Μίκης Θεοδωράκης — Λάλον ύδωρ… Του Μανώλη Βασιλάκη

430

Του Μανώλη Βασιλάκη

Είχα την τύχη και την τιμή να είμαι επιστήθιος φίλος του Γιάννη Θεοδωράκη, αλλά και του Μίκη, αν μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτή τη λέξη για τη σχέση σου με ένα τέτοιο μέγεθος. Ναι, μπορείς, γιατί ο Μίκης σε έκανε να αισθάνεσαι έτσι, γιατί το επέτρεπε και το επεδίωκε. Το 1989 είχα επιμεληθεί και εκδώσει τα βιβλία του Μίκη Θεοδωράκη Αντιμανιφέστο και Πού πάμε;, ενώ το 1990 επιμελήθηκα και εξέδωσα (Εκδόσεις Γνώσεις) την Ανατομία της Μουσικής: όλα σημαντικά ως προς το περιεχόμενό τους, αλλά και βιβλία-κοσμήματα από αισθητικής απόψεως. Οι Εκδόσεις Σιδέρη θέλησαν να εκδώσουν, επίσης το 1990, το βιβλίο του Μίκη Ζητείται Αριστερά, το οποίο προλόγισε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο Μίκης μου ζήτησε να το επιμεληθώ και να γράψω εκτενή εισαγωγή. Το έπραξα με μεγάλη προθυμία. Ζήτησα μάλιστα από τον εκδότη να χρησιμοποιήσει μια ταλαντούχο ζωγράφο για να είναι και το εξώφυλλο αντάξιο του περιεχομένου· έτσι και έγινε. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εισαγωγή στο βιβλίο εκείνο. Από όσα λέγονται εκεί θα καταλάβει ο αναγνώστης γιατί, αυτή την ώρα των «ακατασχέτων» που θορυβούν, θέλω να αποχαιρετήσω με αυτό τον Μίκη. Τον Μίκη που με τίμησε με την φιλία και την εμπιστοσύνη του. Αναδημοσιεύω την εισαγωγή για να θυμίσω κάτι που είναι γνωστό αλλά συχνά λησμονημένο: ο Μίκης δεν έζησε ούτε μια ώρα που να μην ενδιαφέρει την Ιστορία ή την Τέχνη. Δεν έζησε ούτε μια ώρα που να μην ενδιαφέρεται ταυτόχρονα για την Ιστορία και την Τέχνη. Αυτή ήταν η ύψιστη Πολιτική του θεωρία και πράξη.

Αντίο, Αγαπημένε.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, είτε με τη μουσική τον είτε με τον ρωμαλέο και καταλυτικό πολιτικό του λόγο, εκφράζει εδώ και τέσσερις δεκαετίες τη συνείδηση του έθνους, με την έννοια της ιστορίας και όχι της τρέχουσας πολιτικής. Ως γνήσιος δημιουργός παράγει μακρο-πολιτική, με όλη την έμπνευση, φαντασία και διορατικότητα που τον διακρίνουν και ως μουσικό, και με τις τολμηρές συλλήψεις του καταυγάζει δρόμους και στόχους μελλοντικούς. Για τούτο και ουδέποτε υπηρέτησε τα κόμματα ουσιαστικά· η πολιτική του σκέψη εκτεινόταν ανέκαθεν πέραν αυτών των τεχνητών εν πολλοίς ορίων, είχε διαστάσεις εθνικές και οικουμενικούς ορίζοντες.

Καθ’ όλη την εκπληκτική πολιτιστική και πολιτική διαδρομή του, συντεταγμένες τού όριζε η μέθεξη με τον λαό, πηγή για το αρτεσιανό λάλον ύδωρ της σκέψης και της δημιουργίας του. Έτσι, ο μόνιμος και σταθερός άξονας αναφοράς του ήταν και είναι αυτός που πάντοτε υπαγόρευε η εθνική πραγματικότητα: εθνική ενότητα, σύγκλιση, συνεργασία. Οι διαφορές, οι αντιθέσεις, οι αντιπαραθέσεις, ανήκουν σε άλλο πεδίο, το κοινωνικό, την κοινωνική πραγματικότητα. Οι κάθετες διαιρέσεις, τα «ιστορικά» σύνδρομα, τα ιδεολογικά σύνορα, οι κλειστές πόρτες, οι περιχαρακώσεις και όλα τα συναφή φαινόμενα που ταλανίζουν τον τόπο, είναι μεταλλάξεις ενός και του αυτού ιού, εκείνου της ενδημικής λαϊκιστικής αντίληψης που προσβάλλει το κοινωνικό σώμα και, σε εθνικό επίπεδο, συντηρεί την εθνική κατάρα. Για κείνον, πόθος διακαής ήταν η κατεδάφιση όλων των «βερολινέζικων» τειχών.

Ο Μίκης, λοιπόν, καθ’ όλη την γόνιμη 40χρονη πορεία του ποιεί μουσική, συνθέτει πολιτική και, μεγασθενής, υπερηφάνως αίρεται υπεράνω των μικροτήτων του πολιτικαντισμού, για τούτο και πάντοτε βαλλόταν ως στόχος θανάσιμος του υπαρκτού λαϊκισμού ή αντιμετώπιζε την καχυποψία της επιχρυσωμένης μετριότητος. Παρών σε όλους τους αγώνες, τις περιπέτειες του λαού και του έθνους, πολίτης του κόσμου, είχε τη δύναμη να μη χάνει τον στόχο του, χωρίς να διστάζει ακόμα κι όταν εβάλλετο και από προσφιλείς του. Είχε πάντοτε το βαρύ προνόμιο να είναι ο άνθρωπος που έπρεπε να τεθεί αντιμέτωπος με την κρατούσα αντίληψη, την κυρίαρχη λογική, τις κατεστημένες αξίες και τους μηχανισμούς αναπαραγωγής τους. Με την Εξουσία δηλαδή.

mikis 3

Την περίοδο 1960-’63 ήταν αντιμέτωπος με τη φασίζουσα Δεξιά και το φασιστικό παρακράτος. Την περίοδο 1963-’67, πίσω από το προπέτασμα της Ένωσης Κέντρου έβλεπε καθαρά και απεκάλυπτε τον αναλλοίωτο πυρήνα της Εξουσίας, της οποίας και αποτελούσε διαρκώς στόχο. Από το 1967 έως το 1974 αγωνίστηκε για την πτώση τής Χούντας, πρώτος και μόνος, ώσπου η ηγεσία να συνέλθει. Αργότερα δραστηριοποιήθηκαν και οι διάφορες ηγεσίες, χωρίς ωστόσο η αντιδικτατορική πάλη να γίνει ενιαία, δίχως να τελεσφορήσουν οι επίμονες εκκλήσεις του για ενότητα. Παράλληλα, την περίοδο κυρίως 1970-’74, έρχεται σε ανοιχτή ρήξη και καταγγέλλει την απάνθρωπη εξουσία των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με έμφαση εκείνην της ΕΣΣΔ, καθώς και τους μηχανισμούς και τις μεθοδεύσεις της εγχώριας νομενκλατούρας. Έτσι, ενώ στην χουντοκρατούμενη Ελλάδα απαγορευόταν η μουσική του και καταστρέφονταν οι δίσκοι του, συνέβαινε το ίδιο και στην κατ’ ευφημισμόν «Λαοκρατική Δημοκρατία» της Γερμανίας, όπου επίσης κατεστράφησαν όλοι οι δίσκοι του.

