Ο σημαντικός στοχαστής, δημοσιογράφος, εκδότης και συγγραφέας που πριν λίγες ημέρες «έφυγε», είχε μια μοναδική ικανότητα να βλέπει μακρυά… και να μαντεύει….
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Με τον Παναγιώτη Δρακόπουλο, φέτος θα συμπληρώναμε 41 χρόνια φιλίας και κατά καιρούς συνεργασίας. Η γνωριμία μας έγινε το 1980 σε ένα γραφικό ταβερνάκι στην Κηφισιά, μετά από πρωτοβουλία τότε του Τάκη Μίχα, που έγραφε ένα βιβλίο για τους «νέους φιλοσόφους» στη Γαλλία. Στην Ελλάδα εκείνης της περιόδου, οι ολοκληρωτικές και τριτοκοσμικές αντιλήψεις ήταν κυρίαρχες και η κυβέρνηση του Γιώργου Ράλλη που χειριζόταν το θέμα της ένταξής μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα δεν έδειχνε να πολυπιστεύει στο εγχείρημα.
Έτσι, οι σχετικές ενταξιακές καμπάνιες ήσαν μάλλον αφελείς για την Ευρώπη, η οποία παρομοιαζότανε με οργανισμό που θα μοίραζε λεφτά σε όποιον τα χρειαζόταν. Από την πλευρά του, το καλπάζων τότε προς την εξουσία ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε μια προσβλητική για την Ευρώπη και τον ελληνικό πολιτισμό ρητορική, η οποία συνταύτιζε τη χώρα μας και την ιστορία της περισσότερο με αφρικανικά κράτη παρά με την Ελλάδα του Αριστοτέλη και του Πυθαγόρα.
Όταν, λοιπόν, ο Παναγιώτης Δρακόπουλος, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, μου έδωσε να δώ το περιοδικό «Εποπτεία» που εξέδιδε, ξεφυλλίζοντας το εν τάχει ομολογώ ότι έμεινα έκπληκτος. Είχα στα χέρια μου ένα προϊόν φιλοσοφικής τέχνης, που έδειχνε ότι στο ελληνικό πνευματικό υπέδαφος υπήρχε και υπάρχει ακόμα, πολύτιμο πνευματικό υλικό, το οποίο μάλλον πηγαίνει χαμένο.
Στη συνέχεια, ο Παναγιώτης άρχισε να μου μιλάει για τρεις Έλληνες διανοούμενους που είχα γνωρίσει στο Παρίσι και που ήταν οι Κώστας Παπαϊωάννου, Κορνήλιος Καστοριάδης και Κώστας Αξελός.
Ιδιαίτερα με τον Κώστα Παπαϊωάννου είχα τότε μια καλή και γόνιμη σχέση και μπορώ να πω ότι δίπλα του έμαθα πολλά πράγματα για τη φύση του ολοκληρωτισμού και για το πώς ο μαρξισμός από θεωρητική κατασκευή έγινε απάνθρωπο σύστημα εξουσίας.
Πρότεινα έτσι στον Παναγιώτη, αν ήθελε, να δημοσιεύει στην Εποπτεία συνεντεύξεις που είχα αρχίσει να παίρνω από Ρώσους και άλλους αντιφρονούντες του συστήματος των «χαρούμενων αύριο» και οι οποίες στην συνέχεια θα μπορούσαν να αποτελέσουν το περιεχόμενο ενός βιβλίου. «Αναλαμβάνεις σοβαρό ρίσκο» μου είπε ο Π.Δρακόπουλος. «Το ξέρω» του απάντησα, «αλλά η πραγματικότητα δεν μπορεί συνεχώς να κρύβεται».
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, με τον Παναγιώτη Δρακόπουλο ξεκίνησε μια πολυετής συνεργασία και φιλία, η οποία διακόπηκε όταν αναχώρησε για την Αμερική, κάπου στη μέση της δεκαετίας του 1990, όπου με τη σύζυγό του, αξέχαστη Ζηνοβία, πρέπει να έμειναν τέσσερα με πέντε χρόνια.
