Της Βασιλικής Γεωργιάδου*
Η επικράτηση του Τζον Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές φαινόταν αρχικά ότι θα ήταν άνετη και ότι η νίκη για τον υποψήφιο των Δημοκρατικών είχε «κλειδώσει» ήδη πριν ανοίξουν οι κάλπες. Ακόμη κι αν τα όπλα του Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν αμελητέα, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν να υπάρχει απόσταση ασφαλείας μεταξύ των δύο υποψηφίων, η οποία θα μπορούσε να μετατρέψει σε θρίλερ τη μεταξύ τους αναμέτρηση μόνο στην περίπτωση που τα περιθώρια σφάλματος στις δημοσκοπικές εκτιμήσεις για την έκβαση αυτής της μάχης λειτουργούσαν εις βάρος του Μπάιντεν και υπέρ του Τραμπ.
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η εικόνα σε σχέση με τον νικητή των εκλογών δεν είχε ξεκαθαρίσει και θα χρειαστεί να περιμένουμε προκειμένου αυτό να συμβεί, αν και ωστόσο η προοπτική της νίκης του υποψηφίου των Δημοκρατικών αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Ο Μπάιντεν συγκέντρωσε υψηλό αριθμό ψήφων, που ήδη ξεπέρασε τον αριθμό που είχε συγκεντρώσει ο Μπαράκ Ομπάμα το 2008, ενώ και ο Τραμπ κινείται αισθητά πάνω από τον αριθμό των εκλογέων του του 2016. Η αναμέτρηση είχε πολωτικά χαρακτηριστικά, γεγονός που έφερε στις κάλπες επιπλέον ψηφοφόρους και από τα δύο στρατόπεδα. Ο Τραμπ, που καλλιέργησε Την πόλωση, δεν φαίνεται να βλάφτηκε από αυτή του τη στάση. Το αντίθετο: η «λεκτική βιαιότητα» και ο «Χονδροειδής εξτρεμισμός» του απέναντι στους αντιπάλους του, για να χρησιμοποιήσω εκ φράσεις για τον Τραμπ από το βιβλίο των Andre Kaspi και Helene Harter «Οι αμερικανοί πρόεδροι» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2019) συνδέονται με τον διχασμό και ο διχασμός έδειξε να κράτησε τον Τραμπ ζωντανό στη διεκδίκηση της επανεκλογής του.
Εν μέσω πανδημίας, με 230 χιλ. Αμερικανούς να έχουν χάσει τη ζωή τους από τον κορωνοϊό και τον Τραμπ να ανήκει στους αρνητές του, είναι εντυπωσιακό ότι η οικονομία παρέμεινε το ζήτημα με την υψηλότερη σημαντικότητα στην ιεράρχηση των εκλογέων, γεγονός που αποτελεί μια νίκη του Τραμπ στην επιβολή της ατζέντας του και στην εκλογική επικράτηση του τόσο μεταξύ των χαμηλών οικονομικά στρωμάτων όσο και μεταξύ των οικονομικά εύρωστων. Η βελτίωση των ποσοστών του στις εθνικές μειονότητες αποτελεί επίσης ένα επίτευγμα που, μεταξύ άλλων, βοήθησε σημαντικά στην επικράτησή του στην Πολιτεία της Φλόριντα επιτυγχάνοντας ένα υψηλό εκλογικό σκορ μεταξύ των Κουβανοαμερικανών και του ισπανόφωνου πληθυσμού της Πολιτείας.
Μετά τις προεδρικές εκλογές του 2016 και την απρόσμενη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, δύο επιφανείς κοινωνικοί επιστήμονες, ο Ronald Inglehart (Πανεπιστήμιο Michigan) και η Pippa Norris (Harvard Kennedy School) ανέλυσαν την άνοδο των λαϊκιστών στον κόσμο συνδέοντάς τη λιγότερο με φαινόμενα οικονομικής δυσπραγίας και περισσότερο με εκφράσεις πολιτισμικής αντίδρασης: στο άρθρο τους («Trump, Brexit, and the Rise of Populism») καταδεικνύουν ότι είναι κυρίως οι μεγαλύτερες ηλικίας λευκοί άνδρες, συχνά θρησκευόμενοι και με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, που νιώθουν απειλητικά έναν κόσμο που αλλάζει και γι’ αυτό εμφανίζονται περισσότερο επιρρεπείς στα κελεύσματα των λαϊκιστών. Οι τελευταίοι εκθειάζουν τις παλιές νόρμες – την κατά Τραμπ «ξεχασμένη Αμερική» -και καταγγέλλουν την παγκοσμιοποίηση, την αξιακή αλλαγή και τη μετανάστευση.
Η επικρατούσα τάση είναι οι λαϊκιστές να υποτιμώνται και να θεωρούνται τιθασεύσιμοι. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η διαδικασία περιορισμού της επιρροής των λαϊκιστών δεν είναι ποτέ απλή και η περίπτωση Τραμπ επιβεβαιώνει ότι με τους λαϊκιστές η αναμέτρηση δεν θα είναι ποτέ περίπατος.
*καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο