Του Διονύση Κ. Καρχάλιου
Η εμμονή της Αριστεράς να ερμηνεύει τα γεγονότα, με βάση σκουριασμένα και αποτυχημένα ιδεολογικά στερεότυπα, δεν της επιτρέπει να αντιληφθεί και να κατανοήσει την σύγχρονη πραγματικότητα. Έχοντας υποτάξει την σκέψη της στην μαρξιστική ανάλυση, αρνείται να αποδεχθεί τις εγγενείς αδυναμίες μιας θεωρίας, που έχει επιβάλει αυθαίρετες και δογματικές ερμηνείες, οι οποίες, ακόμη και αν κάποτε, στο παρελθόν, εξυπηρέτησαν αμέτρητες ιδεολογικές αναζητήσεις και καλλιέργησαν μεγαλεπήβολες λυτρωτικές προσδοκίες (χωρίς, πάντως, να προσφέρουν την πολυπόθητη σωτηρία εκείνων που τις ασπάστηκαν…), έχουν απωλέσει εδώ και κάποιες δεκαετίες την δυναμική τους και περιορίζονται πλέον στις γραφικές δοξασίες κάποιων αθεράπευτων διανοουμένων με ασήμαντη επιρροή στον σύγχρονο κόσμο. Οι γραφικότητες κάποιων πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων, όπου ο ιδεολογικός σκοταδισμός παραμένει κυρίαρχη πρακτική ανούσιων και ατελέσφορων συζητήσεων εκτός τόπου και χρόνου, απλώς υπογραμμίζει την πνευματική ένδεια ενός χώρου, που εξακολουθεί να αυτοεπαινείται ως παραγωγός προοδευτικών και ανανεωτικών ιδεών…
Στην πραγματικότητα, ο μαρξισμός συνιστά, για την Αριστερά, μια πνευματική τυραννία. Εγκλωβισμένη στην μαρξιστική ανάλυση, την οποία θεωρεί μοναδική μέθοδο κατανόησης και ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων και των ιστορικών γεγονότων, υποχρεώνεται να εντάξει τα πάντα στο αυστηρό πλαίσιο, που αυτή ορίζει δογματικά, αποκλείοντας ως αντιδραστικές όλες τις θεωρητικές αναλύσεις που κατατείνουν στην απόρριψή της ή, έστω, στην επισήμανση των αδυναμιών και των αντιφάσεών της.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αντι να εξετάζει την ουσία και τις πραγματικές διαστάσεις των κοινωνικών, οικονομικών και ιστορικών φαινομένων, με βάση την παρατήρηση και την εμπειρία, ξεκινά ανάποδα: Με βάση και αφετηρία το δόγμα επιχειρεί να εντάξει σ’ αυτό και να εξηγήσει στηριζόμενη αποκλειστικά και μόνον σ’ αυτό, τα γεγονότα, τις καταστάσεις και τις περιστάσεις, ακόμη και την συμπεριφορά των ανθρώπων, που δρουν και επηρεάζουν την διαμόρφωσή τους. Αυτονόητη συνέπεια αυτής της μεθοδολογίας είναι αναμφίβολα η εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων, η εμμονή σε αποτυχημένες θεωρητικές κατασκευές σε βάρος της αλήθειας και της πραγματικότητας και η αδυναμία προσαρμογής στις διαρκώς νέες συνθήκες, που διαμορφώνουν η αλματώδης πρόοδος της επιστήμης, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας η εύκολη διάχυση της γνώσης και οι απεριόριστες δυνατότητες της επικοινωνίας.
Το θεωρητικό ζήτημα που ανέκυψε από την αδυναμία και την απροθυμία της εργατικής τάξης να ανταποκριθεί στον ιστορικό ρόλο, που της είχε αποδώσει ο Μαρξ, έλυσε η επαναστατική σκέψη του Λένιν: Διεμόρφωσε την θεωρία του επαναστατικού κόμματος, το οποίο, με τους επαγγελματίες επαναστάτες, ανέλαβε δυναστικά την πρωτοπορία της ανίκανης να κατανοήσει το συμφέρον της εργατικής τάξης και την καθοδήγησή της προς την εξουσία, με την παράλληλη εξόντωση του «ταξικού εχθρού».
