Ο «από μηχανής θεός» της οικονομίας είμαστε εμείς … Της Μαριέττα Γιαννάκου

249

Της Μαριέττα Γιαννάκου

Έναν χρόνο πριν, κατά την κατάρτιση των εθνικών προϋπολογισμών, κανένα απολύτως εθνικό κοινοβούλιο δεν θα μπορούσε να εκτιμήσει τον επί θύραις κίνδυνο της πανδημίας και τις διαστάσεις της ύφεσης.

Κατά την εξέλιξη των γεγονότων του 2020 μάθαμε πολλά σε επίπεδο διαχείρισης κρίσεων, ανταπόκρισης των δημόσιων υπηρεσιών και αξιοποίησης χρηματοδοτικών εργαλείων. Η εμπειρία αυτή θα είναι καθοριστική για το 2021, γιατί οπωσδήποτε θα κληθούμε όχι απλώς να προλάβουμε τα χειρότερα στην οικονομία, αλλά να θεραπεύσουμε τις πραγματικές συνέπειες της πανδημίας στα εισοδήματα, στην απασχόληση, στην παραγωγικότητα και στην οικονομική ζωή εν γένει.

Οφείλουμε διαρκώς να αναθεωρούμε την οικονομική στρατηγική κατά το 2021, εάν θέλουμε να αποφύγουμε τις χειρότερες συνέπειες της ύφεσης. Είναι μάλλον άγνωστο πότε ακριβώς θα επανέλθουμε σε φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας της οικονομίας. Η κυβέρνηση ορθώς ευθυγραμμίζει την πολιτική της με τα τεκταινόμενα και τον σχεδιασμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εξελίξεις είναι ευοίωνες με την κατοχύρωση των 750 δισ. του Ταμείου Ανασυγκρότησης και Ανθεκτικότητας, αλλά και του 1,1 τρισ. του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-7. Ωστόσο, δεν θα ξεκινήσουμε όλοι από την ίδια αφετηρία. Οι χώρες με υψηλά πλεονάσματα και υψηλή ανταγωνιστικότητα είχαν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες να χορηγήσουν κρατικές ενισχύσεις στις επιχειρήσεις τους, κατά (δικαιολογημένη) παρέκκλιση των σχετικών κανονισμών της ΕΕ, χωρίς να διακινδυνεύσουν έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Ακόμη, οι χώρες αυτές κατά τεκμήριο διαθέτουν ισχυρό πολιτικοδιοικητικό σύστημα για να αξιοποιήσουν πλήρως όλες τις δυνατότητες από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.

Στην Ελλάδα πρέπει να έχουμε επίγνωση των περιορισμών, οι οποίοι εξακολουθούν να υφίστανται. Πρόκειται για τις μακροχρόνιες συνέπειες της υστέρησης στην προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία και στον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της θεσμικής λειτουργίας του κράτους, το σταθερά υψηλό δημόσιο χρέος και την αδυναμία αποδοτικής διαχείρισης των κρατικών δαπανών, συνθήκες οι οποίες προκάλεσαν και την κρίση.

Ταυτόχρονα, η πολυετής κρίση, παρά τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες μεσολάβησαν, είχε ως συνέπεια νέες υστερήσεις, οι οποίες είναι ορατές σε κάθε επίπεδο: στην απώλεια 25% του ΑΕΠ, στην απασχόληση και στα εισοδήματα των πολιτών, στις υποδομές του κράτους, στη λειτουργία κλάδων της οικονομίας κ.λπ. Θέλω, λοιπόν, να επιστήσω την αδήριτη ανάγκη να μεριμνήσουμε ο καθένας στο πλαίσιο της ευθύνης του, προκειμένου να τεθεί ως έκτακτο και μείζονος σημασίας θέμα η ουσιαστική ενίσχυση του πολιτικοδιοικητικού συστήματος.

Η επόμενη χρονιά θα πρέπει να σηματοδοτήσει την ουσιαστική μεταβολή στη λειτουργία του ίδιου του κράτους. Στον τρόπο διαμόρφωσης της κυβερνητικής ατζέντας, στη λήψη αποφάσεων, στα θεσμικά μέσα και τα χρηματοδοτικά εργαλεία για την εφαρμογή των πολιτικών, στη διαρκή παρακολούθηση των αποτελεσμάτων και την αξιολόγησή τους.

Οι προδιαγραφές της χρηματοδότησης του Ταμείου Ανασυγκρότησης παραπέμπουν ακριβώς σε μια τέτοια συνολική αναθεώρηση της κρατικής λειτουργίας. Το οικονομικό επιτελείο εγκαίρως προετοίμασε ένα εξαιρετικό σχέδιο σύμφωνα με τις σχετικές προδιαγραφές. Η Έκθεση Πισσαρίδη συμπυκνώνει προτάσεις τις οποίες όλοι συζητάμε, αλλά τώρα πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο της εφαρμογής.

Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, όμως, δεν προϋποθέτει μόνο μια καλή κυβερνητική λειτουργία. Αυτή υφίσταται, και είναι ευτυχής εξέλιξη σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο η χώρα να έχει μια κυβέρνηση αυστηρά προσηλωμένη στην παραγωγή αποτελεσμάτων πολιτικής, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Ωστόσο, άλλοι παράγοντες διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο. Η δημόσια διοίκηση, τα οργανωμένα συμφέροντα και η επιχειρηματική τάξη έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για την επιτυχή εξέλιξη του προγράμματος ανασυγκρότησης της χώρας.

Η κυβέρνηση έχει ως σήμερα κάνει στοχευμένες κινήσεις στήριξης της οικονομίας. Η προσπάθειά μας οφείλει να είναι στην κατεύθυνση της βιώσιμης δημοσιονομικής κατάστασης και της αποφυγής νέας υποτροπής του χρέους. Αυτό σημαίνει και την αποφυγή μιας λογικής πλειοδοσίας, προκειμένου να υπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον και η αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.