Στη μεταπολιτευτική περίοδο (1974-’90), η αντιπαράθεσή του με την αριστερίζουσα, αλλά στην ουσία της φασίζουσα νοοτροπία, ήταν διαρκής και οξυτάτη (π.χ. η καταγγελία του για νοοτροπία γενιτσάρων, την οποία καλλιεργούσε η ηγεσία του ΚΚΕ στην ΚΝΕ). Με το βιβλίο του Δημοκρατική και Συγκεντρωτική Αριστερά (1976) απεκάλυπτε την ουσία της αντιδραστικής Αριστεράς των ηγεσιών, την αδιέξοδη και επικίνδυνη πολιτική τους, το κινούμενο κενό του χώρου αυτού, όπου συστηματικά διαλυόταν ή διαχεόταν η αποπροσανατολισμένη προοδευτική δυναμική που είχε αναπτυχθεί, καταγγέλλοντας ταυτοχρόνως τους αντιδημοκρατικούς κομματικούς μηχανισμούς που θεμελιώθηκαν. Ως λύση για την ανάπτυξη της Αριστεράς και τη δυναμική και με αξιώσεις πολιτική της παρουσία και προσφορά επρότεινε, πάλι, την ενότητα και τον επαναπροσδιορισμό της με τον εκδημοκρατισμό, την ανανέωση, τον εκσυγχρονισμό, την απόρριψη των παλαιομαρξιστικών προτύπων, την αποστασιοποίηση από τα νεοσταλινικά «σοσιαλιστικά» καθεστώτα.

Κατά των Σαδδουκαίων πάντα… Και πώς να μη θυμηθούμε, στο σημείο αυτό, τις πολύ πρώιμες «ευρωκομμουνιστικές» αναζητήσεις του πριν τρεις δεκαετίες, τις διαρκείς μάχες του για δημοκρατία και ελεύθερη σκέψη και έκφραση, πριν απ’ όλα στον «οίκο» τους προτού αλλάξουν την κοινωνία! Δυστυχώς, και οι τολμηρότεροι χαρακτηρισμοί και αφορισμοί του, που προκάλεσαν ανοίκειες επιθέσεις εναντίον του, απεδείχθησαν επιεικείς, πλην εκείνου του δραματικού «Ευτυχώς που δεν νικήσαμε, σύντροφοι»…

Παράλληλα όμως με όλα αυτά, απέδιδε μεγάλη σημασία και στον καθορισμό μιας άλλης πολιτικής απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, του οποίου την λαϊκιστική, τριτοκοσμική και ως εκ τούτου επικίνδυνη πολιτική, διείδε και κατήγγειλε εγκαίρως. Σταθερή, πάγια, πάνω απ’ όλα, επιδίωξή του η εθνική ενότητα· επιμένει, αλλά απευθύνεται εις ώτα μη ακουόντων, και το 1977 κυκλοφορεί το βιβλίο του Η μόνη διέξοδος: Κυβέρνηση Εθνικής Συνεργασίας. Την ώρα που οι εγχώριοι Σαδδουκαίοι ξέθαψαν παλιά και ανήγειραν νέα τείχη, ενώ άλλοι έσκαβαν τάφρους κι άλλοι έχτιζαν «Παλάτια του Λαού». Εναντίον πάντα λοιπόν εξουσιών, μικροεξουσιών, «κριός» που κατεδαφίζει τείχη.

Σήμερα, υπουργός της κυβέρνησης της Ν.Δ., μήπως είναι ο ίδιος «εξουσία»; Πλανώνται πλάνην μεγάλην όσοι εκτιμούν πως η συμμετοχή τού Μίκη Θεοδωράκη στην κυβέρνηση έχει κίνητρα νομής και άσκησης εξουσίας. Αυτή η συμμετοχή του έχει και πάλι έννοια αντιεξουσιαστική: Βρίσκεται εκεί για να πολεμήσει αποτελεσματικότερα την κτηνώδη εξουσία, που συνίσταται κυρίως στην βαθιά και πολυεπίπεδη διαφθορά και την ιδεολογική τρομοκρατία. Βρίσκεται εκεί για την κάθαρση και την εξάρθρωση των τρομοκρατικών συμμοριών. Στον βαθμό που θα προχωρήσει η χώρα στην απαλλαγή της από την γάγγραινα της σήψης και της διαφθοράς, που θα παταχθεί η τρομοκρατία, που θα επιταχύνεται ο εκσυγχρονισμός και θα τεθούν οι βάσεις ώστε να αναβαθμιστεί ο πολιτισμός και να ανθήσει, η συμμετοχή τού Μίκη Θεοδωράκη στην κυβέρνηση αυτή θα δικαιώνει την επιλογή του, όπως και όλων των σκεπτομένων αριστερών οι οποίοι στηρίζουν αυτές τις εθνικές προσπάθειες.

