Του Πάνου Ευαγγελόπουλου*
Στην τελευταία σύνοδο των υπουργών οικονομικών του G7 που έλαβε χώρα στις 4 Ιουνίου στο Λονδίνο, συμφωνήθηκε ομόφωνα και με ηχηρή υποστήριξη, η επιβολή ενός ελάχιστου ενιαίου παγκόσμιου εταιρικού φόρου 15%, με πρόβλεψη την μεγαλύτερη αναλογικά φορολόγηση των παγκόσμιων εταιρικών κολοσσών αλλά και την αποτροπή επιβολής διάφορων ανά χώρα ψηφιακών φόρων για τους παγκόσμιους τεχνολογικούς γίγαντες. Η απόφαση της συνόδου είναι ένα από τα πιο άμεσα παγκόσμια οικονομικά αποτελέσματα της εκλογής του Προέδρου Μπάιντενστις ΗΠΑ και της αποφασιστικής του στάσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες να αλλάξουν επιτέλους πολιτική, στο επίμαχο αυτό θέμα και να πρωτοστατήσουν στην καθιέρωση ενός τέτοιου ενιαίου παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου που ούτως ή άλλως, οι μείζονες Ευρωπαϊκές οικονομίες, Γερμανία και Γαλλία, σφόδρα επιθυμούσαν από καιρό αλλά δεν μπορούσαν να το επικαλεστούν και να το επιδιώξουν στις συνόδους του G7,αφού εκ των προτέρων γνώριζαν την ισχυρή αντίθεση και αντίδραση που θα συναντούσαν από τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Όμως αυτό που φάνταζε αδύνατον μέχρι πριν λίγους μήνες, σήμερα φαίνεται εφικτό και δυνατό σε πρώτη ματιά, παρά το γεγονός ότι η επιβολή ενός τέτοιου φόρου, πρέπει να γίνει αποδεκτή ομόφωνα και στην σύνοδο του G20 αλλά και στην σύνοδο των χωρών του ΟΟΣΑ για να μπορέσουμε να μιλήσουμε ότι το όλο σχέδιο αρχίζει να αποκτά παγκόσμια εδραίωση. Το σχέδιο μάλιστα έσπευσαν να χαιρετίσουν άμεσα και πρώτοι από όλους, δύο από τους κύριους ενδιαφερόμενους, η googleκαι η facebook. Πιθανότατα, οι δύο τεχνολογικοί γίγαντες να αντιλαμβάνονται στο όλο σχέδιο, την κανονικοποίηση της παγκόσμιας φορολογίας και ας τους στοιχίσει αυτό την καταβολή περισσότερων φόρων όπως ομολογούν στις ανακοινώσεις τους αλλά εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφθούμε και να αναλύσουμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος και των αποτελεσμάτων που επιφέρει η ρίψη του.
Τα μεγάλα και καθιερωμένα κράτη θα παύσουν να υφίστανται φορολογικό ανταγωνισμό από νέες και δυναμικές αναδυόμενες οικονομίες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές αλλά και οι τεχνολογικοί γίγαντες δεν θα μπουν στην δοκιμασία να επιβαρυνθούν με ιδιαίτερους και ξεχωριστούς ψηφιακούς φόρους από ισχυρές και μεγάλες οικονομίες που θα τις έφερνε προφανώς σε δυσχερή θέση. Επιπλέον η καθιέρωση του όλου σχεδίου θα είχε σαν αναπόδραστο αρνητικό αποτέλεσμα την μείωση του φορολογικού ανταγωνισμού ουχί μόνον μεταξύ των χωρών αλλά και την μείωση του επιχειρηματικού ανταγωνισμού μεταξύ των τεχνολογικών γιγάντων και των νέων μικρών εταιρειών πρωτοποριακής τεχνολογίας που ξεπηδούν σαν μανιτάρια σε όλες τις χώρες του πλανήτη και κυρίως ευδοκιμούν εκεί που οι συντελεστές φορολόγησης είναι χαμηλοί. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε εύλογα κανείς να σκεφτεί για τον πολύ σημαντικό ρόλο που παίζουν οι σημαίες χωρών ευκαιρίας για την ανάπτυξη της παγκόσμιας ποντοπόρου ναυτιλίας που ένα σημαντικό της μερίδιο ανήκει σε Έλληνες πλοιοκτήτες.