Αυτοδίδακτος και ως εκ τούτου με έμφυτη περιέργεια, ο Παναγιώτης μπορεί σε συγκεκριμένα θέματα να είχε αμετακίνητες απόψεις, διψούσε όμως να ακούει και να μαθαίνει. Όχι λίγες φορές έτσι, μπροστά σε πειστικά επιχειρήματα έβαζε νερό στο κρασί του. Αυτή του η δίψα για μάθηση, του επέτρεπε να βλέπει μακρυά και να μαντεύει. Και από την άποψη αυτή, τα τελευταία χρόνια, ο Παναγιώτης προβληματιζόταν με την πορεία της Ευρώπης στο πολιτιστικό επίπεδο και κυρίως με τη διείσδυση του ισλάμ στις πιο καίριες αρθρώσεις της.
Έχοντας μελετήσει και ερευνήσει σε μεγάλο βαθμό τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, για τον οποίον είχε γράψει και βιβλίο, ο αποβιώσας στοχαστής πίστευε ότι «η Ευρώπη των Ευρωπαίων» ήταν μια μοναδική ιστορική και κοινωνιολογική οντότητα, η οποία μέσω ανατροπών που προκαλούσε αποτελούσε για τον άνθρωπο ατμομηχανή προόδου.
Πάνω στο θέμα αυτό, πριν 27 χρόνια, ο Παν. Δρακόπουλος σ’ ένα θαυμάσιο δοκίμιο του με τίτλο «Η αναπνοή του Ελληνισμού» έγραφε μεταξύ άλλων και το ακόλουθα προφητικά λόγια:
«Έναντι του Ισλάμ, οι Ευρωπαίοι, έχουν δώσει καθοριστικόν της πνευματικότητας τους αγώνα: προσπάθησαν ανεπιτυχώς να το κρατήσουν μακρυά από τον μικρασιατικό χώρο αναπνοής της Κωνσταντινούπολης και τους Άγιους Τόπους της Θρησκείας τους (μιά νοητή ευθεία πού αρχίζει από την Τραπεζούντα και καταλήγει στον κόλπο της Άκαμπα), όπως προσπάθησαν να το κρατήσουν μακριά από την Ευρώπη, που την ήθελαν δική τους γη και πατρίδα. Η ευρωπαϊκή συνείδηση και κληρονομιά έχουν σφραγισθεί -καθώς μαρτυρούν τα μεγάλα μνημεία της Γραμματείας της- με γεγονότα όπως η μάχη τού Πουατιέ το 732 που ανέκοψε την είσοδο του Ισλάμ στην Ευρώπη από τα δυτικά Στενά της Μεσογείου και με τη μάχη της Βιέννης το 1683 που ανέκοψε τη διείσδυση του από τα Στενά της ανατολής. Οι μάχες αυτές ήταν και αρχές μιας μακράς κι αιματηρής πορείας πλήρους απαλλαγής της Ευρώπης από το Ισλάμ, πού ολοκληρώθηκε στο δυτικό μέτωπο το 1492 με την ανακατάληψη όλης της Ιβηρικής χερσονήσου, και στο ανατολικό το 1923 με την απελευθέρωση της Βαλκανικής χερσονήσου (όχι πλήρως τη φορά αυτή, διότι οι δυτικοί προτιμούν να είναι η Κωνσταντινούπολη στα νύχια του χειρότερου εχθρού τους παρά στα χέρια των ‘Ελλήνων).
Επιμένω στο θέμα του Ισλάμ διότι αυτό θα είναι ένα από τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα της ενωμένης Ευρώπης τα χρόνια που έρχονται, ενώ δεύτερο μεγάλο θα είναι το λεγόμενο melting pot. Το θέμα πλέον δεν είναι η στάση των εταίρων έναντι αυτής ή της άλλης μουσουλμανικής χώρας τού άλλοτε ποτέ Τρίτου Κόσμου. Το θέμα είναι ότι ήδη εδώ και λίγα χρόνια οι μονίμως εγκατεστημένοι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μουσουλμάνοι υπερβαίνουν τα 12 εκατομμύρια· συνιστούν άρα ένα κράτος χωρίς νόμιμη εκπροσώπηση και σύνορα, μεγαλύτερο όμως από το Βέλγιο, τη Δανία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία ή την Ελλάδα. Και σαν να μην αρκούσε αυτό, η πολιτική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπαρίσταται ανεπιγνώτως στη μετατροπή της Βαλκανικής σε ζώνη ισλαμικής επιρροής, ενώ ταυτοχρόνως σύρεται στην ένταξη της Τουρκίας μεταξύ των μελών της.