Είχα την τύχη να ζήσω πλάι του στον αγώνα εναντίον του υπαρκτού λαϊκισμού των τελευταίων χρόνων. Με το δρεπανηφόρο άρμα του έμφορτο δαιμονίων καινών, με ρυθμούς φρενήρεις, ξεχέρσωνε εκτάσεις άγονες. Ο λόγος του, θεϊκή μπόρα, ξεσπούσε και μαστίγωνε κι ύστερα γαλήνη και βροχή, που ξεπλένει, αποκαλύπτει την πραγματική όψη των οραμάτων, των όντως όντων στην ψυχή του λαού. Και ο λαός; Ε, δεν είναι εύκολο, από την στρεβλωμένη, παραχαραγμένη, από τα παραισθησιογόνα της άκρατης δημοκοπίας, αντίληψη μιας ψευδεπίγραφης πραγματικότητας και οραμάτων απατηλών, αποτόμως να περάσει μια δεινή αυγή στην πραγματική όψη των οραμάτων κι ακόμα πιο πολύ στην τραγική πραγματικότητα και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απάτης και της ασέλγειας από τους νυν εκπτώτους φίλους και προστάτες του. Οι ενάρετες κεφαλές τους, άλλωστε, οκτώ ολόκληρα χρόνια δολοπλοκούσαν, απεργάζονταν σχέδια και εξέθρεφαν τους μηχανισμούς εκείνους που θα τους επέτρεπαν να θεσμοποιήσουν την προστασία τους. Η άμωμος σύλληψις της «λαϊκής» εξουσίας ενός αρχηγού που ίππευε την …καλπάζουσα ιστορία στο τριτοκοσμικό λούνα-παρκ, απεδείχθη προϊόν βιασμού, ενώ η δήθεν αγέρωχη στάση της ήταν ισορροπία ασταθής και παραπαίουσα. Από τις πρώτες «νότες» του Μίκη αντιληφθήκαμε πως αυτή η ισορροπία, όσο κι αν γαυριούσε ο μέγας ταχυδακτυλουργός, ήταν καταδικασμένη να ανατραπεί. Επέπρωτο δε, για μια ακόμη φορά, ο Μίκης να «προδιαγράψει» την πορεία αυτήν με τον προφητικό του λόγο.

Αλλά ας επιχειρήσουμε μιαν a posteriori σύντομη περιδιάβαση στις πιο χαρακτηριστικές, καταλυτικές και γόνιμες, ου μην αλλά και τις απορριφθείσες, με οδυνηρά αποτελέσματα, πολιτικές παρεμβάσεις και προτάσεις του.

Στη διαρκή αντιπαράθεσή του με όλες τις μορφές εξουσίας που γνώρισε ο τόπος και ειδικότερα η Αριστερά, είναι τιμή και χρέος να ξεκινήσουμε από εκείνην της Χούντας, διότι άλλωστε δεν είναι σκοπός μας εδώ ν’ ακολουθήσουμε τους Δρόμους του Αρχάγγελου ξετυλίγοντας όλο το κουβάρι μιας 40χρονης ιστορίας. Λίγες μέρες, λοιπόν, πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Μίκης έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου. Γραπτώς, με μια δραματική –τη μοναδική άλλωστε– προειδοποίηση προσπάθησε να αφυπνήσει την Ε.Ε. της ΕΔΑ ότι επίκειται δικτατορία, ότι κυριολεκτικώς τα τανκς ήταν ante portas, δι’ ο και «τανκσάκιας» απεκλήθη. Ήγουν Κασσάνδρα, μάντης κακών, κινδυνολόγος, ευρισκόμενος «εκτός γραμμής»· «αντικειμενικά», λέγανε, «βοηθούσε την Αντίδραση». Γι’ αυτό και τον απομόνωσαν. Είναι γνωστό δε πως η σοφή ηγεσία, για να μην επιδράσουν αρνητικά όλες αυτές οι «ανεύθυνες» σπερμολογίες, εφρόντισε να κυκλοφορήσει η Αυγή της 21ης Απριλίου με τίτλο: «Γιατί δεν θα γίνει Δικτατορία»! Ήταν το φύλλο που κατάσχεσε η Χούντα. Βλέπετε, οι Απριλιανοί δεν διέθεταν ίχνος χιούμορ ώστε να αφήσουν να κυκλοφορήσει ελεύθερα τουλάχιστον αυτό το φύλλο.

mikis 2

Ενώ η ζαλισμένη ηγεσία –όσοι διέφυγαν τη σύλληψη– αντιμετώπιζε με …επαναστατικό ρεαλισμό, δηλαδή ηττοπάθεια, το μοιραίον σιωπώντας, ο Μίκης απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση, στις 23 Απριλίου, και αμέσως προχωρεί στην ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου. Εν τω μεταξύ, το κύριο πρόβλημα του ΚΚΕ υποτίθεται ότι ήταν η «ιδεολογική καθαρότητα». Έτσι, μέσα σε συνθήκες μαύρης παρανομίας στην Ελλάδα, οι αγωνιστές πληροφορούνται ότι το ιερατείο στο εξωτερικό διασπάστηκε. Οι πρώτοι που κατήγγειλαν τη διάσπαση ήσαν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Αιμίλιος Ζαχαρέας, κάνοντας έκκληση για ενότητα. Το κύμα της παράλογης και εγκληματικής διάσπασης, που έφτασε γρήγορα στο εσωτερικό της χώρας, πέρασε και τις πύλες του Ωρωπού, παρ’ όλη την αντίσταση που προέβαλε ο Μίκης. Το πλήγμα για την Αριστερά και τον τόπο ήταν μεγάλο, διότι η ενότητα θα επέτρεπε την κατάκτηση δύο στόχων: «Πρώτον, με την ενότητα θα ανατρέπαμε γρηγορότερα και ευκολότερα τη Χούντα, και, δεύτερον, θα εξασφαλίζαμε τη μεγίστη μαζικότητα, το μεγαλύτερο εύρος, ώστε μετά την πτώση της να πρωταγωνιστήσουμε στις εξελίξεις», θα επαναλάβει χιλιάδες φορές ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ενότητα, ενότητα, ενότητα. Ενότητα στην Αριστερά, ενότητα των δημοκρατικών αντιδικτατορικών δυνάμεων. Πάγια και σταθερή η θέση του, τη διεκήρυσσε παντού και πάντα με την ίδια επιμονή που συνόδευε πάντοτε τη λέξη δημοκρατία με το «οξυγόνο»· οξυγόνο της δημοκρατίας είναι η προσφιλέστερή του έκφραση. Υποκριτικά αρκετοί συζητούσαν το θέμα είτε υποτίθεται ότι συμφωνούσαν, αλλά η πολυπόθητη ενότητα στο αντιδικτατορικό κίνημα δεν επετεύχθη. Και τα χρόνια της χουντικής τυραννίας κυλούσαν χωρίς να φαίνεται φως. Ανέλαβε λοιπόν την ιστορική πρωτοβουλία να προβάλει, ως εφικτή, τη «λύση Καραμανλή». Νέος κύκλος επιθέσεων, νέες λαϊκιστικές κορώνες ότι πρόκειται απλώς για «αλλαγή φρουράς» (ΚΚΕ) και ότι τώρα «θα ’χουμε και τον Καραμανλή και τα τανκς» (Α. Παπανδρέου). Κι ο Μίκης τότε τολμά ξανά: «Καραμανλής ή τανκς», για να συγκεντρώσει τα πυρά σύμπασας της Αριστεράς των ηγεσιών και των κατόπιν εορτής «αντιστασιακών». Δεκάξι χρόνια μετά, όλοι ομολογούν ότι ορθώς έπραξε…

