Του Cengiz Aktar*
Μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα, η Τουρκία δεν θα είναι πιο δημοκρατική, όπως αδέξια ισχυρίζονται κάποιοι, εντός και εκτός. Η ισορροπία του τουρκικού πολιτικού συστήματος δεν μετατοπιζόταν επί μακρόν ανάμεσα στη δημοκρατία και τη δικτατορία, αλλά ανάμεσα σε δύο δικτατορικά πρότυπα. Πράγματι, το καθεστώς αισθάνεται τώρα ισχυρό ώστε να εγκαθιδρύσει συνταγματικά ένα προεδρικό σύστημα παρόμοιο με αυτό του Πούτιν, χωρίς ελέγχους και ισορροπίες.
Σε αυτό το φόντο, οι πραξικοπηματίες, ανεξαρτήτως από τις σχέσεις που είχαν, τα αρχικά τους κίνητρα και τις τελικές τους προθέσεις, πρόσφεραν στο πιάτο στον Ερντογάν το προεδρικό καθεστώς που ονειρευόταν από το 2010. Για τον αποκαλούμενο “ήρωα της δημοκρατίας” το ζητούμενο είναι τώρα να ξεκινήσει τη διαδικασία της προεδροποίησης μέσω ενός δημοψηφίσματος, το οποίο είναι βέβαιο ότι θα κερδίσει, Ανακηρύσσοντας την 15η Ιουλίου ως “Ημέρα της Δημοκρατίας”, η κυβέρνηση εδραιώνει τη νέα της νομιμοποίηση, με στόχο να επιτύχει την απόλυτη εξουσία της».
Αυτά έγραφα στη γαλλική «le Monde» αμέσως μετά το σκοτεινό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, οι συνθήκες του οποίου έχουν κρατηθεί σκοπίμως μυστικές από το καθεστώς. Δυστυχώς, όλες οι προβλέψεις μου επαληθεύτηκαν και το πραξικόπημα αξιοποιήθηκε καταλλήλως από τον Ερντογάν προκειμένου να εγκαταστήσει ένα ολοκληρωτικό σύστημα διακυβέρνησης.
Το δημοψήφισμα έλαβε χώρα στις 16 Απριλίου 2017, οι προεδρικές εκλογές στις 24 Ιουνίου 2018, για να κλειδώσει το παραπάνω σύστημα. Σήμερα, η Τουρκία είναι συντρίμμια. Οι βασικοί θεσμοί- η δημόσια διοίκηση, τα πανεπιστήμια, ο στρατός, η διπλωματία, η δικαιοσύνη και η οικονομία – έχουν αλωθεί από τους καθεστωτικούς και βρίσκονται στο σύνολό τους υπό τον έλεγχο του προεδρικού παλατιού.
Δεν υπάρχει πλέον έλεγχος ή ισορροπία όσον αφορά στον παντοδύναμο Ερντογάν. Η νομοθετική και δικαστική εξουσία έχουν αδρανοποιηθεί, εξαιτίας των υπερβολικών εξουσιών του προέδρου.
Η οικονομία είναι σε συμπληγάδες, το κατά κεφαλή ΑΕΠ έχει επιστρέψει στα επίπεδα των αρχών της και δεκαετίας του 2000. Η πανδημία έχει πολλαπλασιάσει τις αρνητικές επιπτώσεις μιας άτοπης οικονομικής πολιτικής. Ολοένα περισσότερο πολίτες δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις βασικές ανάγκες και τα αναγκαία τρόφιμα, οι αυτοκτονίες έχουν καταστεί καθημερινή ρουτίνα.
Επιπρόσθετα, ο πολιτικός χώρος συρρικνώνεται διαρκώς. Οι δυνάμεις επιβολής του νόμου απαγορεύουν και συστηματικά κάθε έκφραση δημόσιας δυσφορίας. Δίπλα στον στρατό, η αστυνομία και η στρατοχωροφυλακή, οι ιδιωτικές παραστρατιωτικές ομάδες, οι φιλοκαθεστωτικές Κουρδικές ομάδες, οι εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας και μαφιόζικες ομάδες είναι στη διάθεση του καθεστώτος. Η τουρκική κοινωνία εξοπλίζεται μέχρι τα δόντια, με τα δύο τρίτα των ενηλίκων ανδρών να είναι κάτοχοι όπλων, συχνά χωρίς άδεια.
Με βάση τα διεθνή πρότυπα, η Τουρκία δεν αποτελεί μια ελεύθερη χώρα όπου κυριαρχεί η έννομη τάξη και η ελευθερία του λόγου, ενώ τα θεμελιώδη δικαιώματα είναι ανύπαρκτα.
Χάρη δε στην αντιπολίτευση Χωρίς νόημα και περιεχόμενο που ασκείται (με εξαίρεση το HDP), οι πολίτες της Τουρκίας συχνά μένουν χωρίς Πολιτική εναλλακτική. Η κοινωνία είναι αποκαμωμένη, οι επιλογές της περιορίζονται στη μετανάστευση εξορία και τον εμφύλιο πόλεμο, Οι ξένες υπηρεσίες πληροφοριών κάνουν λόγο για 2 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν φύγει από τον Ιούλιο του 2016.
Παρά την παντοδυναμία του, ωστόσο, το καθεστώς είναι επίσης εξαντλημένο,
απλώς κερδίζει χρόνο. Αν και ο Ερντογάν συνεχίζει να ονειρεύεται ότι θα είναι παρών στους εορτασμούς για τα 100 χρόνια της Δημοκρατίας το 2023 και ακόμη περισσότερο, οι τρομακτικές συνθήκες που επικρατούν στην Τουρκία ενδέχεται να μην του επιτρέψουν κάτι τέτοιο.
*καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το τελευταίο βιβλίο του «Το τουρκικό άχθος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίμετρο