Νέο πολιτικό σκηνικό… Του Γιάννου Παπαντωνίου

430

Του Γιάννου Παπαντωνίου

Το πολιτικό σκηνικό όπως διαμορφώθηκε στη χώρα μέσα στο 2023 

Οχρόνος που φεύγει σημαδεύτηκε από σημαντικές πολιτικές αναδιατάξεις, κυρίως τη σταθεροποίηση της ηγεμονικής θέσης της Νέας Δημοκρατίας στο πολιτικό σύστημα, την αποσύνθεση της ελληνικής εκδοχής του αριστερού λαϊκισμού και το άνοιγμα νέων προοπτικών για την κεντροαριστερά. Οι διαφαινόμενες τάσεις είναι ακόμα σε δυναμική εξέλιξη, χωρίς να διαγράφεται με ευκρίνεια το καταληκτικό σχήμα και η επίδρασή του στη διακυβέρνηση της χώρας.

Προς το παρόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι διαμορφώνεται μια νέα κεντροδεξιά πλειοψηφία γύρω από τη Νέα Δημοκρατία με αιχμή τη στήριξη μιας υπεύθυνης και σχετικά ισορροπημένης πολιτικής, εστιασμένης στην ανάκαμψη της οικονομίας και τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, καθώς και στην άσκηση μια εξωτερικής πολιτικής ανοικτής στη συνεργασία με φιλικές αλλά και αντίπαλες χώρες, όπως η Τουρκία. Θεμέλια του εξωτερικού προσανατολισμού της χώρας αποτελούν η ενεργός συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον πυρήνα της, την Ευρωζώνη, παράλληλα με την ενδυνάμωση των σχέσεων με την υπερατλαντική δύναμη, εφόσον παραμένει πιστή στις αξίες της δημοκρατίας και της πολυμερούς συνεργασίας – που κινδυνεύουν να αμφισβητηθούν από ενδεχόμενη επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.

Η κεντροδεξιά πλειοψηφία δεν φαίνεται να απειλείται όσο δεν διαταράσσεται η θετική οικονομική πορεία και εξασφαλίζεται ηρεμία στα εξωτερικά μέτωπα. Η συνοχή της ευνοείται από την αρνητική εμπειρία της πρόσφατης χαοτικής διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και τις συνέπειες του ισχυρού κλονισμού που υπέστη η κεντροαριστερά λόγω της αποτυχημένης διαχείρισης της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Όμως, ελλοχεύει μια σοβαρή μακροχρόνια απειλή, που εμφανίζεται σαν ο «ελέφαντας στο δωμάτιο». Είναι υπαρκτή, αλλά όχι ορατή από όλους. Αφορά την πραγματοποίηση «μεγάλων μεταρρυθμίσεων» για την αναβάθμιση σημαντικών κοινωνικών και θεσμικών ζητημάτων που έχουν κρίσιμη σημασία για την ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα του πολίτη.

Σε ομιλία μου στη Βουλή το Δεκέμβριο του 2000 για την προσχώρηση της χώρας στο Ευρώ σημείωνα ότι η Ελλάδα «πρέπει να κινηθεί αποφασιστικά» στην κατεύθυνση των μεγάλων μεταρρυθμίσεων για να μετουσιώσει την οικονομική επιτυχία των τελευταίων ετών σε καλύτερη ποιότητα ζωής για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες. Η Ελλάδα, όμως, δεν κινήθηκε αποφασιστικά – μάλλον το αντίθετο – μετά την ένταξη με αποτέλεσμα αυτή η πρόβλεψη-ευχή να παραμένει, είκοσι χρόνια μετά, ανεκπλήρωτη. Πολλές κυβερνήσεις στη συνέχεια αναφέρθηκαν επίμονα στις μεταρρυθμίσεις, όπως η κυβέρνηση της ΝΔ 2004-2009 και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ 2009-2011, χωρίς όμως πειστικά βήματα υλοποίησης. Επρόκειτο περισσότερο για ρητορικό εναγκαλισμό. Δεν είναι ακόμα σαφές πόσο μακριά θα προχωρήσει η σημερινή κυβέρνηση.

Μέχρι σήμερα η μόνη μεταρρύθμιση με ουσιαστικά αποτελέσματα αφορά την ψηφιοποίηση της χώρας. Νομοθετικές παρεμβάσεις σε άλλους τομείς, όπως η παιδεία και η δικαιοσύνη, περιλαμβάνουν θετικές ρυθμίσεις αλλά απέχουν από το κρίσιμο επίπεδο παραγωγής πραγματικών βελτιώσεων στη λειτουργία και τις επιδόσεις των επί μέρους τομέων για να χαρακτηριστούν μεταρρυθμίσεις. Πρόσφατες διεθνείς στατιστικές συγκρίσεις του Οργανισμού PISA για της ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών στα σχολεία και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις καθυστερήσεις της δικαιοσύνης είναι δηλωτικές του χάσματος που μας χωρίζει από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κάλυψη χασμάτων απαιτεί μεταρρυθμιστικά άλματα, όχι απλώς διορθωτικές κινήσεις.

