Του Ηλία Καραβόλια
Ενώ η Ιστορία περνάει από μπροστά μας με ψηφιακές πλέον ταχύτητες και ενώ πέρασαν δέκα χρόνια μετά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κάποιοι ακόμη μιλάνε ακόμη για «πρώτη φορά Αριστερά».
Να το ομολογήσουμε : ζήσαμε το πρώτο πείραμα στα πολιτικά χρονικά του τόπου, σύμπραξης αριστερού και δεξιού εθνικολαικισμού.
Διότι ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας : το 36% που απέσπασε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν κύμα λαϊκής οργής για την λιτότητα των μνημονίων.
Στις πρώτες μέρες της η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου είχε υψηλότατη δημοφιλία. Και στην πολιτική αν δεν πάρεις τις δύσκολες αποφάσεις στην ύψιστη στιγμή αποδοχής από την κοινωνία, τότε αστοχείς.
Εκείνη η κυβέρνησε σπατάλησε την ιστορική ευκαιρία να κάνει γρήγορα το αυτονόητο : να κλείσει συμφωνία με βάση μια πολύ καλύτερη εκδοχή του μειλ Χαρδούβελη (σημ : ο Βενιζέλος το ονόμαζε «παιδική χαρά» συγκριτικά με ότι θα ακολουθούσε).
Οι λόγοι ήταν καθαρά στερεοτυπικοί( αλλά και ο ερασιτεχνισμός της άγνοιας για την σύνθεση των μοτίβων πολιτικής ) : η τότε κυβέρνηση δεν πίστευε στον πραγματισμό της ήπιας έστω προσαρμογής, με τον Βαρουφάκη να επιλέγει εποικοδομητική ασάφεια και όχι στοχευμένη τροποποίηση προς το καλύτερο των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων που ήταν αναπόφευκτος παράγοντας χρηματοδότησης.
Η λύση μιας σύνθεσης μειωμένων στόχων πλεονασμάτων και όχι επαχθών επιπλέον περικοπών σε κοινωνικές δαπάνες θα επέτρεπε χώρο για αυξημένες δημόσιες δαπάνες αλλά και βελτίωση της συνθήκης του εμφανέστατου λάθος πολλαπλασιαστή επενδύσεων και εισοδήματος στην οικονομία. Αυτό το λογισμικό του σοσιαλφιλελεύθερου μοντέλου προσαρμογής έλειπε από την φαρέτρα της (δήθεν) αριστερής τότε διακυβέρνησης.
Ο ριζοσπαστισμός επιβάλλει πραγματικές λύσεις και τομές, δηλαδή σύνθεση και ώσμωση μοτίβων και πραγματικότητας, όχι άσκοπη και άγονη ρητορική ρήξης ή ανατροπής.
Πριν δέκα χρόνια χάθηκε η ευκαιρία ο προτεσταντικός καπιταλισμός της μονεταριστικής ευρωζώνης να μετατραπεί σε σοσιαλφιλελεύθερου μοντέλου οικονομικό υπόδειγμα ανάκαμψης υπερχρεωμένων κρατών μελών.
Και γι αυτή την χαμένη ευκαιρία η ευθύνη βαραίνει τόσο τους κομισάριους των Βρυξελλών όσο και τις τότε ελληνικές κυβερνήσεις – με τελική ευθύνη αυτή της κυβέρνησης Τσίπρα.
Και μπορεί το ιστορικό ισοζύγιο της να ήταν οριακά θετικό – παρά το τρίτο αχρείαστο μάλλον μνημόνιο – όμως άλλο είναι το ζητούμενο στην πολιτική : η ιστορία δεν δίνει πολλές ευκαιρίες για να αναπνεύσει μακροχρόνια το σύστημα από ανισορροπία, ταξικές διάφορες και ανισότητες.
Η περιβόητη δίκαιη ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι βιώσιμη αν άφηνε τα πειράματα δήθεν αυτόνομης περιφερειακής πολιτικής, η τότε κυβέρνηση, αλλά και το ανίσχυρο χρηματοδοτικά μοντέλο μιας «οικονομίας της συλλογικότητας» (με τις ΚοινΣεπ πχ).
Έπρεπε να υιοθετούσε αιτήματα προς τους ευρωπαίους για πολύ υψηλούς στόχους παραγωγικών δημοσίων επενδύσεων σε υποδομές καθώς και υψηλές δαπάνες έρευνας και καινοτομίας ώστε να χρηματοδοτηθούν νέοι επιχειρηματίες για βιώσιμα υψηλής τεχνολογίας πλάνα επενδύσεων.
Να το πούμε ακόμη πιο απλά : σήμερα ασκείται με ευκολία ταξική πολιτική επειδή δεν μπόρεσε να διαχυθεί το όφελος της εξόδου από τα μνημόνια. Επειδή δεν παντρεύτηκε η πραγματικότητα των βασικών δομών της αγοράς : εκείνης που στηρίζεται στο παραγωγικό μοντέλο των μεσαίων νοικοκυραίων που έπρεπε να επωφεληθούν από το πλεονασματικό (επιτέλους) κράτος.
Η «πρώτη φορά» αριστερά ξέχασε (παρά το μεγάλο πλεόνασμα που άφησε στα ταμεία για τους επόμενους ) ότι «εργαζόμενοι» είναι και οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικρομεσαίοι.
Και ότι το μεγάλο κεφάλαιο δεν το τιμωρείς όταν η λιτότητα καλπάζει αλλά του δίνεις κίνητρα και το αναγκάζεις να βρει διέξοδο ώστε να γίνει παραγωγικό και να ανοίξει δουλειές.
Αν δεν τα κάνεις αυτά τότε δίνεις πάτημα και δικαίωμα στους σημερινούς νεοφιλελεύθερους να μιλάνε με τους γνωστούς αυτοματισμούς της αγοράς και να υπόσχονται (με αέρα κοπανιστό και χωρίς πολιτικό κόστος) για αύξηση του μισθού στα 1500 ευρώ και για δήθεν ανάπτυξη για όλους.
Δέκα χρόνια μετά την ελπίδα μεταρρύθμισης για ένα κοινωνικό σοσιαλφιλελεύθερο μοντέλο παραγωγής και οικονομίας, ο σημερινός παρασιτικός νεοελληνικός καπιταλισμός προσποιείται με την πολιτική του ελιτ στην εξουσία ότι πατάει το κουμπί του λογισμικού που δεν πάτησε η αριστερά όταν έπρεπε : αυτό της καθολικής διάχυσης του οφέλους από την τεχνολογική πρόοδο και της στοχευμένης αύξησης του παραγόμενου πλούτου πριν τον σχεδιασμό αναδιανομής και επιδομάτων.
Το τρίτο μνημόνιο, με άλλα λόγια, έπρεπε να γίνει ευκαιρία για ανάχωμα στον νεοφιλελευθερισμό που σήμερα δουλεύει άοκνος σε μια κοινωνία που αρχίζει να υιοθετεί το απόλυτο δόγμα : ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Το λογισμικό της τότε περιοριστικής (να το παραδεχτούμε αυτό) οικονομικής πολιτικής έπρεπε να συμβάλει στο αναγκαστικό format, στο reset εκείνο που έπρεπε τότε να υποστεί ο νεοελληνικός καπιταλισμός ώστε να αλλάξει μνήμη, χωρητικότητα, ταχύτητα και περιβάλλον επεξεργασίας όσων ακολούθησαν, και όσων θα ακολουθήσουν…