Αλλά η χαίνουσα πληγή της Αριστεράς εξακολουθούσε να μένει ανοικτή και να πυορροεί και να κακοφορμίζει από τις «συντροφικές» επιθέσεις λάσπης, σε μια προσπάθεια αλληλοεξόντωσης που άγγιζε τα όρια των παλαιών έργων και ημερών τής σταλινοφασιστικής εξουσίας τους, στην οποίαν οι αδιαμφισβήτητοι πρωταθλητές… ήθους ανεδείχθησαν οι ηγέτες του ΚΚΕ, του ενός και μοναδικού και μονολιθικού και γνήσιου προλεταριακού… Και ο μέγας αμφισβητίας της εξουσίας τού ιδεολογικώς ορθού βασιλείου τους δεν ήταν δυνατόν να μην εισπράξει τη μερίδα του λέοντος από τις ύβρεις που εκτόξευαν οι Κοντόσταβλοι του Περισσού. Παρ’ όλα αυτά, και επειδή ο ταλαιπωρημένος και ανιδιοτελώς αγωνιζόμενος κόσμος της Αριστεράς δεν άξιζε τέτοια μεταχείριση, ο Μίκης επέμενε στις ενωτικές του πρωτοβουλίες, αλλά συνάντησαν την αδιαλλαξία των ηγεσιών, που καταδίκασαν σε αποτυχία την πρώτη εντατική προσπάθεια της «Ενωμένης Αριστεράς», στην οποία πρωτοστάτησε ο Μίκης. Εκείνος, όμως, εμμένοντας πεισματικά πήγε στην ΕΔΑ, βλέποντάς την ως γέφυρα ενότητας ώστε να συνεχίσει τις προσπάθειές του, αλλά απογοητεύθηκε διαπιστώνοντας ότι εξελίσσεται απλώς σε ένα παράρτημα του ΚΚΕ εσ. Το 1978, η μέχρι τότε αδιάλλακτη ηγεσία του ΚΚΕ αποδέχθηκε την πρότασή του για συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς, και έτσι, επιμένοντας για ενότητα, προώθησε την σύσταση της ΚΕΑ. Αλλά κι αυτή η προσπάθεια απέτυχε διότι οι σύντροφοι-ηγεμόνες εννοούσαν ως ενότητα την άνευ όρων υποταγή των υπολοίπων.

Και φτάνουμε στο 1981. Νίκη της «Αλλαγής» και των «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων». Οι ηγετίσκοι της Αριστεράς βλέπουν το ΠΑΣΟΚ σαν «νέο ΕΑΜ». Ο Α. Παπανδρέου ανακάλυψε τη «φλέβα χρυσού», παρουσιάζοντας το «Κίνημά» του σαν μετεμψύχωση της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων. Προβάλλοντας το όραμα των «προοδευτικών δυνάμεων» για ένα παλλαϊκό μέτωπο της «Αλλαγής» κάνει αλλεπάλληλες καταδύσεις στις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος και γυρίζει τους δείκτες του ρολογιού στην μετεμφυλιακή περίοδο. «Η ηγεσία της Αριστεράς είναι συνυπεύθυνη για τη μαζικοποίηση, την άνοδο, τον θρίαμβο και τη σήψη του ΠΑΣΟΚ», θα πει ο Μίκης και θα μιλήσει για «συγκοινωνούντα δοχεία των ηγεσιών ΠΑΣΟΚ – Αριστεράς». Είχε πάλι από την αρχή τις αντιρρήσεις του, γι’ αυτό και τον απομόνωσαν. Ενώ ήταν βουλευτής του ΚΚΕ και μη έχοντας κάποια θέση στην κομματική ιεραρχία ήταν παραγκωνισμένος, σαν ξένο σώμα. Τώρα, γιατί απεδέχθησαν τόσο τις ενωτικές προσπάθειές του όσο και τον ίδιον ως βουλευτή, αυτό είναι ένα ερώτημα τον οποίου η απάντηση εξαρτάται κυρίως από δύο παράγοντες· αφ’ ενός, επίστευαν σε μια ελεγχόμενη «ενότητα», δηλαδή τελικώς απορρόφηση των συνεργαζόμενων δυνάμεων και, αφ’ ετέρου, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης λειτούργησε προ των αδηφάγων ορέξεων του ΠΑΣΟΚ.

Όπως και να ’χει, ο Μίκης βρέθηκε βουλευτής του ΚΚΕ, αλλά «ελεγχόμενος». Στη Βουλή τού ανέθεταν την ανάπτυξη επουσιωδών θεμάτων, εφόσον με τις λίγες παρεμβάσεις του δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις τους με το αδελφό Κίνημα, όπως λ.χ. με την τοποθέτησή του στο νομοσχέδιο για τις «κοινωνικοποιήσεις» που το χαρακτήρισε νόμο-τραβεστί ή την θέση του στο θέμα της προεδρικής εκλογής. Έτσι τελικώς έφτασε στην παραίτηση.

Ωστόσο δεν «ιδιώτευσε» για πολύ. Ανέπτυξε τις γνωστές πρωτοβουλίες για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, κινούμενος πάνω από κομματικές σκοπιμότητες και παρά τις επιθέσεις που εγνώριζε ότι θα αντιμετωπίσει, και μάλιστα από εκείνους που θεωρούσαν μεγάλη τους τιμή ακόμη και να τους δέχεται ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, που ήσαν έτοιμοι για παντός είδους υποχωρήσεις αρκεί να τους «χώραγε» η πόρτα του, εκείνους που ουσιαστικά τον εστήριζαν ακόμη και μετά το ξέσπασμα των σκανδάλων. Των σκανδάλων μιας εξουσίας που η ίδια ήταν το μέγα σκάνδαλο. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1987, ο Μίκης, επιδιώκοντας να αφυπνήσει την κοινή γνώμη, εδήλωσε με τρόπο δραματικό, απευθυνόμενος προς τον Κοσκωτά που μεσουρανούσε: «ΠΩΛΟΥΜΑΙ»! Όμως, η ηγεσία της Αριστεράς, ακόμη και το καλοκαίρι του 1988 που ο τόπος βοούσε από τα σκάνδαλα, εξακολουθούσε να ’ναι υπνωτισμένη από τη γοητεία τού Α. Παπανδρέου και να εκτιμά το φαινόμενο ως «πόλεμο εκδοτών», στον οποίο δεν θα έπρεπε να έχει ανάμιξη. Και ο Μίκης συνέχιζε, στεντορεία τη φωνή, να προειδοποιεί: «SOS! Το φαινόμενο Κοσκωτά είναι σαν το AIDS. Τα κλεμμένα δισ. είναι το λιγότερο. Στόχος είναι ο έλεγχος του Τύπου και η θεμελίωση μιας μπααθικής εξουσίας». Κατήγγειλε δε με όλους τους δυνατούς τρόπους τα φαινόμενα σήψης, διαφθοράς, λαϊκισμού, κοινωνικού εκφασισμού. Όλα αυτά τον κατέστησαν κόκκινο πανί του αυριανισμού, ανωτάτου σταδίου του παπανδρεϊκού λαϊκισμού. Δέχθηκε τόνους λάσπης, που μόνο με τον Κ. Μητσοτάκη μπορεί να γίνει σύγκριση, αλλά δεν υποχώρησε ούτε στιγμή· αντιθέτως, συνέχισε να καταγγέλλει και να αποκαλύπτει την ουσία του πασοκικού τριτοκοσμικού «σοσιαλισμού».

