Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Αθροιστικά, παρά το Brexit, η Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει η πρώτη εμπορική δύναμη στον κόσμο, με ποσοστό συμμετοχής στο παγκόσμιο εμπόριο 19% έναντι 29% πριν 20 χρόνια.
Επίσης, τα 500 εκατομμύρια κάτοικοι της απολαμβάνουν του καλύτερου χώρου πρόνοιας στον κόσμο και του πιο προηγμένου συμπεριληπτικού κράτους – δικαίου. Ακόμα, η Ευρώπη πρωτοπορεί διεθνώς σε πράσινες πολιτικές και βιωσιμότητα, πλην όμως είναι ουραγός σε ανάπτυξη.
Έτσι, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην ΕΕ, είναι 27% χαμηλότερο από το αντίστοιχο στις ΗΠΑ, σύντομα δε θα ξεπεραστεί και από αυτό της Ιαπωνίας.
Η εξέλιξη αυτή, οφείλεται στη στασιμότητα που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία όσο κυλά ο χρόνος έχει όλο και πιο μειωμένη ανταγωνιστικότητα και σοβαρά προβλήματα καινοτομίας, ταλέντων, ενέργειας και δημιουργικού δυναμισμού.
Ακόμα χειρότερα, πολλές μεγάλες χώρες της ΕΕ, με άστοχες ενέργειες τους σε τομείς όπως η δημογραφία, η προστασία του περιβάλλοντος και η εκπαίδευση, υπονόμευσαν τις αναπτυξιακές τους προοπτικές και οδήγησαν σε αδιέξοδα κλάδους όπως η αγροτική παραγωγή.
Οι τελευταίοι ξεσηκωμοί των αγροτών σε αρκετές χώρες της Ευρώπης αν αναλυθούν σε βάθος θα διαπιστωθεί ότι υπαγορεύονται και από ψυχολογικά αίτια, τα οποία οι κυβερνήσεις κάθε άλλο παρά αναγνωρίζουν.
Αυτά τα φαινόμενα εξάλλου, τα καταγράφει και μια σημαντική έρευνα-μελέτη της εταιρείας συμβούλων επιχειρήσεων McKinsey, υπογραμμίζοντας ότι στη νέα γεωοικονομική εποχή το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο είναι διαταραγμένο.
Έτσι, κατά τη McKinsey, για να γίνει η Ευρώπη πιο ανταγωνιστική για το μέλλον, είναι απαραίτητες οι κρίσιμες επιλογές και οι υψηλότεροι στόχοι σε όλα τα επίπεδα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Καινοτομία, ενέργεια, κεφάλαια, εφοδιαστική αλυσίδα, ταλέντα, μέγεθος επιχειρήσεων και ανταγωνισμός, είναι οι επτά διαστάσεις που η McKinsey προτείνει στους Ευρωπαίους για δράσεις, τονίζοντας ότι οι όποιες προσπάθειες απαιτούν και τις ανάλογες υπεύθυνες ηγεσίες που κάθε χώρα έχει ανάγκη στο επίπεδο της λήψης αποφάσεων.
«Έχουμε ήδη εισέλθει σε μια νέα εποχή, αναφέρεται στην έκθεση-έρευνα της McKinsey, στην οποίαν η ανταγωνιστικότητα έχει γίνει επείγουσα και πιο απαιτητική σε επτά τομείς, που επεκτείνονται από την ενέργεια και την τεχνολογία στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε αυτούς τους τομείς είναι ζωτικής σημασίας. Εκτιμούμε ότι περίπου 500 δισεκατομμύρια ευρώ έως 1 τρισεκατομμύριο ευρώ προστιθέμενης αξίας θα μπορούσαν να διακυβεύονται ετησίως μέχρι το 2030. Για προοπτική, αυτή είναι τρεις έως έξι φορές η αυξητική ετήσια επένδυση που απαιτείται για την επίτευξη ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, τα οποία θα κάλυπταν χαμένο έδαφος. Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων Θα καθορίσει την ικανότητα της ΕΕ να ξεκλειδώσει τη μελλοντική ανάπτυξη, διατηρώντας παράλληλα το ασυναγώνιστο μοντέλο βιωσιμότητας και συμπερίληψης.
Για να ευδοκιμήσει σε αυτή τη νέα εποχή, η Ευρώπη χρειάζεται μια ολοκληρωμένη ατζέντα για την ανταγωνιστικότητα, με τους ηγέτες των επιχειρήσεων και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να εργάζονται χέρι-χέρι για την επίτευξη νέων φιλόδοξων στόχων. Κρίσιμες επιλογές και δυνητικά άβολες ανταλλαγές βρίσκονται μπροστά.
Σαφώς υψηλότεροι στόχοι θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν: διπλασιασμό των ιδιωτικών και δημόσιων δαπανών που σχετίζονται με την καινοτομία σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, με μια διαφοροποιημένη προσέγγιση για υιοθέτηση έναντι ανάπτυξης, διπλασιασμού της μέσης κλίμακας των κορυφαίων επιχειρήσεων της Ευρώπης, ίσως με την εισαγωγή ενός «28ου καθεστώτος» κοινών επιχειρηματικών κανόνων. Είναι αναγκαία επίσης, η μείωση των τιμών του ρεύματος και του φυσικού αερίου στο μισό με την ανάπτυξη και την πρόσβαση σε νέες πηγές ενέργειας.Σε εργασιακό επίπεδο,επιβάλλονται η επιτάχυνση της αναπροσαρμογής δεξιοτήτων, η αναδιάταξη εργατικού δυναμικού και η προσέλκυση ταλέντων, για να καταστεί δυνατή η υιοθέτηση της νέας τεχνολογίας. Ακόμα, είναι απαραίτητη η προσθήκη 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετήσιων εταιρικών επενδύσεων, με διπλασιασμό της εισροής άμεσων ξένων περιβαλλοντικών επενδύσεων, εξασφάλιση πρόσβασης σε κρίσιμα υλικά- και επανεξέταση της νομοθεσίας και της βιομηχανικής πολιτικής.
Πέρα όμως από τις πιο πάνω υποδείξεις, θα προσθέταμε ότι η Ευρώπη έχει ανάγκη και από μια νέα πνευματική επανάσταση, έναν νέο Διαφωτισμό, που θα αναχαιτίσει τη γελοιότητα των θεωριών της “αφύπνισης” και της “ακυρωτικής κουλτούρας”.
Πηγή: ot.gr