Το όλο σχέδιο λοιπόν που έλαβε τη μέγιστη ώθηση του με την εκλογή Μπάιντεν και την πρόταση της υπουργού οικονομικών του, της Τζάνετ Γέλεν, για την επιβολή ενός παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου, ανοίγει αναπόφευκτα την δημόσια συζήτηση σε όλον τον κόσμο, για το πως βλέπουμε το μέλλον της παγκοσμιοποίησης, μεταξύ της υιοθέτησης μιας ενιαίας παγκόσμιας και συγκεντρωτικής οικονομικής αρχιτεκτονικής και από την άλλη, την αντίθετη πλευρά, ο κόσμος των παλλόμενων ελεύθερων και ανεμπόδιστων αγορών που οδηγεί στην ανάπτυξη μιας πολύμορφης και πολυμερισμένης παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, καθοδηγούμενης από διακριτές οικονομικές πολιτικές των κρατών, με τις ιδιωτικές εταιρείες, από τις πολύ μικρές και καινοτόμες στις νέες τεχνολογίες μέχρι τα μεγάλα big business corporations, να εκμεταλλεύονται στο έπακρον αυτές τις διαφορές μεταξύ των κρατών για να παράγουν πλούτο αλλά και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Από την αυγή της τελευταίας παγκοσμιοποίησης του πλανήτη μας, αυτής που ουσιαστικά ξεκίνησε στην ανατολή της δεκαετίας του ογδόντα του εικοστού αιώνα με τα Ρηγκανόμικς και τον Θατσερισμό, στις δύο πλευρές του ατλαντικού, η ελευθερία της κίνησης των κεφαλαίων που προέκυψε αλλά και η επιταχυνόμενη διόγκωση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, παρακίνησε από τότε, τους υπέρ του συγκεντρωτισμού οικονομολόγους, να επιβληθεί ένας παγκόσμιος φόρος που έλαβε το όνομα Φόρος Τόμπιν από τον διάσημο οικονομολόγο που τον εμπνεύστηκε.
Όπως όμως ο φόρος Τόμπιν περιέπεσε σε λήθη, ίσως την ίδια τύχη να έχει και ο παγκόσμιος ελάχιστος εταιρικός φόρος που προτάθηκε από την Γέλεν διότι δεν υπάρχει κανένας παγκόσμιος μηχανισμός επιβολής αυτού του φόρου και παρά την ομόφωνη απόφαση της συνόδου των υπουργών οικονομικών της G7, πολύ δύσκολα θα φθάσουμε σε μια συναίνεση, ακόμη και αν υπερπηδηθούν τα εμπόδια εντός των πλαισίων των χωρών του G20 και των χωρών του ΟΟΣΑ, αφού ανεξάρτητα από αυτό, ο κόσμος μας παραμένει ισχυρά πολυπολικός και ανταγωνιστικός από την οικονομική αρένα μέχρι τα στρατιωτικά πεδία. Γι’ αυτούς τους λόγους, στην σύνοδο των υπουργών οικονομικών των χωρών του G7, επικράτησε η πρόταση το επίπεδο του φορολογικού συντελεστή να είναι μόνον 15%,δηλαδή σημαντικά μικρότερου του επιθυμητού που επιδίωκαν οι ΗΠΑ, προκειμένου να στρωθεί ο δρόμος για την ομόφωνη υιοθέτηση του φόρου από τις χώρες του ΟΟΣΑ που είναι και το πιο δύσκολο πρώτο βήμα για την εφαρμογή αυτού του φόρου.