Εν τω μεταξύ, υπό την απειλή τού αφανισμού τους από την βουλιμία του ΠΑΣΟΚ, τις επιθέσεις του ιδιότυπου αντικομμουνισμού του, αλλά και με τους κοσμογονικούς ανέμους που φυσούσαν, οι ηγεσίες της Αριστεράς έκαναν το μεγάλο βήμα της ενότητας: Συγκροτήθηκε ο Συνασπισμός της Αριστεράς. Ο Μίκης, εμπνευστής και αγωνιστής της ενότητας, δεν εκλήθη να λάβει μέρος. Τον χαιρέτησε ωστόσο σαν ένα βήμα ελπιδοφόρο που θα έβγαζε την Αριστερά από το περιθώριο, παρ’ όλο που έγινε «ετεροχρονισμένα», 15 ολόκληρα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας.

Μέσα στο βαρύ πολιτικό κλίμα των σκανδάλων, της σήψης, της γενικής επιδείνωσης σε όλους τους τομείς, ο Μίκης προτείνει διέξοδο, κηρύσσει την εθνική συμφιλίωση, τον «εθνικό συμβιβασμό». Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να καταρριφθεί ένα σκηνικό 30 χρόνων, ένα ψεύδος το οποίο κυριαρχούσε στην άθλια και αφόρητη παρελθοντολογία του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, προλογίζει την Πολιτική βιογραφία του Κώστα Μητσοτάκη, αποκαλύπτοντας το μέγεθος της απάτης που ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ είχε σημαία του από τότε που ο Κ. Μητσοτάκης αναδείχθηκε ηγέτης της Ν.Δ. Επανέρχεται ξανά στην πρότασή του για Κυβέρνηση Εθνικής Συνεργασίας. Στο βιβλίο του Πού Πάμε; περιγράφει με τρόπο προφητικό την Κυβέρνηση Ν.Δ. – Συνασπισμού, ώς και τη διάρκεια, τους στόχους και τα μέτρα που πρέπει να λάβει. Κυρίως Κάθαρση, εκδημοκρατισμός, κατάργηση οριστική των διαχωριστικών γραμμών. Συμβολικά, παρακολουθεί την Άνοιξη του ’89 την ακολουθία του Επιταφίου στα Χανιά μαζί με τον Κ. Μητσοτάκη. Αργότερα, οι εκλογές του Ιουνίου έδωσαν το γνωστό αποτέλεσμα. Αδιέξοδο; Μόνο για κείνους που είχανε χτίσει νέα τείχη.

Ο γράφων ήταν μάρτυς των κινήσεων και επαφών προ και μετά τις εκλογές του Ιουνίου ’89. Στον Μίκη προσέβλεπαν πλέον οι δυνάμεις εκείνες της Αριστεράς που κατανοούσαν ότι για να βγούμε από το τέλμα έπρεπε να κάνει η Αριστερά το μεγάλο βήμα. Όμως, ποιος θα ανελάμβανε την ευθύνη να τολμήσει να το πει; «Πες το εσύ, Μίκη». Βεβαίως, ποτέ δεν είχε πρόβλημα εκείνος να πει ό,τι πίστευε, να πει φωναχτά εκείνα που οι άλλοι σκέπτονταν ή ψιθύριζαν. Αυτή όμως η προτροπή εκφράζει και το πολιτικό θάρρος των πιο τολμηρών από τους λεγόμενους ανανεωτές της Αριστεράς. Και ήσαν οι ίδιοι που λίγο αργότερα θα τον εχαρακτήριζαν σαν τον «κουζουλό του έθνους»…

Ναι, η ιστορία δεν προχωρεί ποτέ με τους μίζερους, τους άτολμους, τους ηττοπαθείς, με τους εκ του ασφαλούς «αγωνιζόμενους». Κι ο πόλεμος που γίνεται κάθε φορά στον Μίκη έχει και αυτήν ακριβώς την αιτία: Πόσοι δεν θα ’θελαν να έχουν πράξει το ίδιο αλλά δεν ετόλμησαν! Εν πάση περιπτώσει, ο Μίκης πάλι και τότε έκανε αυτό που πίστευε. Στη διελκυστίνδα του Ιουνίου [1989] έριξε όλο το βάρος του και την ιδέα που πήρε σάρκα και οστά [σχηματισμού της κυβέρνησης Τζαννετάκη], κάνοντας έκκληση και στον Κ. Μητσοτάκη να προβεί στις απαραίτητες υποχωρήσεις, όπως λ.χ. να μην επιμείνει να είναι εκείνος ο πρωθυπουργός. Από την άλλη, η Αριστερά υπερέβη τον εαυτό της και τόλμησε το μεγάλο βήμα.

Το βαρύ κλίμα του καλοκαιριού του 1989, φορτισμένο με τον παροξυσμό θράσους των μαινομένων υποδίκων, φέρνει σε οριακό και επικίνδυνο σημείο η άνανδρη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη. Ο Μίκης και πάλι θα καταγγείλει απερίφραστα ως ηθικό αυτουργό τον ιδεολογικό πατέρα του αυριανισμού Α. Παπανδρέου.