Από την άλλη πλευρά είναι ορατός ο κίνδυνος αποτυχίας των μεταρρυθμίσεων που θέτουν φιλόδοξους στόχους, όπως συνέβη με τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος το 2001 και την αντίστοιχη προσπάθεια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση το 2011. Πρέπει, όμως, αντίστροφα να επισημανθεί η επιτυχής υλοποίηση των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που απαιτήθηκαν για την ένταξη στο Ευρώ στη δεκαετία του ’90. 

Σε κρίσιμους τομείς, όπως η φορολογία και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα και, γενικότερα, του χρηματοοικονομικού συστήματος, η ανεξαρτητοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδας, η αναδιοργάνωση και μερική ιδιωτικοποίηση των μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων και η ριζική ανασύνταξη της μισθολογικής πολιτικής στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, οι μεταρρυθμίσεις ξεπέρασαν συντεχνιακές αντιδράσεις και προχώρησαν με κύριο στήριγμα μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία. Σωστός σχεδιασμός και αποφασιστικότητα σε πλαίσιο ανοικτής συναινετικής διαδικασίας υπήρξαν τα κλειδιά αυτής της επιτυχίας, που κατέστησε εφικτή την ένταξη παρά την πολεμική και τις ενστάσεις που είχαν προβληθεί περίπου από όλους τους «παίκτες» του πολιτικού συστήματος. Βοήθησε, βέβαια, το γεγονός ότι η τότε κυβέρνηση ήταν κεντροαριστερή και, έχοντας διαμορφώσει ισχυρούς δεσμούς με το συνδικαλιστικό κίνημα, μπόρεσε να εξασφαλίσει όχι μόνο την ανοχή, αλλά ορισμένες φορές και τη στήριξή του. 

Παρά τους κινδύνους, η κυβέρνηση πρέπει να παραβλέψει το πολιτικό κόστος και να προχωρήσει στις τολμηρές μεταρρυθμίσεις που απαιτούν η παγκοσμιοποίηση αλλά και η ίδια η συμμετοχή μας στη νομισματική ένωση της Ευρώπης. Συστηματικός σχεδιασμός, κοινωνικός διάλογος για την αναζήτηση συναινέσεων και αποφασιστικότητα στην υλοποίηση αποτελούν προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας. Δισταγμοί και υποχωρήσεις κερδίζουν χρόνο αλλά υποσκάπτουν τη βιωσιμότητα αυτής ή οποιασδήποτε άλλης κυβέρνησης βρισκόταν στην εξουσία στις σημερινές συνθήκες. Η συγκυρία είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τη χώρα μας αν ληφθεί υπόψη ότι στις πολλαπλές απειλές που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα – οικονομικές, υγειονομικές, γεωπολιτικές, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, τις προσφυγικές ροές και την είσοδο νέων επαναστατικών τεχνολογιών – προστίθεται και η επούλωση των σοβαρών τραυμάτων που έχει προκαλέσει η κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας.

Διοίκηση, Δικαιοσύνη, παιδεία, υγεία, καταπολέμηση της φτώχειας, αποτελούν τομείς προτεραιότητας για τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Έμφαση πρέπει να δοθεί στην καθολική εισαγωγή της αξιολόγησης και στην ανάπτυξη συστημάτων διαρκούς μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης του προσωπικού. Κανένα διοικητικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν υπάρχει έλλειμμα κατάρτισης και απουσία λογοδοσίας. Σε όλες τις διοικητικές μονάδες χρειάζονται, παράλληλα με την ψηφιοποίηση, αναδιαρθρώσεις και ευρείες αναδιατάξεις με μεθόδους σύγχρονης διοίκησης για την αποτελεσματική αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων.

Το μήνυμα πρέπει να είναι εξίσου σαφές προς την αντιπολίτευση, και ιδιαίτερα την κεντροαριστερή που, μετά τα διαλυτικά φαινόμενα που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει μια ευκαιρία για «αναγέννηση». Με ανανέωση και ουσιαστικές διευρύνσεις μπορεί να αναδειχθεί εκ νέου σε δύναμη μεταρρύθμισης και αλλαγής, δικαιώνοντας τον ιστορικό της ρόλο.