Ο ορισμός του εργατικού συμφέροντος από μια πρωτοπορία, η οποία, τελικά, μετατράπηκε σε άρχουσα και καταπιεστική τάξη, ακόμη και σε βάρος των εργατών, για χάρη των οποίων, υποτίθεται, κήρυξε την επανάσταση και κατέλαβε την εξουσία, είναι το κληροδότημα του λενινισμού στη Σοβιετική Ένωση και, κατ’ επέκταση σε όλες τις χώρες όπου επικράτησε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός». Κληροδότημα το οποίο βαραίνει ακατάπαυστα και βασανιστικά την σκέψη της Αριστεράς και δεν της επιτρέπει να αντιμετωπίσει και, κυρίως, να δώσει απαντήσεις πειστικές (παρ’ ότι προφανείς…) σε ορισμένα καίρια ερωτήματα: Είναι δυνατή η επανάσταση χωρίς επιβολή ολοκληρωτικής εξουσίας; Είναι η ταξική πάλη το αναγκαίο μέσον για την πρόοδο και την ευημερία των «προλετάριων»; Είναι ο δυτικός καπιταλισμός ο αιώνιος και αδίστακτος εχθρός του λαού ή μήπως, εκεί όπου επικράτησε η δήθεν λαϊκή εξουσία του ενός και μοναδικού κόμματος, επιβλήθηκε ο «κρατικός καπιταλισμός» προς το συμφέρον μιας περιορισμένης και άπληστης νομενκλατούρας, που απολάμβανε προνόμια και πλούτη, προσφέροντας στον λαό καταπίεση, αστυνόμευση, ανέχεια και γκούλαγκ…
Υμνούμενη τόσο περισσότερο, όσο η ολοκληρωτική εξουσία την περιόριζε ασφυκτικά σε ρόλο υποτακτικού χειροκροτητή της άρχουσας νομενκλατούρας, η εργατική τάξη, μακράν του να «σπάσει τις αλυσίδες της», όπως φαντασιώθηκε η πληθωρική σκέψη του Μαρξ, έφθασε στο σημείο να κλείνει τα όνειρά της σε ελάχιστα τετραγωνικά, αποκλεισμένη από την επικοινωνία με τον ελεύθερο κόσμο, να δουλεύει ακατάπαυστα για την επίτευξη του «πλάνου», με την περίφημη «υπεραξία της εργασίας» της να γελοιοποιεί τον Μαρξ, αυξάνοντας την ισχύ, τα προνόμια και τις απολαύσεις του παντοδύναμου κόμματος, να περνά τις ώρες της στις ουρές για να εξασφαλίσει τον επιούσιο και να αισθάνεται, σε κάθε της βήμα, την ανάσα των σπιούνων της κρατικής ασφάλειας στον σβέρκο της…
Η απόπειρα κάποιων φωτισμένων αριστερών, να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κομματικού μηχανισμού και να διεκδικήσουν ψιχία ελευθερίας, δημοκρατίας και ανθρωπιάς προσέκρουσε στην κτηνωδία της κομμουνιστικής εξουσίας, κατευθυνόμενης και κυριαρχούμενης από την «πατρίδα των λαών» και αντιμετωπίστηκε με την ισχύ της σοβιετικής στρατιωτικής μηχανής, που έπνιξε αδίστακτα στο αίμα, στις διώξεις και στην καταστολή κάθε υπόνοια διεκδίκησης στοιχειωδών δικαιωμάτων. Το Βερολίνο, η Βουδαπέστη, η Πράγα ένοιωσαν την «επαναστατική αλληλεγγύη» των «αδελφών» κομμάτων, δουλικά υποταγμένων στα κελεύσματα της Μόσχας, ενώ από την Κούβα μέχρι την Κίνα, από τον Βόρειο Κορέα μέχρι την Αλβανία και από την Καμπότζη μέχρι την Ρουμανία, αδίστακτοι, παρανοϊκοί και αιμοδιψείς δικτάτορες υλοποιούσαν την «λαϊκή δημοκρατία», ποδοπατώντας κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας και οδηγώντας στα βασανιστήρια και στον θάνατο εκατομμύρια αθώων συμπολιτών τους…
Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά ενόχλησε το κομμουνιστικό κίνημα στις χώρες του δυτικού κόσμου. Την εποχή της σταλινικής τρομοκρατίας, που έφθασε στο απόγειο της την ανεξέλεγκτη, αδίστακτη και απάνθρωπη εξουσία, οι διανοούμενοι στην Δύση αναλώνονταν σε θριαμβικούς ύμνους για την σοσιαλιστική κοινωνία – «υπόδειγμα» και τον «νέο άνθρωπο», που γεννιόταν υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Λένιν και του Στάλιν. Την ίδια στιγμή, η καθημερινότητα των πολιτών, υποταγμένη στις ντιρεκτίβες και τις απαγορεύσεις της κομμουνιστικής εξουσίας, βίωνε ως εφιάλτη τον «θρίαμβο» του σοσιαλισμού και τα Γκουλάγκ στέναζαν από τον ανθρώπινο πόνο. Ακόμη και όταν η «πολιτιστική επανάσταση» και το «μεγάλο άλμα προς τα εμπρός» του διεστραμμένου Μάο Τσε Τουγκ οδήγησε στον θάνατο δεκάδες εκατομμυρίων αθώους Κινέζους, ακόμη και όταν οι Ερυθροί Χμερ του παρανοϊκού Πολ Ποτ προκάλεσαν την γενοκτονία του λαού τους (21% του πληθυσμού της Καμπότζης), ο κάθε Αραγκόν, ο κάθε Σαρτρ και ο κάθε Ρίτσος εξακολουθούσαν, κυριολεκτικά τυφλωμένοι, να μη βλέπουν την εξόντωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και να υμνούν τα καθεστώτα, που έγραφαν με βία και αίμα την ιστορία τους, στο όνομα και προς δόξαν του προλεταριάτου!…
Χρειάστηκε η παταγώδης κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού για να αρχίσουν οι κοινωνίες της Δύσης να διαπιστώνουν την σκοτεινή ιστορία που, κρυβόταν, όχι μόνον πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα», αλλά και από την αδιάκοπη καλοστημένη προπαγάνδα, η οποία μαεστρικά κατευθυνόταν και υποστηριζόταν παντοιοτρόπως από την μητρόπολη και τα λοιπά κέντρα του διεθνούς κομμουνισμού, χάρη σε ένα πολυποίκιλο πλέγμα εγχωρίων απολογητών (στρατευμένων «ιδεολόγων», ύποπτων συμφεροντολόγων ή αφελών ψευτοδιανοουμένων) ενός συστήματος εξουσίας, το οποίο είχε καταφέρει να γοητεύει ακόμη και κάποιους, που δεν θα μπορούσαν να ζήσουν ούτε λεπτό μέσα στην «θαλπωρή» του….
Η Αριστερά, ήταν επόμενο να συγκλονιστεί συθέμελα από την τεράστια, όσο και αναπάντεχη γι΄ αυτήν «απώλεια». Ακόμη και όσοι είχαν ξεφύγει από τον αφόρητο δογματισμό της κομμουνιστικής ιεραρχίας και είχαν διατυπώσει κριτική, συχνά σκληρή, για την μονολιθικότητα, τις ιδεοληψίες και τα λάθη της κομματικής ηγεσίας, δεν είχαν παύσει να έχουν ως σημείο αναφοράς, την μεγάλη σοσιαλιστική επανάσταση, το όραμα της μελλοντικής αψεγάδιαστης σοσιαλιστικής κοινωνίας, τα λαμπρά επιτεύγματα (!) των «λαϊκών» δημοκρατιών, την αιώνια ελπίδα για την συντριβή του καπιταλισμού και την βεβαιότητα της ηθικής ανωτερότητας, που χώριζε την «εφιαλτική πραγματικότητα» από τον εξιδανικευμένο κόσμο αυτοθαυμαζομένων ως γνήσιων ιδεολόγων, όπου – υποτίθεται – κυριαρχούσε η ανιδιοτέλεια, η αυτοθυσία, ο ηρωισμός, η αλληλεγγύη, η προσφορά, η δικαιοσύνη και η «απελευθέρωση» του ανθρώπου από τα δεινά του καπιταλισμού!…
Τριάντα πέντε και πλέον χρόνια, μετά την οριστική και αμετάκλητη ήττα του κομμουνισμού και ενώ η απόρριψη του ως συστήματος εξουσίας, αλλά και ως ιδεολογίας, έχει εδραιωθεί στην συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας των δυτικών κοινωνιών, σε βαθμό που μάλλον ειρωνεία και γέλωτες προκαλούν οι αμετανόητοι υπερασπιστές του, στην Ελλάδα, όχι μόνον η Αριστερά, αλλά και η αυτοαποκαλούμενη Κεντροαριστερά, δεν δείχνουν να έχουν απαλλαγεί, στον οφειλόμενο βαθμό, από βιώματα, συμπλέγματα, ιδεοληψίες και ερμηνευτικές απλουστεύσεις, που απορρέουν από την αδυναμία τους να ξεχωρίσουν την ουτοπία του χθες από την πραγματικότητα του σήμερα.
