Οι οικονομολόγοι που ανησυχούν μπας και δεν ενισχυθεί το κράτος μετά την πανδημία, καλά θα έκαναν να μελετήσουν λιγάκι την Γενική Θεωρία του Κέυνς.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στην ερώτηση αν είναι Κεϋνσιανός, ο μεγάλος οικονομολόγος, στοιχηματίζω ότι θα απαντούσε πως και να μην ήθελε να είναι, οι συνθήκες του υπαγορεύουν το αντίθετο. Και θα είχε πέρα για πέρα δίκηο. Όπως αναγνωρίζει ο επίσης μεγάλος Τζων Κέννεθ Γκολμπραίηθ, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο κεϋνσιανισμός υπήρξε κυρίαρχη οικονομική θεωρία και πρακτική. Σαφώς δε συνέβαλε στα πρώτα τριάντα μεταπολεμικά χρόνια στη θεαματική καταπολέμηση της ανεργίας και στην χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη των βιομηχανικών χωρών με δημοκρατικό καθεστώς. Με ατμομηχανή της ανάπτυξης του την Βόρεια Αμερική, ο κεϋνσιανισμός υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Αμερικανό πρόεδρο Χάρυ Σ. Τρούμαν και επισημοποιήθηκε με τον νόμο για την απασχόληση του 1946 (Employment Act). Για να διασκεδάσει δε τις αντιδράσεις που ο νόμος αυτός προκάλεσε στην αμερικανική οργανωμένμη εργοδοσία, ο Αμερικανός πρόεδρος ανέθεσε στον κλασσικό οικονομολόγο Edwin G. Nourse (1883-1974) την προεδρία του περίφημου Council of Economic Advisors, το οποίο στην ουσία υπαγόρευε και την προεδρική οικονομική πολιτική. Είναι δε γνωστό ότι το παραπάνω συμβουλευτικό όργανο είχε υιοθετήσει τις περισσότερες από τις κεϋνσιανές θέσεις για την πλήρη απασχόληση.Υπό αυτήν την εννοια ο διορισμός Nourse αποτελούσε φύλλο συκής.
Σχολιάζοντας εξάλλου το έργο της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων (CEA) σε ομιλία του το 1966, ο Edwin G. Nourse, συνταξιούχος πιά αν και δεν είχε ποτέ διαβάσει τη Γενική Θεωρία, έλεγε: “Το εθνος γνωρίζει είκοσι χρόνια συνεχούς και ισχυρής. ανάπτυξης. Απέφυγε έτσι τις περιοδικές υφέσεις των οικονομικών κύκλων και χάρη στην ιστορική υιοθεσία και εφαρμογή του Employment Act του 1946 πήρε όλα τα μέτρα που έπρεπε όταν κτύπησε ο συναγερμός της πυρκαγιάς που θα προκαλούσε μια ύπουλη ύφεση. Ταυτόχρονα όμως θωρακιστήκαμε και απέναντι στον πληθωρισμό που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα οικονομικό μπουμ… Είναι κατάδηλο έτσι ότι έχουμε θέσει γερά θεμέλια για συνεχή άνοδο τα χρόνια που έρχονται….”.
Από τα λόγια του κορυφαίου τότε αντικεϋνσιανικού οικονομολόγου προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο Βρετανός “σωτήρας του καπιταλισμού” ήταν ο μεγάλος θριαμβευτής της εποχής του.
Παράλληλα όμως, ο θρίαμβος αυτός, για ποικίλους λόγους, άνοιγε την πόρτα στην μαθηματικοποίηση της πολιτικής οικονομίας, η οποία βαπτιζόταν επιστήμη και επέτρεπε σε αρκετές χιλιάδες οικονομολόγων να γνωρίσουν, ως σύμβουλοι, ημέρες δόξας. ΤΑ περίφημα μαθηματικά οικονομικά μοντέλα καταλαμβάνουν την πρώτη θέση στο οικονομικό γίγνεσθαι και οι υπαγορευόμενες από την ψυχολογία οικονομικές συμπεριφορές των ανθρώπων πήγαιναν περίπατο.