Μέσα στις συνθήκες αυτές –και μη υποτιμώντας τη συσπείρωση του ΠΑΣΟΚ· γνώστης του χώρου του Συνασπισμού, υπολογίζοντας μια φυσιολογική προσωρινή πτώση, ως αποτέλεσμα της εν μια νυκτί υπερβάσεως του τείχους αντιλήψεων δεκαετιών· μη συμμεριζόμενος, ως εκ τούτων, την αισιοδοξία που επικρατούσε στη Ν.Δ. για άνετη νίκη–διαβλέποντας το αποτέλεσμα των εκλογών, για την εκτόνωση της βαριάς ατμόσφαιρας επρότεινε τον σχηματισμό Οικουμενικής Κυβέρνησης, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Πριν αλέκτωρ λαλήσει, το αποτέλεσμα των εκλογών, πράγματι, δεν ήταν το αναμενόμενο τόσο από τη Ν.Δ. όσο και από τον Συνασπισμό. Ο γράφων υπήρξε μάρτυς των επαφών του με τον Συνασπισμό και της αποδοχής από μέρους τού Μίκη της πρότασης να είναι υποψήφιός του, με επιχείρημα μάλιστα ότι θα συμβόλιζε αυτή η συμμετοχή τον εθνικό συμβιβασμό, τον οποίο χαιρέτησε όλη η Ευρώπη ως προμήνυμα της κατεδάφισης των τειχών και μεγάλη ιστορική επιλογή. Η πρόταση αυτή υποβλήθηκε στον Μίκη ημιεπισήμως, με την επιφύλαξη της επίσημης ανακοίνωσής της μόλις εκάμπτοντο «ορισμένοι σκληροπυρηνικοί». Την παρουσίαζαν ως βεβαία, αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο περί τεχνάσματος που είχε ως στόχο την εξουδετέρωσή του. Υποτίθεται συζητούσαν μέχρις ότου ανακοινωθούν οι συνδυασμοί της Ν.Δ., οπότε δεν έμενε πλέον παρά να αποδώσουν την αθέτηση της υπόσχεσής τους στην επιμονή των «σκληροπυρηνικών». Κι όλα αυτά διότι γνωρίζουν πολύ καλά τον δυναμισμό και την απήχηση του λόγου του Μίκη Θεοδωράκη στους σκεπτόμενους πολίτες του χώρου τους. Εξάλλου, είχαν ήδη προετοιμάσει την υποχώρηση από τις ιστορικές θέσεις του καλοκαιριού. Συστρατεύθηκε λοιπόν με τη Ν.Δ., θεωρώντας την ως την πιο συνεπή δύναμη και βασικό μοχλό για την επίτευξη δύο στόχων: Κάθαρση – αντιμετώπιση της Τρομοκρατίας. Ο Μάνος Χατζιδάκις απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο τους λόγους της συνεργασίας τού Μίκη Θεοδωράκη με τη Ν.Δ., κατά την περίφημη ομιλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο (4.11.1989):

«Ακούω πολλές φορές να λένε επιπόλαια μερικοί ότι ο Μίκης Θεοδωράκης έγινε δεξιός. Δεν αντιλαμβάνονται πως ο Θεοδωράκης έγινε δεξιός όσο το ΠΑΣΟΚ υπήρξε εστία προοδευτικότητος και αλλαγής (…) πως, απλούστατα, η Ν.Δ. εκσυγχρονίστηκε και απέκτησε την άνεση και ελευθερία να περιέχει και τον Μίκη Θεοδωράκη στις τάξεις της. Ο οποίος βέβαια ούτε πρόδωσε τους μακρόχρονους αγώνες του, ούτε ενετάχθη στη Ν.Δ. για να τραγουδήσει απόψε μαζί μου το “Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι”…».

Η διαίσθηση του Μίκη, ότι ο Συνασπισμός θα υποχωρούσε από τις τολμηρές θέσεις του και ότι δεν θα επεδείκνυε ώς το τέλος συνεπή στάση απέναντι στη φασίζουσα κυρίαρχη πολιτική, δεν γελάστηκε. Ιστορική επιλογή ή άνθρακες ο θησαυρός; Μάλλον πομφόλυγα παρά ιστορική επιλογή ήταν η συνεργασία τους αυτή· προϊόν πιθανότατα κακής εκτίμησής τους με μικροκομματικού χαρακτήρα προσδοκίες (ότι δηλαδή θα εισέπρατταν ένα μέρος της δύναμης του ΠΑΣΟΚ), δεδομένου μάλιστα ότι προχώρησαν στην επιλογή του Ιουνίου προβάλλοντας το επιχείρημα πως τους ενδιαφέρει περισσότερο ο ποιοτικός χαρακτήρας της (επιλογής τους), που θα αποφέρει στο μέλλον περισσότερα οφέλη. Πράγματι, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου ’89 απέρριψαν την πρόταση του Μίκη για συνέχιση της συνεργασίας Ν.Δ. – Συνασπισμού μέχρι τον πλήρη εκδημοκρατισμό της χώρας. Αυτή τη φορά επέλεξαν την πεπατημένην. Ανέκρουσαν πρύμναν και άρχισαν να αλληθωρίζουν προς το ΠΑΣΟΚ. Και ευτυχώς που οι αριθμοί στάθηκαν πεισματικά οριακοί και δύστροποι και δεν έδιναν το ποθητό άθροισμα 151, ώστε να τους δούμε σε κυβερνητική συνεργασία με τραγικές συνέπειες για τον τόπο. Όμως οι συζητήσεις των ημερών εκείνων στάθηκαν αρκετά αποκαλυπτικές των προθέσεών τους. Πόσο γρήγορα, στην πράξη, απεκήρυξαν την κυβέρνηση Ν.Δ. – Συνασπισμού, η οποία κατά κοινή ομολογία ήταν η δημοκρατικότερη που είχε ώς τότε γνωρίσει ο τόπος.

Έτσι φτάσαμε στις εκλογές του Απριλίου ’90, με την χωρίς αρχές συνεργασία ΠΑΣΟΚ – ΣΥΝ στις «τοπικές κοινωνίες», τις μονοεδρικές, η οποία θα διευρυνόταν, όπως και πάλι προέβλεψε ο Μίκης Θεοδωράκης, και θα οδηγούσε στη «δημοκρατική συμπαράταξη» εισαγγελέων και υποδίκων, και εν τέλει στον θανάσιμο εναγκαλισμό της Αριστεράς από το ΠΑΣΟΚ. Και όλες αυτές τις μεθοδεύσεις τις χαρακτηρίζει η «συνέπεια», γι’ αυτό και καταγγέλλουν άλλους ως ασυνεπείς, «εκκρεμή» ή τους κατηγορούν για «προδοσία»!