Στην διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς, αναμφίβολα συνέβαλε τα μέγιστα η επτάχρονη απριλιανή δικτατορία, που «κατόρθωσε» να θέσει υπό αμφισβήτηση παραδεδεγμένες αξίες και παραδόσεις του Ελληνισμού και να συμβάλει αποφασιστικά στην δημιουργία ενός αναθεωρητικού ρεύματος, το οποίο μετέτρεψε την ήττα εκείνων που θέλησαν να καταστήσουν την χώρα «λαϊκή δημοκρατία», σε ιστορική τους δικαίωση (!), απλώνοντας ένα πλέγμα καταθλιπτικής ενοχής στους απογόνους των νικητών, οι οποίοι, ανεξήγητα και αδικαιολόγητα, ένοιωσαν υποχρεωμένοι να απολογούνται για την νίκη των πατεράδων τους και για την σωτηρία της πατρίδας από τον ερυθρό εφιάλτη!…
Σ’ αυτή την λογικά απροσδόκητη εξέλιξη συνέδραμαν, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, η ανοχή και η αδράνεια του λεγόμενου αστικού χώρου, ο οποίος θεώρησε την αποκατάσταση και την εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος ως επαρκή συνθήκη για την ομαλή λειτουργία των θεσμών και για την διασφάλιση προϋποθέσεων προόδου και ευημερίας, υποτιμώντας προφανώς, όχι μόνον την επιδιωχθείσα από την Αριστερά ένταση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, αλλά και την δυναμική που αυτή η τελευταία απέκτησε, εξ αιτίας της υποστήριξης που της παρείχαν στρατευμένοι «αγωνιστές» της διανόησης, της τέχνης και των πανεπιστημίων.
Η, σχεδόν χωρίς αντίλογο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, σταδιακή επιβολή και κυριαρχία του λόγου της Αριστεράς στον δημόσιο βίο της χώρας ήταν, κατά βάση, το επακόλουθο της «κληρονομιάς του Πολυτεχνείου». Αρκούσε η επίκληση του «αγώνα» του για να χωριστεί η ιστορία της χώρας στο «αντιδραστικό» χθες και στο γεμάτο συμβολισμούς, οράματα και προσδοκίες μέλλον και για να ξεχωρίσουν οι «δημοκράτες» και «προοδευτικοί πολίτες» από τους «δεξιούς», τους «φασίστες», τους «χουντικούς» και τους «προδότες», που, στα μάτια της Αριστεράς, συναποτελούσαν μια και μόνη κατηγορία δακτυλοδεικτούμενων αστών, υπεύθυνων για όλα τα δεινά της χώρας.
Ο «μύθος» του Πολυτεχνείου, που απαιτούσε «δικαίωση» και αναζητούσε την επιβεβαίωση της ιστορικότητάς του με την μονοτονία της πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία, την λάμψη των μολότοφ και τις συγκρούσεις με τους «μπάτσους γουρούνια, δολοφόνους», μετέτρεψε αργόσχολους, τεμπέληδες, ανεπρόκοπους και περιθωριακούς σε «ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα», το οποίο, καθοδηγούμενο ή χειροκροτούμενο από κομματικούς ινστρούχτορες και αντιμετωπιζόμενο με στωικότητα, συγκατάβαση ή και συμπάθεια από αδιάφορους έως λάτρεις της επανάστασης πανεπιστημιακούς, εγκατέστησε στους χώρους της ανωτάτης παιδείας την τυραννία ανατρεπτικών μειοψηφιών, την ασυδοσία των καταλήψεων, την κυριαρχία της βίας και της ρυπαρότητας, την επιβολή ολοκληρωτικών ιδεών και αντιλήψεων και τον ευτελισμό του πανεπιστημιακού ασύλου.
