Του Ανδρέα Ξανθού*
Η πανδημία στη χώρα μας βρίσκεται ξανά σε έξαρση. Τα κρούσματα των τελευταίων ημερών και η αυξανόμενη παρουσία της «μετάλλαξης Δ», μας προετοιμάζουν για ένα δύσκολο και επισφαλές καλοκαίρι και για ένα νέο επιδημικό κύμα που δεν ξέρουμε ακόμα ούτε πότε, ούτε με τι ένταση θα εκδηλωθεί. Το επιστημονικό συμπέρασμα είναι ότι όσο διατηρείται η παγκόσμια ανισότητα στην πρόσβαση στα εμβόλια (στην Αφρική έχει εμβολιαστεί το 1,5% του πληθυσμού), τόσο κυκλοφορεί ο ιός ανεξέλεγκτος και τόσο «επωάζονται» μεταδοτικότερες και πιθανόν ανθεκτικότερες μεταλλάξεις. Και όσο δεν «χτίζεται» παγκόσμια συλλογική ανοσία μέσω των εμβολίων, τόσο τα «υγειονομικά σύνορα» είναι διάτρητα και τα εθνικά σχέδια δράσης είναι στον «αέρα».
Ο εμβολιασμός λοιπόν είναι καθολικό δικαίωμα που οφείλει η διεθνής κοινότητα να το εγγυηθεί ισότιμα και έγκαιρα σε όλο τον κόσμο. Το αίτημα της «απελευθέρωσης» των πατεντών έχει τεράστια αξία για την αντιμετώπιση των επόμενων φάσεων της πανδημίας. Ταυτόχρονα, ο εμβολιασμός είναι πράξη όχι μόνο ατομικής προστασίας, αλλά ηθική υποχρέωση και πράξη αλληλεγγύης έναντι ευάλωτων συνανθρώπων μας. Αυτό δυστυχώς δεν έχει συνειδητοποιηθεί ευρύτερα. Το εμβολιαστικό πρόγραμμα δεν προχωρά με ικανοποιητικούς ρυθμούς, η «δεξαμενή των προθύμων» φαίνεται να εξαντλείται και το αφήγημα του Πρωθυπουργού ότι «διανύουμε το τελευταίο μίλι προς την Ελευθερία» είναι εκτός πραγματικότητας. Η κυβέρνηση αγνόησε πλήρως την εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής. Χωρίς καμιά συστηματική προσπάθεια αντιμετώπισης της δυσπιστίας και της κρίσης εμπιστοσύνης ενός τμήματος της κοινωνίας απέναντι στο εμβολιαστικό εγχείρημα, χωρίς καν να μελετήσει την ανθρωπογεωγραφία των χαμηλών ποσοστών εμβολιασμού και να επιχειρήσει την τροποποίηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων που διστάζουν να εμβολιαστούν, προχώρησε σε μέτρα που δημιουργούν διακρίσεις, ανασφάλεια και διχασμό στην κοινωνία και, το κυριότερο, δεν αντιμετωπίζουν το μείζον πρόβλημα Δημόσιας Υγείας που είναι η γρήγορη επίτευξη «ανοσιακού τείχους» στον γενικό πληθυσμό. Το έλλειμμα εμβολιασμού των ηλικιωμένων (στους άνω των 80 ετών το 30% είναι ανεμβολίαστοι) ή των φιλοξενουμένων σε οίκους ευγηρίας (το 20% είναι ανεμβολίαστοι), δεν το λύνει η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού των ανθρώπων που τους περιθάλπουν και τους φροντίζουν. Ούτε η δημιουργία «συλλογικής ανοσίας» μέσα στο καλοκαίρι (70-80% του πληθυσμού πλήρως εμβολιασμένο), μπορεί να προκύψει με αυτά τα μέτρα. Εκτός και αν το σχέδιο είναι η γενικευμένη υποχρεωτικότητα και η «θεραπεία σοκ» α λα Μακρόν.
Απέναντι στην προφανή κυβερνητική αποτυχία, η λύση δεν είναι η εκβιαζόμενη συναίνεση δια του φόβου και της ανασφάλειας των μη εμβολιασμένων για την εργασία, το εισόδημα και την επιβίωσή τους. Ένα δικαίωμα όπως ο εμβολιασμός, μπορεί να ασκηθεί μόνο με μέτρα που έχουν το στοιχείο της αναλογικότητας και εδράζονται ισχυρά στο αίσθημα δικαίου και στην εμπιστοσύνη της κοινωνίας απέναντι στην Πολιτεία και τους θεσμούς της.
Τι πρέπει να γίνει:
1. Επιμονή σε δράσεις ενημέρωσης και Αγωγής Υγείας.
2. Επίλυση προβλημάτων πρόσβασης σε όλα τα διαθέσιμα εμβόλια -επιτάχυνση των κατ’ οίκον εμβολιασμών.
3. «Στοχευμένη υποχρεωτικότητα» αποκλειστικά στον χώρο της Υγείας και της Πρόνοιας.
4. Μέριμνα για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
5. Μέτρα επιβράβευσης των εμβολιασμένων και όχι «προνόμια» ή αποκλεισμοί, που δημιουργούν νέες ανισότητες.
6. Δωρεάν, εκτεταμένο και αξιόπιστο testing ως «φίλτρο» για τη συμμετοχή και των μη εμβολιασμένων στις κοινωνικές δραστηριότητες.
7. Κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην Ακροδεξιά και στον αντιεπιστημονικό σκοταδισμό.
*πρώην υπουργός, τομεάρχης Υγείας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
**πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα, «ΤΑ ΝΕΑ»