Μπροστά στη «μαύρη προεκλογική τρύπα»… Του Άρη Ραβανού

254

Του Άρη Ραβανού

«Βαίνομεν προς εκλογάς» έλεγε ο Βύρων Πάλλης στον Ντίνο Ηλιόπουλο, στην εξαιρετική μεταπολεμική ταινία «Θανασάκης, ο πολιτευόμενος», για να του απαντήσει ο Ντίνος Ηλιόπουλος: «Βαίνομεν; Άσε να βαίνομεν. Τι μας νοιάζει εμάς!». Σχεδόν σε όλα τα πολιτικά γραφεία αυτή την περίοδο το κλίμα είναι άκρως προεκλογικό και ουσιαστικά νυν βουλευτές και πολιτευτές κινούνται στη λογική του δόγματος «βαίνομεν προς εκλογάς».

Αυτό όμως το κλίμα επηρεάζει και την ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία, η οποία θα έχει σημαντική θέση κατά την προεκλογική περίοδο και αυτό ήδη το βλέπουμε από τις ανακοινώσεις των κομμάτων με επίκεντρο την ακρίβεια, την ενεργειακή κρίση και τον υψηλότατο πληθωρισμό.

Η οικονομία θα είναι στο επίκεντρο της προεκλογικής στρατηγικής των κομμάτων και μένει να φανεί κατά πόσο θα επηρεάσει την εκλογική συμπεριφορά εν όψει των εκλογών που όπως όλα τα στοιχεία συνηγορούν τοποθετούνται στις αρχές του Οκτωβρίου.

Το κρίσιμο όμως στοιχείο είναι, πέρα από τις συγκρούσεις, σε πολύ μεγάλο βαθμό άγονες, εάν θα υπάρξει αντιπαράθεση επί των προτάσεων στο πραγματικό πεδίο της οικονομίας. Και αυτό διότι οι πολίτες θέλουν προτάσεις ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες, κοστολογημένα μέτρα και διέξοδο από την κρίση, χωρίς όμως να υποθηκεύεται και το μέλλον των επόμενων γενεών.

Η Ελλάδα κατέχει σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, έχει κρίσιμα εργαλεία που δεν αξιοποιήθηκαν στον βαθμό που έπρεπε, διαθέτει πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, και πολλά άλλα που της δίνουν συγκριτικό πλεονέκτημα για να εξέλθει με τις όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες από την παρούσα κρίση.

Η χώρα μετά την Οδύσσεια των μνημονίων και την πολυετή ταλαιπωρία και την πανδημία, έχει να αντιμετωπίσει μια νέα κρίση, που όμως δύναται να την ξεπεράσει εάν στοχεύσει σε πεδία που μπορεί να εκμεταλλευθεί.

Απαντήσεις έλαβε το πολιτικό προσωπικό την περίοδο των μνημονίων, αλλά ελάχιστα έπραξε για να αλλάξει τη μοίρα της χώρας, που μπορεί να διαμορφωθεί προς το καλύτερο μόνο εάν καταρτιστεί επιτέλους και αρχίζει να εφαρμόζεται ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.

Πολλά έχουμε διαβάσει και ακούσει γι’ αυτό το παραγωγικό μοντέλο, που όμως δεν το βλέπουμε να αλλάζει. Όλα μένουν σε επίπεδο ρητορικής και από πράξεις μηδέν.

Και όμως, υπάρχουν πολλές δυνατότητες για μια καλύτερη μοίρα της χώρας, και αυτό θα μπορούσε να είναι ένα κομβικό θέμα συζήτησης στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Π.χ. η ελληνική γεωργία και διατροφή έχει πάρα πολλά περιθώρια να εξελιχθεί και να αποτελέσει πραγματικά την ατμομηχανή της χώρας και παράλληλα να λειτουργήσει ως «σωσίβιο» μπροστά στο τσουνάμι της διατροφικής κρίσης που έρχεται.

Παρά τις σημαντικές αλλαγές που αναδεικνύονται στην αγροδιατροφή, όπως τις καταναλωτικές συνήθειες, τις διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, το εισόδημα και την αβεβαιότητα, υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό για τον πρωτογενή τομέα να αναπτυχθεί και να δώσει εκείνες τις πολύτιμες ανάσες που χρειάζεται η ελληνική οικονομία.