Με τον τρόπο αυτόν, ερήμην του εμπνευστή του, ο κεϋνσιανισμός, έχασε το βάθος του και εξελίχθηκε σε μια απλοποιημένη μακροοικονομική πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας , ναι μεν το κράτος έπαιξε κυρίαρχο διανεμητικό ρόλο, ευνοϊκό στη δημιουργία ομάδων συμφερόντων, συντεχνιακών δομών παραγωγής και συσσώρευσης πλούτου.Ήταν παράλληλα και κύριο εργαλείο ανόδου της προσοδοθηρίας,βασικής πηγής δημιουργίας ανισοτήτων.
Αυτός ο απλοποιημένος κεϋνσιανισμός, ο οποίος ελάχιστα λάμβανε υπόψη του τις επιχειρηματικές επενδυτικές αποφάσεις με βάση προσωπικές προσδοκίες και προβλέψεις και έχει παραμερίσει από τον σχηματισμό της ζήτησης τις διαστάσεις της ψυχολογίας και της αβεβαιότητας,με αφετηρία την ενεργειακή ανατροπή του 1973 γνώριζε μια σοβαρή υπαρξιακή κρίση.
Επίσης, ενώ ο Κέυνς στο έργο του έχοντας υπόψη του την αβεβαιότητα τοποθετεί το χρήμα στο κέντρο του προβληματισμού του και της θεωρίας του, οι επίγονοι του, για πολλά χρόνια, θεωρούσαν τη νομισματική κυκλοφορία ήσσονος σημασίας θέμα.
Όταν δε άρχισαν να δέχονται κριτικές από τη μονεταριστική Σχολή του Σικάγου και ιδιαίτερα από τον νομπελίστα καθηγητή Μίλτον Φρήντμαν, πολύ γρήγορα και εύκολα βάπτισαν τους οπαδούς της Σχολής αυτής αντιδραστικούς και θεώρησαν ότι έτσι είναι οι ίδιοι υπεράνω κριτικής, καθ’ όσον εκπροσωπούν την πρόοδο!
Αυτή η τακτική συνεχίζεται και σήμερα την ώρα που η παγκόσμια οικονομία πλήττεται από την πανδημία, η οποία τελικά είναι μια άλλη μορφή παγκοσμίου πολέμου.
Οι νεοκεϋνσιανοί πραιτωριανοί, επικαλούμενοι έναν διαστρεβλωμένο κεϋνσιανισμό που παραπλανητικά έχουν βαπτίσει “νεοφιλελευθερισμό”, πεισματικά ζητούν την επέκταση του κράτους, την ώρα που η προσοδοθηρία οργιάζει, το παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος καλπάζουν, ενώ οι Κεντρικές Τράπεζες μοιράζουν χρήμα που… αποταμιεύεται η χρησιμοποιείται κερδοσκοπικά.
Αντί για κίνητρα και γενναίες ρυθμίσεις για την κινητοποίηση “κοιμώμενου κεφαλαίου”, όπως σίγουρα θα πρότεινε ο Τζων Μαίηναρντ Κέυνς, οι επίγονοι “οραματίζονται” τον κρατισμό της ψηφιακής εποχής, ο οποίος αντί να εξαρτάται από μαθηματικές εξισώσεις αυτή τη φορά θα υπάγεται σε αλγορίθμους. Από το σημείο αυτό και μετά όμως, για τον κεϋνσιανισμό ανοίγει ένα νέο πεδίο, που ήταν βέβαια παντελώς άγνωστο στον εμπνευστή του και για το οποίο η οποιαδήποτε ασφαλής πρόβλεψη του πως θα εξελειχθεί είναι παρακινδυνευμένη.
Για μιαν ακόμη φορά έτσι, μετά από έναν πόλεμο, αυτό της πανδημίας, ο κεϋνσιανισμός κινδυνεύει από τις διαστρεβλώσεις των επιγόνων και τις φαντασιώσεις τους.