Του Γιάννη Ρούντου*
Η συνέπεια των ασφαλιστικών εταιρειών, ως προς τις αποζημιωτικές υποχρεώσεις τους έναντι των πελατών, παραμένει το βασικό κριτήριο ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ στη σχέση των δύο μερών (Εταιρεία – Πελάτης). Η εμπιστοσύνη τροφοδοτεί, φυσικά, και την ασφαλιστική συνείδηση των πολιτών.
Από τα χρόνια της συμμετοχής μου στην Επιτροπή Επικοινωνίας της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών ακόμη, υποστήριζα πως η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών αποτελεί εγγενές πρόβλημα του κλάδου και θα πρέπει να είναι το πρωταρχικό μέλημα του θεσμικού φορέα και των ασφαλιστικών εταιρειών, ενώ η καλλιέργεια ασφαλιστικής συνείδησης, που ρίχνει το μπαλάκι στους πολίτες, ακολουθεί ως ευθύνη της ασφαλιστικής κοινότητας για παρεμβάσεις ενημέρωσης και εκπαίδευσης της κοινωνίας.
Η εμπιστοσύνη κτίζεται πάνω στην απόδοση/επιστροφή αξίας στους ασφαλισμένους. Ενθαρρυντικό δείγμα του ενδιαφέροντος των πολιτών για την κατά προτεραιότητα ασφάλιση της υγείας αποτελεί η αύξηση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων υγείας κατά το 2021 (σύμφωνα στοιχεία της ΕΑΕΕ). Τόσο σε ατομικές ασφαλίσεις, όπου οι ασφαλισμένοι ανήλθαν σε 1.082.391 με ετήσια αύξηση 6% όσο και σε ομαδικές, όπου το σύνολο των καλυπτομένων έφθασε στους 1.273.609, αυξημένο κατά 7% σε σχέση με το 2020. Ταυτόχρονα, μειώθηκε περαιτέρω το ποσοστό ακυρωσιμότητας, στο 9% – δηλαδή, βελτιώθηκε η διατηρησιμότητα των συμβολαίων. Η απόδοση οικονομικής αξίας στους ασφαλισμένους σε αποζημιώσεις ανήλθε στα 589 εκατ. ευρώ.
Η αναγκαιότητα της ιδιωτικής ασφάλισης Υγείας, ατομικά ή ομαδικά, είναι αδήριτη: ο βραχίονας της κρατικής ασφάλισης σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών δεν είναι επαρκής, ενώ δημοσιονομικά αποτελεί δυσβάστακτο άχθος για την κρατική οικονομία.
Παραμένουν, ωστόσο, παράλληλα και οι βασικές προκλήσεις για τη ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ του Συστήματος Υγείας στη χώρα μας και κατ’ ακολουθία, της Ιδιωτικής Ασφάλισης – δηλαδή να γυρίσει και να σταθεροποιηθεί σε θετικό πρόσημο το οικονομικό αποτέλεσμα του ασφαλιστικού κλάδου Υγείας.
Ζητούνται, λοιπόν, προϋποθέσεις – στοιχήματα για υγειονομική ευημερία, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους:
# Ευρύτατες συνέργειες – συμπληρωματικότητα μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα Υγείας,
# Έλεγχος του κόστους, με:
– εξορθολογισμό συνεργασιών ασφαλιστικών εταιρειών με παρόχους υπηρεσιών,
– δραστική μείωση των άμεσων ιδιωτικών δαπανών για την υγεία (αυτών που πληρώνονται από την τσέπη των ασφαλισμένων και όχι από τα ασφαλιστικά ταμεία),
# Εφαρμογή πρωτοκόλλων κοστολόγησης υπηρεσιών (DRG – Diagnosis Related Group) στην Ελλάδα, που έχει δρομολογηθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια με τη συνεργασία Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών και Κέντρου Τεκμηρίωσης και Κοστολόγησης Νοσοκομειακών Υπηρεσιών
# Αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας και τεχνητής νοημοσύνης (ψηφιακή υγεία),
# Ανάπτυξη της εξωνοσοκομειακής περίθαλψης – φροντίδας στο σπίτι – τηλεϊατρικής,
# Έμφαση στην πρωτοβάθμια βαθμίδα και την πρόληψη,
# Κοινωνική πολιτική δικαιοσύνης στην υγεία – δικαίωμα στην υγεία για κάθε πολίτη.
Με άλλα λόγια, ένα νέο, ανθρωποκεντρικό Σύστημα Υγείας με σύζευξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις της ελληνικής κοινωνίας, που μπορεί να φέρει πιο κοντά τον Στόχο 3 των UN Sustainable Development Goals (SDG3).
Αξίζει να υπενθυμίζεται συνεχώς η έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης, που από τη μεγάλη χρήση συχνά αδειάζει νοηματικά από τη βάση αναφοράς της ιδέας. Όταν αναφερόμαστε στη Βιώσιμη Ανάπτυξη, εννοούμε την εξισορρόπηση διαφορετικών και συχνά ανταγωνιζομένων αναγκών σε περιβαλλοντικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο (η καλή Υγεία εφάπτεται και των τριών επιπέδων). Ανταποκρίνεται δε, στην ικανοποίηση των αναγκών του παρόντος, χωρίς να διακυβεύονται οι δυνατότητες των μελλοντικών γενεών ως προς την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών. Απαιτούνται, συνεπώς, συντονισμένες δράσεις για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου μέλλοντος για τους ανθρώπους και τον πλανήτη και στην Υγεία, με νωπή την εμπειρία της πανδημίας της Covid19.
*Σύμβουλος Σχέσεων, Επικοινωνίας – Δημόσιας Εικόνας και Βιώσιμης Ανάπτυξης.