Επιμέλεια. Θαν.Κάλφας
Ο πρώτος Ελληνας που είδε Μουντιάλ σε live μετάδοση
Οταν το Παγκόσμιο Κύπελλο συνάντησε την TV, το 1954, ζούσε στο Παρίσι.
Ούτε που το φανταζόταν, ο Γιάννης Διακογιάννης, ότι πολλά χρόνια αργότερα η φωνή του θα γινόταν το soundtrack της διοργάνωσης στην Ελλάδα.
Τις εντυπώσεις του από εκείνη την πρωτόγνωρη εμπειρία τις κατέγραψε σε ανταπόκρισή του στην «Αθλητική Ηχώ» Sportscaster 16 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2022, 17:04 Γνωρίστηκαν το 1954 στην Ελβετία.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο είχε, ήδη, αρχίσει να καθιερώνεται στη συνείδηση των φιλάθλων ως κορυφαίο αθλητικό γεγονός -εκείνη τη χρονιά διεξαγόταν για πέμπτη φορά-, ενώ η τηλεόραση έκανε τα πρώτα της, δειλά βήματα.
Αγαπήθηκαν με την πρώτη ματιά και, έκτοτε, δεν χώρισαν ποτέ.
Σήμερα, το Μουντιάλ αποτελεί το αθλητικό γεγονός με τα υψηλότερα ποσοστά τηλεθέασης (μεγαλύτερα και από αυτά των Ολυμπιακών Αγώνων), ενώ τα τηλεοπτικά δικαιώματα των αγώνων του είναι μια από τις δυο κυριότερες πηγές των εσόδων του.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας ήταν το πρώτο που μεταδόθηκε live, επιτρέποντας στον κόσμο να δει με τα μάτια του τους ήρωες των γηπέδων, για τους οποίους μέχρι τότε άκουγε στο ραδιόφωνο και διάβαζε στις εφημερίδες.
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1950, είχε δημιουργηθεί η EBU (European Broadcasting Union) – η ένωση των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών της Ευρώπης, που σήμερα γνωρίζουμε με το όνομα της θυγατρικής της, Eurovision.
Στις 2 Ιουνίου 1953 είχε μεταδώσει τη στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ. Ενα χρόνο μετά αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνατότητές της και στο ποδόσφαιρο.
Η εικόνα του πρώτου τηλεοπτικού Μουντιάλ έφτασε, πέρα από την Ελβετία, στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο και τη Νορβηγία. Ανάμεσα στους τυχερούς που παρακολούθησαν αυτό το υπέροχο Παγκόσμιο Κύπελλο των 16 ομάδων, στο οποίο σημειώθηκαν 140 γκολ (πάνω από 5 σε κάθε ματς, κατά μέσον όρο), ήταν και ένας Ελληνας, που εκείνη την εποχή ζούσε στο Παρίσι: ο Γιάννης Διακογιάννης. Βρισκόταν εκεί για σπουδές, όμως τον είχε κερδίσει η δημοσιογραφία.
Εργαζόταν για την Equipe και, παραλλήλως, έστελνε ανταποκρίσεις στην Ελλάδα, στην «Αθλητική Ηχώ». Ούτε που το φανταζόταν, βεβαίως, ότι πολλά χρόνια αργότερα η φωνή του θα γινόταν το soundtrack των Μουντιάλ (και όλων των άλλων μεγάλων αθλητικών διοργανώσεων) στην Ελλάδα.
Ο 23χρονος, τότε, Διακογιάννης σκόπευε να ταξιδέψει στην Ελβετία, για να παρακολουθήσει κάποιους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου από κοντά. Αλλά, όταν ενημέρωσε για τα σχέδιά του έναν φίλο του ποδοσφαιριστή, που αγωνιζόταν στη Ρασίνγκ Παρί, τον Αλμπέρ Ντιμπέγκ, εκείνος του είπε: «Γιατί να δώσεις 40.000 (γαλλικά) φράγκα για να πας στην Ελβετία; Να έρχεσαι στο σπίτι μου και να βλέπουμε το ματς της ημέρας από την τηλεόραση».
Ετσι κι έγινε. Από τις 17 έως τις 30 Ιουνίου απόλαυσε από την πολυθρόνα, με μια μπίρα στο χέρι, 10 παιχνίδια.
Τις εντυπώσεις του από αυτήν την πρωτόγνωρη εμπειρία τις κατέγραψε σε ανταπόκρισή του, η οποία δημοσιεύθηκε στην «Αθλητική Ηχώ» στις 10 Ιουλίου 1954, υπό τον τίτλο «Παρηκολούθησα δέκα αγώνας του Κυπέλλου Κόσμου χάρις εις την τηλεόρασιν».
