Του Δημήτρη Κούρκουλα
Η συνάντηση κορυφής της Μαδρίτης επισφράγισε το κλείσιμο της παρένθεσης που άνοιξε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχαν δημιουργηθεί βάσιμες ελπίδες ότι ο Ψυχρός Πόλεμος θα αποτελούσε οριστικό παρελθόν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ κατέβαλαν συντονισμένες προσπάθειες για να εντάξουν τη Ρωσία στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας αλλά και να προωθήσουν μια δημοκρατική εξέλιξη της εθισμένης στον αυταρχισμό ρωσικής κοινωνίας.
Το 1998 η ΕΕ χαρακτήρισε τη Ρωσική Ομοσπονδία «στρατηγικό εταίρο» ενώ το 2003 ο πρόεδρος Πούτιν δήλωνε ότι η Ευρώπη είναι ο πιο σημαντικός εταίρος της Ρωσίας. Να υπενθυμίσουμε σε όσους συνεχίζουν να βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι η Δύση και το ΝΑΤΟ ευθύνονται για την απομόνωση της Ρωσίας ότι η συνεργασία των δύο πλευρών εγκαινιάσθηκε το 1997, με την υπογραφή της Ιδρυτικής Πράξης ΝΑΤΟ – Ρωσίας, ενώ το 2002 ιδρύθηκε το Συμβούλιο ΝΑΤΟ – Ρωσίας για την προώθηση του διαλόγου και της συνεργασίας επί ζητημάτων ασφαλείας αμοιβαίου ενδιαφέροντος.
Η αυταρχική διολίσθηση του καθεστώτος Πούτιν στο εσωτερικό και η αυξανόμενη επιθετικότητα στην ευρύτερη γειτονιά του άρχισαν να ενισχύουν τους σπόρους της αμφιβολίας ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της ρωσικής πρόκλησης.
Πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η δική μας, παρέμειναν προσκολλημένες στην αρχική συνταγή της προσπάθειας κατευνασμού. Άλλες χώρες, που είχαν πιο άμεση ιστορική αντίληψη της ρωσικής συμπεριφοράς, ζητούσαν μέτρα απεξάρτησης από τη Ρωσία και πιο δυναμικής αντιμετώπισης της επιθετικότητάς της.
Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 σήμανε την αρχή του τέλους της προσέγγισης της Ρωσίας με τη Δύση. Η χαριστική βολή δόθηκε διά χειρός Πούτιν στις 24 Φεβρουαρίου με την απρόκλητη εισβολή στην Ουκρανία. Υστερα από πολλά χρόνια τόσο η Βορειοατλαντική Συμμαχία όσο και η ΕΕ απέκτησαν κοινή αντίληψη περί της απειλής έπειτα από πολλές δεκαετίες αμφιταλαντεύσεων.
Το νέο στρατηγικό δόγμα που υιοθετήθηκε στη Μαδρίτη και η ανακήρυξη της Ρωσίας ως απειλής ισοδυναμεί με πιστοποιητικό θανάτου της παρένθεσης που ζήσαμε μετά το 1990 και πιστοποιητικό γέννησης ενός νέου «ψυχρού πολέμου» που θα διαφέρει σημαντικά από τον Ψυχρό Πόλεμο του περασμένου αιώνα. Η αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας με όρους πολιτικού αταβισμού οδηγεί ορισμένες πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας στην υιοθέτηση απερίσκεπτων θέσεων, όπως για παράδειγμα η αντίθεση στη νατοϊκή διεύρυνση που διατυπώνεται από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Το ΝΑΤΟ αναδεικνύεται σήμερα στον πρωταρχικό αμυντικό οργανισμό υπεράσπισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό. Η επιτυχής εκτέλεση της αποστολής αυτής απαιτεί την ενεργό υποστήριξη από τον ευρωπαϊκό πυλώνα της δυτικής συμμαχίας. Η Ουάσιγκτον είναι σήμερα διατεθειμένη να αποδεχθεί την ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας που πρέπει να προχωρήσει όχι ενάντια, αλλά παράλληλα με την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Η θεαματική ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο τους τελευταίους μήνες δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε εφησυχασμό και ακινησία. Η ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας αποτελεί επείγουσα ανάγκη.
Κατά τη διάρκεια του παλαιού Ψυχρού Πολέμου το ΝΑΤΟ, μια συμμαχία βασισμένη στις δημοκρατικές αξίες, ανέχθηκε στους κόλπους της ανελεύθερα καθεστώτα στο όνομα του υπαρκτού ή φανταστικού κομμουνιστικού κινδύνου. Το νέο ΝΑΤΟ αναμένεται να δείξει μεγαλύτερη ευαισθησία στα θεμελιώδη ζητήματα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι άλλωστε και το υπόστρωμα της αντιπαράθεσής του με τη Ρωσία. Η επιλογή κάθε χώρας να ανήκει στη Δύση δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη ούτε μπορεί να βασίζεται σε γεωπολιτικούς αποκλειστικά υπολογισμούς. Η Δύση δεν είναι μόνο γεωπολιτική αλλά και αξιακή οντότητα. Η επιλογή του δυτικού στρατοπέδου θα πρέπει να συμβαδίζει με τον σεβασμό των δημοκρατικών αρχών. Πρόκειται για ένα δύσκολο δίλημμα που
σύντομα θα κληθεί να απαντήσει και η σύμμαχος Τουρκία.
ΤΑ ΝΕΑ 2-7-2022