Η τετραετής διακυβέρνηση της χώρας από την ριζοσπαστική Αριστερά, παρ’ ότι αποκαθήλωσε τις σοσιαλιστικές ψευδαισθήσεις, απογύμνωσε το «γοητευτικό» όραμα της «προοδευτικής» και «δημοκρατικής» εξουσίας και γελοιοποίησε το περιλάλητο «ηθικό πλεονέκτημα», δεν απήλλαξε την χώρα από τις ιδεοληπτικές εμμονές και τα ψυχοπνευματικά συμπλέγματα, με την αδιάκοπη και συστηματική καλλιέργεια των οποίων η ελληνική κοινωνία παραμένει δέσμια αναχρονισμών, εντελώς ασύμβατων με την σύγχρονη πραγματικότητα.
Η Αριστερά, ναρκισσευόμενη αδιάκοπα ως φορέας προοδευτικού πνεύματος και ανανεωτικών ιδεών, στην ουσία παραμένει θρησκοληπτικά προσκολλημένη στο πλαίσιο ενός ιδεατού κόσμου, που οραματίστηκε, σε άλλες εποχές και υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, ο Μαρξ. Παρ’ ότι η εξέλιξη του μαρξισμού, μέσα από την δεσποτική διάνοια του Λένιν και του Στάλιν, οδήγησε στην εγκληματική φύση των κομμουνιστικών καθεστώτων, η Αριστερά, ακόμη και όταν αποκήρυξε τις απάνθρωπες ακρότητες του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν αναθεώρησε τον σκληρό πυρήνα μιας ιδεολογίας που διαμορφώνει ταξικές αντιπαραθέσεις, καλλιεργεί εχθροπάθεια και μίσος, επιβάλλει την σύγκρουση και όχι την σύνθεση και περιορίζει την ανθρώπινη σκέψη σε τετριμμένες και πρακτικά αποτυχημένες «συνταγές», στις οποίες μάλιστα προσδίδει «επιστημονικότητα» και απλησίαστη «κοινωνική ευαισθησία».
Η εμπειρία της οικονομικής κρίσης, την οποία η κυβερνώσα Αριστερά αντιμετώπισε με τον φανατισμό του νεοπροσήλυτου, την απατηλή αυτοπεποίθηση της σοσιαλιστικής «αυθεντίας» και την απερισκεψία που προσφέρει η άγνοια, επανέφερε, στην δική της εκδοχή, τον λαϊκισμό που πρώτος είχε διδάξει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και ενώ η χώρα έφθασε στο χείλος της αβύσσου, η επελθούσα έξωθεν σωτηρία, χάρη στον ρεαλισμό και την αποφασιστικότητα εκείνων που η Αριστερά χαρακτήριζε ως «γερμανοτσολιάδες», «προδότες» και «φασίστες», δεν απέτρεψε την καλλιέργεια ενός περίεργου αντισυστημισμού, όπου οι ιδεολάγνοι του σοσιαλισμού και του κρατισμού απολαμβάνουν ηδονικά όλα τα «προνόμια» του συστήματος, την ίδια στιγμή που με δριμύτητα καταγγέλλουν το «σύστημα» και τους «πάτρωνές» του!