Εξάλλου, η πανδημία συνέβαλε σημαντικά να κατανοηθεί η αξία της αγροδιατροφής για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις από άλλες πανδημίες στο μέλλον. Αυτή η αγροδιατροφή για να έχει όμως προστιθέμενη αξία σημαντική θα πρέπει να στηριχθεί, δηλαδή η παραγωγή, η μεταποίηση, τα δίκτυα διανομής κ.ά.

Άρα, ο στόχος πρέπει να είναι να αναζωογονηθεί η περιφέρεια και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Αυτό προϋποθέτει συνολικό σχεδιασμό για κάθε νομό που θα βασίζεται στη συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των τοπικών φορέων και επιχειρηματιών, με την κατάλληλη βέβαια στήριξη από το κράτος όπου απαιτείται και χωρίς να λειτουργεί ως ο έχων την απόλυτη εξουσία. Διέξοδοι υπάρχουν, κίνητρα και χρηματοδοτικά εργαλεία πρέπει να δοθούν (όχι επιδοτήσεις) από την Πολιτεία, σε συνθήκες ισορροπίας μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ώστε ο πρωτογενής τομέας να γίνει μια ακόμη ατμομηχανή της οικονομίας, πέρα από τον τουρισμό.

Αυτά, αλλά και το τι θα γίνει με το μείζον θέμα των αγροτικών χεριών, των λεγόμενων εργατών γης, θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης στις επικείμενες εκλογές; Προφανώς και όχι, εάν και θα έπρεπε.

Δυστυχώς, μακάρι να διαψευστώ, θα αποτελούν αντικείμενο συνεδρίων, διαλέξεων και συζητήσεων μεταξύ μικρής ομάδας, αγροτών, επιχειρηματιών του πρωτογενούς τομέα, καθηγητών Πανεπιστημίου στον κλάδο κ.ά.

Η νέα εποχή που βρισκόμαστε, με τις νέες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, θέτει διάφορα ερωτήματα που μάλλον δεν θα απασχολήσουν τους πολιτικούς μας στον δρόμο για τις κάλπες, όπως π.χ. για την αναδιαμόρφωση των μεθόδων καλλιέργειας, της εφοδιαστικής αλυσίδας και των σχεδίων αγροτικής εκμετάλλευσης.

«Στη σχέση μας με τη φύση αντικατοπτρίζεται ολοκληρωμένα το θράσος των ανθρώπινων οικονομικών συστημάτων. Όσο υποτάσσει ο άνθρωπος προς όφελός του τα φυσικά συστήματα, τα κάνει πιο ευάλωτα, ενώ απαιτείται όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια να τα σταθεροποιήσει» γράφει η διακεκριμένη οικονομολόγος Μάγια Γκέμπελ στο βιβλίο της «Ας δούμε τον κόσμο μας αλλιώς» και συμπληρώνει: «Τα ανθρώπινα συστήματα δεν είναι βιώσιμα και θα καταρρεύσουν αναγκαστικά, αν δεν μάθουμε να τα αναδιαμορφώνουμε».

Αυτή η αναφορά της Γκέμπελ θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη ενότητα συζήτησης για την προεκλογική περίοδο, όπως ακόμα και τα όσα αναφέρει η Μαριάνα Μαζουκάτο (καθηγήτρια στα Οικονομικά της Καινοτομίας και της Δημόσιας Αξίας, άλλη μια σημαντική προσωπικότητα) στο βιβλίο της «Μην αφήνετε μια κρίση να πάει χαμένη» (εκδόσεις Επίκεντρο), όπου μεταξύ άλλων υπογραμμίζει στον επίλογο: «Η κρίση της COVID-19 είναι μια ευκαιρία να αλλάξει ο θεμελιώδης τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν ο δημόσιος τομέας και ο ιδιωτικός τομέας για να διαμορφώσουν ένα καλύτερο είδος καπιταλισμού».

Ψιλά γράμματα για το πολιτικό μας προσωπικό, πώς θα αναδιαμορφώσουμε το μέλλον και ειδικά των παιδιών μας σε έναν κόσμο που αλλάζει. Ούτε συγκλίσεις ούτε συνεννοήσεις ούτε συναινέσεις, αλλά λυμένη ζώνη για καβγάδες.

Μόνο που, όπως έλεγε η Ιντιρα Γκάντι, «με σφιγμένη τη γροθιά δεν μπορείς να σφίξεις το χέρι του άλλου» και συμπληρώνω: δεν μπορείς να τείνεις χείρα συνεργασίας για τα βασικά διακυβεύματα της ζωής του μέλλοντος.