Η Αριστερά σήμερα διέρχεται τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της. Απεμπολώντας την ιστορική ευκαιρία των εκλογών του Νοεμβρίου ’89, έθεσε εαυτόν στο περιθώριο, στην οδό Υπαρκτού Λαϊκισμού και τέως Υπαρκτού Σοσιαλισμού γωνία, εκεί που όλα τα σήματα δείχνουν αδιέξοδα και επικίνδυνες στροφές. Κι εκεί σκιαμαχούν και επιδίδονται σε προσπάθειες μάταιες, ωσάν το νεκρό κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας να προσπαθούσε να ξαναχτίσει το Τείχος του Βερολίνου και μάλιστα χάρτινο. Επί ματαίω ικεσίαι. Επί ματαίω παραμυθίαι… Ζουν στο παρελθόν και δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι οι προσπάθειές τους σαν των Τρώων.

mikis 1

Η αυτιστική Αριστερά των ηγεσιών, η Αριστερά των τριτοδιεθνιστών, των «ανανεωτικών» νεοσταλινικών και οι «προοδευτικές δυνάμεις» των τριτοκοσμικών δήθεν σοσιαλιστών οδηγούν σε μαρασμό και αποψίλωση τους ήδη ανυπόληπτους και αφερέγγυους χώρους αυτούς από τις ζωντανές και εκσυγχρονιστικές δυνάμεις. Τους οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη συρρίκνωση, πολυδιάσπαση και εξαφάνισή τους. Διότι επιμένουν στις παλιές, καταδικασμένες, αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις, κρώζοντες λήρους υποκριτικούς περί δημοκρατίας. Οι ηγετικές ομάδες αυτές είναι καταδικασμένες, αλλά στην προσπάθειά τους να διασωθούν και υπό το κράτος όλων των στερητικών συνδρόμων τους δεν θα διστάσουν να μετέλθουν όλα τα μέσα. Όσοι περάσαμε απ’ αυτά τα κόμματα δεν τρέφουμε αυταπάτες, διότι οι ηγεσίες τους ου μετενόησαν εκ των φαρμακιών αυτών ούτε εκ της πορνείας αυτών ούτε εκ των κλεμμάτων αυτών.

Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν κουράζεται να διακηρύσσει την ανάγκη ενός Κοινωνικού Συμβολαίου, το οποίο θα βοηθήσει τη χώρα μας να οδηγηθεί γρήγορα στην ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό, την Ευρώπη του 2000. Προσφάτως η ΕΑΡ, διά του γ. γραμματέα της Φ. Κουβέλη, προέβαλε αυτήν ακριβώς τη θέση (Οκτώβριος ’90). Για λόγους ιδιοτελείς ομίλησε για «εθνική κοινωνική συμφωνία» και ο Α. Παπανδρέου. Ωστόσο η Αριστερά, παρά τις συνετές και εκσυγχρονιστικές μεμονωμένες φωνές που ακούγονται, είναι βέβαιον ότι θα περάσει τις πιο δύσκολες ωδίνες ώσπου να επαναπροσδιοριστεί στον σύγχρονο κόσμο. Οι αντιδραστικές ηγεσίες, με την αγκυλωμένη σκέψη από την μακαριότητα της τυφλής ιδεοληψίας δεκαετιών, θα καταβάλουν όσες προσπάθειες μπορούν για να περισώσουν ό,τι μπορούν, και προπάντων τα πετεινά του ΚΚΕ που, περιφέροντας τα ράκη της ιδεολογίας τους και σιτιζόμενοι με ιδεολογήματα της διπλανής ΕΑΡ είτε της φαντασίας τους, επιμένουν να διασώσουν πάση θυσία τον αμαρτωλό μηχανισμό και την «Περισσός Α.Ε.».

Ο τίτλος Ζητείται Αριστερά. Σύντροφοι, ας ξυπνήσουμε, υποδηλώνει ότι το βιβλίο αυτό απευθύνεται στους πολίτες της Αριστεράς, που εξαπατήθηκαν για δεκαετίες από τους εμπόρους οραμάτων, οι οποίοι πίστεψαν κι αγωνίστηκαν ανιδιοτελώς για τους επίγειους παραδείσους που οι ηγεσίες διαφήμιζαν. Εμείς θα συμπληρώναμε τον τίτλο μ’ ετούτες τις δύο λέξεις: Ζητείται ήθος!

Ζητείται, λοιπόν, Αριστερά. Αριστερά δημοκρατική, σύγχρονη, ζωντανή, με λόγο αυτόνομο, δικό της, μια Αριστερά που δεν θα ’ναι δεκανίκι του Μεγάλου Αδελφού τής σημερινής ηγεσίας της, μια Αριστερά χωρίς προκαταλήψεις και απλουστευτική λογική, απαλλαγμένη από εκείνους τους μηχανισμούς που αδρανοποιούν τη σκέψη και αναπαράγουν συνθήματα και «λογικές» παρωχημένες, μια Αριστερά που θα κόψει τον γόρδιο δεσμό της με την υπανάπτυξη της σκέψης και τις εξαρτήσεις της από κάθε ιδεοληψία, μια Αριστερά που θα κοιτάζει μπροστά απορρίπτοντας όλα εκείνα τα στοιχεία και τους μύθους που κόστισαν σ’ αυτήν και στον τόπο, μια Αριστερά δρώσα ηθική-πολιτική δύναμη, απαλλαγμένη από την φαρισαϊκή ψευτοηθική των απολιθωμάτων και των ιδεωδών παρθένων, μια Αριστερά πάνω απ’ όλα δημοκρατική, είναι η επιθυμητή από όλους εξέλιξη.

Πολύς λόγος έγινε με αφορμή τη φιλική συνάντηση που είχαμε ορισμένοι αριστεροί σε ταβέρνα με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και πολύ μελάνι έχυσαν τα αριστερά έντυπα και περισσότερο οι πασοκιάδες για να υβρίσουν και πάλι τον Μίκη που παρέθεσε το γεύμα. Έγινε λόγος για νέο κόμμα της Αριστεράς που επιχειρεί να συγκροτήσει και άλλα πολλά ανάξια να ασχοληθεί κανείς. Ο δε Περισσός εσχάτως ξεπέρασε και την Αυριανή σε επιδόσεις στις συκοφαντικές επιθέσεις εναντίον του Μίκη Θεοδωράκη.

Έφτασαν στο σημείο να δημοσιεύσουν στον Ριζοσπάστη μέχρι και «γνωμάτευση» συντρόφου ψυχιάτρου περί κλονισμού της ψυχικής του υγείας! Με τέτοιο ήθος προχωρούν στον «εκδημοκρατισμό» και τον «εκσυγχρονισμό» της Αριστεράς, ενώ όλα δείχνουν ότι η εγχώρια νομενκλατούρα θα είναι η τελευταία παγκοσμίως που θα πραγματοποιήσει μερικά δειλά βήματα. Όμως ήδη είναι πολύ αργά. Το πλοίο τους ξυλάρμενο οδεύει, ευτυχώς όχι αύτανδρο, προς τον λειμώνα των ασφοδέλων. Ευτυχώς, γιατί οι μισοί και άνω «οργανωμένοι» τούς έχουν ήδη εγκαταλείψει.