Είμαστε, λοιπόν, μάρτυρες ενός μεγάλου ιστορικού γεγονότος: της εισόδου του Ισλάμ στην Ευρώπη, με τη συμπαράσταση ή την παθητική αποδοχή των Ευρωπαίων. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός (μετανάστες και Βαλκάνιοι) θα φθάνει τα 20 εκατομμύρια και τα 80 περίπου εκατομμύρια όταν ενταχθεί και η Τουρκία. Πρόκειται για πληθυσμιακό όγκο που δεν μπορεί να απορροφηθεί από τα 400 περίπου εκατομμύρια των Ευρωπαίων (αν στην Ένωση προσθέσουμε τις Σκανδιναυικές χώρες και τα κράτη-νησίδες Αυστρία-‘Ελβετία). Εάν στραφούμε προς τις πληθυσμιακές τάσεις, θα δούμε ότι οι μουσουλμανικοί λαοί έχουν αυξητικούς ρυθμούς της τάξεως του 4 ή 5% ετησίως, ενώ οι Ευρωπαίοι κομίζουν αρνητικούς δείκτες ή ρυθμούς της τάξεως του 1%. Τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά, θαρρώ, για να καταλάβουμε το πρόβλημα της Ευρώπης μέσα στα προσεχή 10-20 χρόνια και μας επιτρέπον να εικάσουμε σε ποια Ευρώπη θα ζήσει η γενιά που βλέπει το φως της μέρας τούτα τα δύσβατα χρόνια.
Τί μπορεί να συνεπάγεται η είσοδος του Ισλάμ στην Ευρώπη; θα έχουμε την απάντηση, ίσως, αν θεωρήσουμε αυτή την είσοδο αντίστοιχη αυτών πού έγιναν προ αιώνων από τα βάρβαρα φύλα της στέπας και οδήγησαν στο τέλος του αρχαίου κόσμου. Δεν μου διαφεύγει ότι τα φύλα εκείνα εκχριστιανίστηκαν κι ασπάσθηκαν πλήρως το εννοιολογικό και αξιολογικό πλαίσιο που είχε δημιουργήσει ο ελληνορωμαϊκός κόσμος. Οι λαοί εκείνοι παραιτήθηκαν από την ταυτότητά τους αποδεχόμενοι την υιοθεσία τους από τον παλαιό κι επίζηλο κόσμο. Μια παρόμοια συμπεριφορά θάταν ανόητο να περιμένουμε από τους μουσουλμάνους και παρέλκει κάθε συζήτηση επ’ αυτού.
Η Ευρώπη, λοιπόν, βαδίζει προς το ίδιο της το τέλος; Αυτό που ορίζουμε ως ευρωπαϊκή συνείδηση, έκλεισε άραγε τον ιστορικό του κύκλο και πρόκειται, στις αρχές του 21ου αΐ. να μεταλλαχθεί σε κάτι όλως άλλο;
Είναι φανερό πώς ερωτήματα του είδους αυτού, ερωτήματα ουσιώδη και κρίσιμα, δεν απασχολούν την ηγεσία της Ευρώπης, δεν ταράσσουν τον μινιστεριαλισμό της. Η ηγεσία αυτή δεν φαίνεται να έχει σημεία αναφοράς επέκεινα του παροντικού και συνεπώς, δεν δυσκολεύεται να εκλαμβάνει το άνοιγμα της πρώτης σφραγίδος και την εμφάνιση «ίππου λευκού» επί του οποίου «ο καθήμενος έχων τόξον» χαράσσει την ιστορία, ως απλή κίνηση στο σκάκι της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας. Η ηγεσία αυτή δεν φαίνεται ικανή ούτε να υποψιαστεί τις πεποιθήσεις της, και γι’ αυτό προχωράει αποφασιστικά στην ομολογουμένως φαντασμαγορική οικονομική σύγκλιση των μελών, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις του κόσμου τραβούν το πολιτιστικό χαλί κάτω από τα πόδια της, ετοιμάζοντας με ταχύτητα και την πειθώ της ισχύος τον νέο κόσμο, που θα προκύψει μόλις αντικατασταθεί η ιδιοπροσωπία από την ομοείδεια».
Αν λάβουμε υπόψη μας ότι στην καρδιά της ΕΕ, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά το πιο πάνω κείμενο, βρίσκονται 36 εκατομμύρια μουσουλμάνοι και ήδη υπάρχουν περιοχές που ισχύει, στη Γαλλία για παράδειγμα, μόνον ο νόμος της σαρία, τότε όντως η παρακμή της Ευρώπης δεν είναι πολύ μακρυά.