Εγραφε, μεταξύ άλλων: «Μπορώ να πω ότι ικανοποιήθηκα σχεδόν πλήρως από την τηλεόρασιν. Φυσικά δεν έβλεπα καθαρά, όπως εάν ήμουν στο γήπεδο, αλλά διέκρινα πάντοτε τους παίκτας τη βοηθεία άλλωστε του σχολιαστού.
Μάλιστα ενθυμούμαι, ότι ο εν λόγω σχολιαστής υπέπεσεν εις ένα σφάλμα κατά τη συνάντησιν Γερμανίας – Αυστρίας (6-1), ότε ανήγγειλεν, ότι οι Γερμανοί έπαιξαν με άσπρη φανέλλα και οι Αυστριακοί με πράσινη.
Εγώ όμως αμέσως αντελήφθην το σφάλμα διότι διέκρινα τους Χάναπι, Ότσβιρκ, Στόγιασπαλ και τους λοιπούς που φορούσαν λευκή! Σε λίγα λεπτά όμως ο ραδιοσχολιαστής εζήτησε συγνώμη δια το αρχικόν του σφάλμα, λέγοντας ότι η Γερμανία παίζει με πράσινη φανέλλα και ουχί η Αυστρία. (…) Ούτω, χάρις εις την τηλεόρασιν και χωρίς να ξοδέψω ούτε ένα φράγκο είδα όλο το 5ον Παγκόσμιον Κύπελλον.
Ζήτω, λοιπόν η τηλεόρασις και σας διαβεβαιώ δεν το κάμω για ρεκλάμα….». Δώδεκα χρόνια μετά ο Διακογιάννης περιέγραφε, από τον ραδιοθάλαμο του ΕΙΡ στην Αθήνα, αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Αγγλίας (1966).
Το Εθνικόν Ιδρυμα Ραδιοφωνίας, το οποίο είχε αρχίσει τις πειραματικές του εκπομπές έξι μήνες πριν, κατάφερε -χάρη στις γνωριμίες που διατηρούσε ο δημοσιογράφος, Κώστας Σισμάνης, με στελέχη του BBC- να εξασφαλίσει (δωρεάν) 16 από τα 32 ματς.
Τα παραλάμβανε μαγνητοσκοπημένα σε «μπομπίνες» στο κτίριο του ΟΤΕ (3ης Σεπτεμβρίου) και τα μετέδιδε στις 19:30 κάθε βράδυ με καθυστέρηση αρκετών ημερών (για παράδειγμα, ο τελικός Αγγλίας – Δυτικής Γερμανίας, που διεξήχθη στις 30 Ιουλίου, μεταδόθηκε στις 12 Αυγούστου).
Το επόμενο Μουντιάλ, του 1970, το είδαμε live (και) στην Ελλάδα. Νύχτα, λόγω της διαφοράς ώρας με το Μεξικό. Το 1982 η διοργάνωση απέκτησε χρώμα.
Το πρόβλημα ήταν, ότι λίγοι διέθεταν έγχρωμους δέκτες – ήταν πανάκριβοι. Οι περισσότεροι παρακολούθησαν τα παιχνίδια από την Ισπανία σε καφετέριες, που έκαναν «χρυσές δουλειές».
Το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ θα το δούμε με όλες μας τις τεχνολογικές ανέσεις, σε ευκρίνεια 4Κ, αλλά επί πληρωμή.
Οι μισοί από τους 64 αγώνες θα μεταδοθούν από τη συνδρομητική streaming πλατφόρμα, ΑΝΤ1+. Και οι άλλοι μισοί (ανάμεσά τους, οι ημιτελικοί, ο αγώνας για τις θέσεις 3-4 και ο τελικός) από την ελεύθερη συχνότητα του ANT1 – για πρώτη φορά στα χρονικά της ελληνικής τηλεόρασης από ιδιωτικό κανάλι.
Το έξοδο για τα «κλειδωμένα» ματς δεν είναι σπουδαίο, όμως σε κάποιους έχει κακοφανεί. Αν και το δωρεάν αθλητικό τηλεθέαμα έχει πάψει να είναι αυτονόητο εδώ και τρεις δεκαετίες (από τα μέσα των ‘90s, που εμφανίστηκε το τότε FilmNet), την εικόνα των Μουντιάλ και των Euro τη θεωρούσαμε κάτι σαν δημόσιο αγαθό.
Δεν είναι, πια. Οπως και σε όλα τα άλλα, οι καιροί έχουν αλλάξει.
Πηγή: Protagon.gr