Υπό αυτές τι συνθήκες διατηρείται και συζητείται, ακόμη και σήμερα, με την σοβαροφάνεια που επιδεικνύουν πολυπράγμονες ιστορικοί παντογνώστες και περισπούδαστοι πλην αδιάβαστοι κονδυλοφόροι, η μεταπολιτευτική μυθοπλασία, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα έχασε την μεγάλη «ευκαιρία», μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, να μετατραπεί σε «λαϊκή δημοκρατία» και να επιχειρήσει να «οικοδομήσει» τον σοσιαλισμό υπό την αιγίδα της «πατρίδας των λαών», δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης, έτσι ώστε να αποφύγει τις «δαγκάνες» του καπιταλισμού και την του δυτικού κόσμου!… Όσο και αν αυτή η προοπτική, ισοδυναμεί με εφιάλτη για όλους όσοι, ιδίως μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, έχουν πλέον διαπιστώσει την τεράστια απόσταση των καλοδουλεμένων μύθων από την ωμή αλήθεια, δεν παύει να απασχολεί τον δημόσιο λόγο, χάρη στην ιδεολογική αγκύλωση και την προπαγανδιστική επιμονή αθεράπευτων θιασωτών της μαρξιστικής ανάλυσης και αμετανόητων θαυμαστών της σοβιετικής επανάστασης. Φυσικά με την πρόθυμη συνδρομή φλύαρων καλαμαράδων, που πλειοδοτούν σε δημοκρατικό φρόνημα, κενότητα γνώσεων και απύθμενο θράσος…
Η απόγνωση που βασανίζει νυχθημερόν τις αριστερές ψυχές, εξαιτίας της συντριβής των κοσμοειδώλων τους, είναι, στην Ελλάδα, η μοιραία συνέπεια μιας αρρωστημένης και, όπως φαίνεται, αγιάτρευτης εμμονής: αυτής, που τις κάνει να πιστεύουν ακόμη ότι, ο κόσμος των χαμένων τους ονείρων μπορεί να υπάρξει, αρκεί να συνεχίσουν τον «αγώνα»!… Εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο «αγώνας» τους θα οδηγήσει στην εξόντωση των μισητών ταξικών εχθρών, στον θρίαμβο του σοσιαλισμού και στην αιώνια ευτυχία του προλεταριάτου. Το οποίο προλεταριάτο, ενώ έχει παύσει προ πολλού να υπάρχει, με την έννοια που το όρισε ο Μαρξ, εξακολουθεί να στηρίζει τα όνειρα της Αριστεράς και να ακονίζει την επιθετικότητά της εναντίον του κεφαλαίου και των «υπηρετών» του! Με αυτή την «λογική», φαινόμενα, όπως η εχθροπάθεια, η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός και η ιδιοτέλεια της Αριστεράς, εξακολουθήσουν να κυριαρχούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στον δημόσιο βίο της χώρας, να επηρεάζουν και να καταδυναστεύουν την ελληνική πραγματικότητα, δηλητηριάζοντας την κοινωνία, προβάλλοντας εμπόδια, δημιουργώντας αδιέξοδα και καλλιεργώντας νοοτροπίες, που πλήττουν την ομαλότητα, τρέφουν την διαρκή ένταση και αντιπαράθεση, περιορίζουν τις πραγματικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών στη νομιμότητα, την γαλήνη και την ασφάλεια και υπονομεύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία της πολιτείας.
Τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης μας δίδαξαν ότι, συνήθως, η δημαγωγία προτρέχει της πολιτικής, ο λαϊκισμός είναι ελκυστικότερος του ορθού λόγου και το κομματικό συμφέρον αρκεί για να διολισθήσει η χώρα σε επικίνδυνες ατραπούς. Μας δίδαξαν επίσης ότι, υπό την επήρεια των μαρξιστικών διδαχών, η αποθέωση της μάζας έναντι του ατόμου και η εξιδανίκευση των ταξικών αγώνων σε βάρος των προσωπικών επιλογών, οδηγούν στην διαρκώς αυξανόμενη υποβάθμιση της ατομικής ευθύνης, ως στοιχείου προσωπικής αξίας, αναγκαίου για την προαγωγή της κοινωνίας. Η αριστερόστροφη διανόηση πέτυχε να επιβάλει την αντίληψη ότι το αστικό κράτος ευθύνεται για όλα τα δεινά του λαού. Ότι είναι μηχανισμός περιστολής των δικαιωμάτων των «εργαζόμενων», ενορχηστρωτής διαρκούς καταπίεσης και καταστολής σε βάρος τους και αδίστακτος εκφραστή της απληστίας των «ελίτ», του «συστήματος» και του «κατεστημένου» έναντι του λαού. Ταυτόχρονα, όμως, η «κάλυψη» και η «προστασία» του κράτους, που εκδηλώνεται με την διαιώνιση της γραφειοκρατίας, την κομματικοποίηση των λειτουργικών δομών του και την αυταρχική επιβολή του έναντι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της επιχειρηματικότητας και της επαγγελματικής ελευθερίας, συνιστούν την επιτομή του αναχρονισμού και το κύριο εμπόδιο για την ανάπτυξη, την πρόοδο και την συλλογική ευημερία.
