείων επιχειρήσεων που στρέφονται σε καθαρές μορφές ενέργειας, και επιβαρύνσεις για εκείνες που είναι ενεργοβόρες. Μία οπτική που με το πρόσχημα της ισχυροποίησης της «φιλοσοφίας» της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών κινδυνεύει άμεσα να οδηγήσει σε συρρίκνωση της ανταγωνιστικότητας. Κατά οξύμωρο τρόπο, ή όλη προσέγγιση των νέων πολιτικών «μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα» και «βιώσιμων δραστηριοτήτων» οδηγούν σε στρέβλωση τον ανταγωνισμό. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη την παρούσα κρίση.
Για να αναδείξουμε το μέγεθος της κυοφορούμενης στρεβλότητας, αρκεί να λάβουμε υπόψη το γεγονός πως την ίδια στιγμή που θα χρηματοδοτείται η περιβαλλοντική ευαισθησία, θα υπάρχουν χώρες που θα εξακολουθούν να χρηματοδοτούν τον παραγωγικό τους πυρήνα ανεξαρτήτως του πόσο πράσινος είναι. Θα διαμορφώνεται κατά τον τρόπο αυτό διεθνώς, ένα πεδίο δραστηριοτήτων για τις επιχειρήσεις των χωρών εκείνων που επιβραβεύουν τη στροφή σε καθαρές μορφές ενέργειες που θα λειτουργεί μειονεκτικά έναντι των «άλλων» μη πράσινων επιχειρήσεων.
Η πρόσφατη κρίση σε συνδυασμό με την αδυναμία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει ουσιαστικά και όχι επικοινωνιακά την πράσινη μετάβαση υποχρεώνει σε αναδίπλωση και εκ νέου σχεδιασμού μίας πολιτικής που ενώ αποτελεί το μέλλον, σχεδιάσθηκε βίαια, χωρίς πρόβλεψη για ένα δίκαιο αναπτυξιακό αποτύπωμα. Το ουσιαστικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας όμως είναι η αναμενόμενη απόσυρση 5 τρις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και η κρίση της αγοράς ομολόγων.
*Οικονομολόγος
Πηγή: mononews.gr