Σε μια εποχή που η οικονομία των ΗΠΑ παρουσιάζει δυσθεώρητο δημόσιο χρέος και ένα επαχθέστατο και μάλιστα χρόνο με τον χρόνο, όλο και βαρύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα, η Προεδρία Μπάιντεν ανοίγει ακόμη περισσότερο τους δημοσιονομικούς αγωγούς, υπερβαίνοντας ακόμη και κατά πολύ, το συνολικό ποσό των 6 τρισ. δολαρίων για την υλοποίηση των τριών γιγαντιαίων διαστάσεων προγραμμάτων του, οικονομικής στήριξης για την πανδημία, κοινωνικής προστασίας αδύνατων ατόμων και οικογενειών αλλά και το τρίτο της άμεσης υλοποίησης νέων υποδομών. Αναμφίβολα, ενώπιον των οφθαλμών μας, ξεδιπλώνεται μια Προεδρία που εναγωνίως είναι διψασμένη για δημοσιονομικούς πόρους ενώ οι δεξαμενές δημοσιονομικών αποθεμάτων της είναι στεγνές. Είναι ακριβώς αυτοί οι λόγοι που οδηγούν τον Πρόεδρο Μπάιντεν να ανεβάσει τον εταιρικό φόρο στις ΗΠΑ στο 28% από το 21% που τον είχε προσγειώσει ο Τραμπ το 2017, από το 35% που τον είχε παραλάβει από τον Ομπάμα. Κατά τον ίδιο τρόπο, άνοιξε τον δρόμο στην υπουργό του ΤζάνετΓέλεν να διεκδικήσει και να επιβάλει παγκόσμια έναν ελάχιστο εταιρικό φόρο, μήπως ο μειωμένος φορολογικός ανταγωνισμός με τις άλλες χώρες, αυξήσουν κι άλλο τα δικά του δημοσιονομικά έσοδα από τις κολοσσιαίες Αμερικάνικες εταιρείες που βρίσκουν κάθε ευκαιρία και κάθε διέξοδο να φορολογηθούν οπουδήποτε αλλού εκτός από τις ΗΠΑ. Φαινόμενο που λαμβάνει μαζικές διαστάσεις και στις μεσαίες επιχειρήσεις αλλά και στις μικρές, το οποίο το γνωρίζουμε καλά παρεμπιπτόντως και στην Ελλάδα, με τις γειτονικές μας χώρες, Κύπρο και Βουλγαρία που υφαρπάζουν τις επιχειρήσεις μας ακριβώς για τους ίδιους φορολογικούς λόγους συν βέβαια τα επιπρόσθετα και ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά εμπόδια που θέτει η Ελληνική δημόσια διοίκηση επιπλέον στις δικές μας Ελληνικές επιχειρήσεις.
Από την άλλη πλευρά η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να αξιοποιεί αυτή την φορολογική πολυμορφία και να αναδεικνύει συνέχεια όλο και πιο νέους και δυναμικούς παγκόσμιους οικονομικούς πρωταγωνιστές τόσο σε εταιρικό επίπεδο με πλήθος ανατελλόντων επιχειρήσεων, μικρών και μεσαίων όσο και σε επίπεδο αναδυόμενων χωρών σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας. Επομένως ο φορολογικός ανταγωνισμός των χωρών συνεχίζει να αυξάνει θεαματικά την απόδοση του κεφαλαίου, διαχέει ακαριαία και με επιταχυνόμενο ρυθμό παγκόσμια τις επενδύσεις, ενισχύει τους μηχανισμούς οικονομικής μεγέθυνσης και εκτινάσσει την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες και μάλιστα με την μεγαλύτερη δυνατή διασπορά ευημερίας και πλούτου που διανέμεται στις πιο αδύνατες και μικρές χώρες του πλανήτη, με τους πιο φτωχούς και απροστάτευτους πληθυσμούς. Αυτό ακριβώς είναι το θαύμα της παγκοσμιοποίησης των ελεύθερων και ανεμπόδιστων αγορών που συντελείται αδιάλειπτα και αδιάκοπα τα τελευταία σαράντα χρόνια από το 1980 μέχρι σήμερα.
Τόσο λοιπόν τα δυσεπίλυτα προβλήματα αλλά και εμπόδια εφαρμογής αυτού του φόρου όσο και από την άλλη πλευρά τα ισχυρότατα πλεονεκτήματα του διαφοροποιημένου φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών, μάλλον θα θέσουν στο περιθώριο τον φόρο Γέλεν όπως και στο παρελθόν απαξιώθηκε εν τοις πράγμασι ο φόρος Τόμπιν παρά την αρχική ηχηρή υποστήριξη που απόλαυσε. Φαίνεται η παγκοσμιοποίηση να αποδίδει πολύ καλύτερα όταν πορεύεται με λιγότερο συγκεντρωτισμό και περισσότερο φορολογικό πλουραλισμό που είναι ο δρόμος της ελευθερίας.
* Ο κ. Πάνος Ευαγγελόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής – Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Πηγή: capital.gr