Εξ άλλου, με την διαρκή επίκληση των «κεκτημένων δικαιωμάτων», που λειτουργεί ως ασπίδα ακόμη και για εκείνους που παρανομούν, αδιαφορούν ή «λουφάζουν», η Αριστερά πέτυχε να αποδυναμώσει την έννοια των υποχρεώσεων και να υποβαθμίσει, μέχρις εξαφανίσεως, την συναίσθηση του καθήκοντος, την υπευθυνότητα και την εργατικότητα, δηλαδή τις βασικές προϋποθέσεις για την αποδοτική και αποτελεσματική επιτέλεση του έργου των δημοσίων υπαλλήλων. Εκείνων δηλαδή των πολιτών, που συνιστούν το «κράτος», για την αναποτελεσματικότητα και την ανικανότητα του οποίου διαμαρτύρονται σχεδόν οι πάντες, λησμονώντας ότι η «κρατική μηχανή» δεν απαρτίζεται από «γρανάζια», αλλά από ανθρώπους, που, όταν ξεχνούν τις υποχρεώσεις τους, απορρυθμίζουν την κρατική λειτουργία. Η συνδικαλιστική ασυδοσία και η ισοπεδωτική αντίληψη της Αριστεράς, έχουν απαξιώσει την ιεραρχία, έχουν εξαφανίσει την αξιοκρατία και έχουν επιβάλλει το κλίμα ωχαδερφισμού, τεμπελιάς και μετάθεσης ευθυνών, που διακατέχει την πλειοψηφία των απασχολουμένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με την ανεξήγητη ανοχή των αστικών κυβερνήσεων.
Τέλος, η Μεταπολίτευση μας δίδαξε ότι, η χωρίς όρια ανοχή στην ανομία, στην βία και στην εγκληματικότητα, η περιφρόνηση των πολλών, για χάρη της ασυδοσίας των ολίγων, η συγκατάβαση και η αδιαφορία για την κάθε λογής παραβατικότητα, όταν δεν αγγίζει τον εαυτό μας ή το περιβάλλον μας και η απουσία της κρατικής ισχύος, εκεί όπου η επιβεβλημένη και εκ του νόμου οριζόμενη παρουσία της (πρέπει να) λειτουργεί προληπτικά και αποτρεπτικά, συντελούν πολλαπλασιαστικά στην αύξηση και στην διαιώνιση φαινομένων και καταστάσεων, που βρίσκονται σαφώς και χωρίς αμφιβολία, μακριά από κάθε έννοια δημοκρατίας και ομαλής κοινωνικής συμβίωσης, δίχως ουσιαστικές προοπτικές προόδου και ευημερίας.
Εάν, λοιπόν, θέλουμε, αφ’ ενός μεν να δώσουμε τέλος στα πάμπολλα αρνητικά συμπτώματα, που σκιάζουν τα θετικά επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης και, αφ’ ετέρου, να κρατήσουμε, στις συνταγματικές τους επιταγές, το δημοκρατικό μας πολίτευμα και τις ελευθερίες μας, σε κάθε έκφραση της καθημερινότητάς μας, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε, συλλογικά και ατομικά, με την επιβολή της νομιμότητας, όλα όσα οι εχθροί της δημοκρατικής πολιτείας σοφίζονται για την υπονόμευσή της και όλα όσα πράττουν για την ανατροπή της. Με επίγνωση ότι, το πολιτικό κόστος είναι ο χειρότερος εχθρός στην προσπάθεια εξάλειψης αυτών των φαινομένων και ότι πρέπει, ως ανασταλτική των μεταρρυθμίσεων αντίληψη, να καταπολεμηθεί και να παραμεριστεί. Και, παράλληλα, να δώσουμε την μάχη των ιδεών, εναντίον της μηδενιστικής άρνησης, της απαξίωσης των θεσμών και της σκοταδιστικής νοοτροπίας, που καλλιεργούν συστηματικά οι απολογητές ολοκληρωτικών ιδεολογιών και οι οραματιστές αποτυχημένων κοινωνικο-πολιτικών προτύπων.
Διότι, τελικά, όλα τα προαναφερόμενα συνιστούν απλή διαπίστωση της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, από τον αθεράπευτο συντηρητισμό της Αριστεράς, η οποία ενδιαφέρεται απλά και μόνον για την επιβίωση των αραχνιασμένων ιδεών της και την διατήρηση της επιρροής της, χωρίς την παραμικρή αίσθηση ευθύνης έναντι των «λαϊκών συμφερόντων», για την υπεράσπιστη των οποίων διαρκώς κόπτεται και υποκριτικά ολοφύρεται.-