Ωστόσο η μοίρα τών εν δυνάμει γκρουπούσκουλων ενδιαφέρει όλο και λιγότερο την ελληνική κοινωνία. Σημασία έχει η ταχύτερη αποδέσμευση των οπαδών και η απελευθέρωση της προοδευτικής εκείνης δυναμικής, που δεν περνά κάθετα, αλλά είναι διάχυτη, περνά οριζοντίως μέσα σε όλη την κοινωνία, μέσα σε όλους τους κομματικούς σχηματισμούς. Αυτήν ακριβώς την προοδευτική δυναμική και τη διοχέτευσή της σε ένα ρεύμα σύγχρονης, δημοκρατικής αντίληψης και συνεισφοράς γόνιμης στην επίλυση των εθνικών προβλημάτων, στην κατάκτηση των εθνικών στόχων επιδιώκει ο Μίκης Θεοδωράκης. Έτσι που να μη μείνει η Αριστερά, αυτή την περίοδο των κοσμογονικών αλλαγών, οριστικώς το περιθώριο. Αν τώρα ένα γεύμα με τον πρωθυπουργό της χώρας αρκεί για να χαρακτηριστούν αριστεροί με μεγάλη ιστορία και όχι όψιμη δημοκρατική ευαισθησία ως «δεξιοί», να νεκραναστηθούν οι οριστικώς ολωλότες –ισμοί και χαρακτηρισμοί άλλων εποχών, αυτό ακριβώς αποδεικνύει την ορθότητα των εκτιμήσεών μας για το… «προτσές» της καταστροφής τής παγιδευμένης Αριστεράς. Τα νέφη πάντως που επί δεκαετίες παρήγαγαν οι μηχανισμοί αυτοί διαλύονται, καθώς έχει γίνει συνείδηση σε όλους τους ενεργούς πολίτες ότι χωρίς το οξυγόνο της δημοκρατίας δεν πρόκειται να εξασφαλιστούν από υποτροπές και εκτροπές τελεσίδικα καταδικασμένες. Και δεν είναι μικρή η προσφορά τού Μίκη Θεοδωράκη σ’ αυτό.

Νεαρός ΚΝίτης κάποτε, θυμάμαι την καταδίκη του και την κινητοποίηση προς τούτο όλου του κομματικού μηχανισμού «ενάντια στις αντισοσιαλιστικές, αντισοβιετικές, αναθεωρητικές και γενικά αντικομμουνιστικές τοποθετήσεις τού Μ.Θ. Όλο το κόμμα, δηλαδή όλο το προλεταριάτο, όλος ο εργαζόμενος λαός τον καταδίκασε», διότι απεκάλεσε «γενίτσαρους» τους ΚΝίτες, πότε; Το 1975. Τότε που οι μύθοι ήσαν ακόμα κραταιοί και ενισχυμένοι από το εμπόριο των αντιδικτατορικών δαφνών. Πόσα χρωστά στον Μίκη η γενιά μας! Όσοι αφυπνιστήκαμε εγκαίρως ήταν διότι η φωνή του είχε τη δύναμη και το κύρος να φτάσει ώς τ’ αυτιά μας. Ναι, τον καταδικάσαμε τότε! Όμως ο σπόρος που έσπερνε τότε κι έπεφτε σαν άγουρες ψιχάλες στη σκέψη μας έμεινε, κι ήρθε κάποτε η ώρα που φύτρωσε. Γι’ αυτό δεν περιμένουμε και σήμερα, διά μιάς, να γίνουν αποδεκτές προτάσεις του όπως το Κοινωνικό Συμβόλαιο ή για μια προοδευτική δυναμική ή, ακόμη περισσότερο, εκείνες που προσεγγίζουν την Ευρώπη του 2000. Ωστόσο το Αντιμανιφέστο του είναι μια πρόταση-πιλότος, με την οποία θα ασχοληθούν τις επόμενες δεκαετίες κόμματα, κινήματα, οι κοινωνίες της Ενωμένης Ευρώπης ιδιαίτερα.

Σήμερα είναι ίσως νωρίς για τους πολλούς να κατανοήσουν τόσο προωθημένες συλλήψεις. Αλλά η τέχνη της γόνιμης πολιτικής και η «πολιτική» της αληθινής τέχνης συνίστανται σ’ αυτό ακριβώς. Με διορατικότητα, η πολιτική, και με τη βοήθεια της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της τέχνης να χαράζει δρόμους μελλοντικούς. Μπορεί ο κόσμος του μέλλοντος, όπως τον περιγράφει σ’ αυτήν την μακράς πνοής μελέτη του, να φαίνεται εκ πρώτης όψεως ιδωμένος με ουτοπική φιλοσοφική διάθεση, ωστόσο όλα δείχνουν πως αυτά δεν είναι παρά οι «εργαστηριακές μελέτες» προτού γενικευθεί η συζήτηση και η υλοποίησή τους.

Τελειώνουμε αυτόν τον μακρύ πρόλογο, πριν καταντήσει ανιαρός, με δύο επισημάνσεις. Ο Μίκης Θεοδωράκης ετίμησε και τιμά τη χώρα μας και τον λαό μας. Σε ώρες δύσκολες σήκωσε αληθινό σταυρό, ανέβηκε γολγοθάδες, μέσα από δύσβατες ατραπούς και υπό καταιγισμόν πυρών, με χειρότερα εκείνα της συκοφαντίας. Το άρμα του όμως δεν «κόλλησε» ποτέ και προχωρούσε –Φαέθων του κοινωνικού γίγνεσθαι– πάντα μπροστά. Και πάντοτε τελικώς ικανοποιημένος, βλέποντας και τις πιο τολμηρές συλλήψεις του να γίνονται πραγματικότητα. Πολλοί ωστόσο σήμερα αντιλαμβάνονται την, χρήσιμη και επιβαλλόμενη, κριτική ως εξόντωση και ως μέσον για τη δική τους ανέλιξη στους μηχανισμούς του υπαρκτού λαϊκισμού. «Φιλόδοξοι» δε ως είναι, οι κρατικοδίαιτοι «επαναστάτες» και οι κομματικές «αυθεντίες», επηρμένοι και αμετροεπείς, είναι ικανοί να μετέλθουν ό,τι ευτελέστερον· αναισχυντούσι, ψεύδονται, προφάσεις πλάττονται, πάντα ποιούσι. Ευτυχώς όμως είναι πολύ ασήμαντοι για έναν Μίκη Θεοδωράκη, που εις πείσμα όλων αυτών συνεχίζει απτόητος τη δημιουργία του, μουσική και πολιτική.

Νοέμβριος 1990

Πηγή: athensreviewofbooks.com