Του Γιώργου Καββαθά*
Η ορατή έξοδος από το τούνελ της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία βρίσκει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στην πιο δεινή θέση που έχει βρεθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Συμπεριλαμβανομένων μάλιστα και των χρόνων των μνημονίων. Τη θέση των μικρομεσαίων την έχουν αποτυπώσει με τον πιο παραστατικό τρόπο δύο πρόσφατες έρευνες του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων.
Με βάση λοιπόν το εξαμηνιαίο δελτίο οικονομικού κλίματος, 71% των επιχειρήσεων δήλωσαν μείωση του τζίρου τους και μόνο το 11% δήλωσε αύξηση. Το 2020 διπλασιάστηκε ο αριθμός των επιχειρήσεων που δήλωσε ζημιές και μειώθηκε στο μισό ο αριθμός των επιχειρήσεων που δήλωσε κέρδη. Κατά μέσο όρο ο κύκλος εργασιών μειώθηκε κατά 32%. Επιπλέον, 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ασφαλιστικές, τις φορολογικές και τις υποχρεώσεις ενοικίου. Επιπλέον, 1 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσε ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις προς προμηθευτές και στην πληρωμή των λογαριασμών ενέργειας και άλλων λογαριασμών. Τέλος, το 45% των επιχειρήσεων που έχουν τραπεζικό δάνειο δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί.
Μία ακόμη έρευνα που πραγματοποιήσαμε για την πανδημία του κορονοϊού έδειξε ότι το 76% των ερωτηθέντων έκρινε ως ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή τα μέτρα στήριξης που έλαβε η κυβέρνηση. Το υψηλότερο μάλιστα ποσοστό μη ικανοποίησης εμφανίζεται μεταξύ των ανέργων. Επιπλέον, το 80% θεώρησε ότι η οικονομική κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία θα διαρκέσει τουλάχιστον δύο χρόνια!
Όλες αυτές οι απόψεις έχουν μεγάλο ενδιαφέρον γιατί δεν αφορούν το παρελθόν, αλλά το μέλλον. Πολύ συχνά εκπλήσσομαι όταν ακούω απόψεις που υποστηρίζουν ότι με το άνοιγμα της εστίασης ή του τουρισμού ή του εμπορίου μεμιάς θα διαγραφούν όλα τα προβλήματα που δημιούργησε το αναγκαστικό κλείσιμο των επιχειρήσεων από τον Μάριο του 2020. Η επανεκκίνηση, ωστόσο, δεν ισοδυναμεί με παραγραφή των υποχρεώσεων που συσσωρεύτηκαν τον προηγούμενο χρόνο, οι οποίες μένουν να αποπληρωθούν σε λίγους μήνες. Στόχος που είναι αδύνατο να επιτευχθεί επειδή ο τζίρος που θα αρχίσει να αυξάνεται σιγά-σιγά όσο θα εισερχόμαστε στην κανονικότητα είναι αδύνατο να φτάσει σε τέτοιο ύψος ώστε να αρκεί για την αποπληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών ή των λογαριασμών ρεύματος του προηγούμενου, χαμένου χρόνου.
Πρέπει να συμφωνήσουμε επομένως ότι η επιστροφή στην κανονικότητα δεν θα επέλθει όταν θα ανοίξουν ξανά τα εμπορικά. Θα επέλθει τότε και μόνο τότε που θα σβηστεί το χρέος που δημιουργήθηκε την περίοδο της πανδημίας κι αποτέλεσε τη συνεισφορά της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην αντιμετώπιση αυτού του απρόοπτου γεγονότος, που συμβαίνει μία φορά στα 100 χρόνια. Η πρόταση η δική μας, την οποία έχουμε καταθέσει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι η παραγραφή ή συγχώρεση αυτού του χρέους. Διαφορετικά, αυτό το χρέος, κυρίως προς το Δημόσιο, θα μετατραπεί σε κύκνειο άσμα για χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που μετά από λίγους μήνες, τον Σεπτέμβριο του 2021 ή τον Ιανουάριο του 2022, θα αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο…
*προέδρος ΓΣΕΒΕΕ
Πηγή: economia.gr