Του Παναγιώτη Ρόϊλου*
Στον ελληνόφωνο κόσμο του εικοστού αιώνα ο Καβάφης είναι ο κατεξοχήν ποιητής του μεταιχμίου και της διασποράς, όπως έχω ισχυρισθεί σε διάφορες εργασίες μου. Οι ιδιότητες αυτές έχουν εν πολλοίς διαμορφώσει σημαντικές πτυχές της υπονομευτικής κοινωνικο-ηθικής του, αυτού που αλλού ορίζω ως την «αντι-οικονομία» του της επιθυμίας, της αισθητικής του, αλλά, βεβαίως, και της ιδεολογικής και ιστορικής συνείδησής του. Η διασπορικότητα στα κείμενα που δημοσιεύθηκαν ενόσω ζούσε αλλά και σε αυτά που έγιναν γνωστά αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του (χάρη κυρίως στο εκδοτικό έργο του Γ. Π. Σαββίδη και της R. Lavagnini) πρέπει να νοηθεί ως χωροχρονική κατηγορία: εκτείνεται ασφαλώς στον χώρο, αλλά και στον χρόνο, στις συνέχειες και α-συνέχειες του ελληνικού ή «γραικικού» πολιτισμικού και ιστορικού βιώματος.
Η γλωσσική ιδιοτυπία του Καβάφη, ή, ορθότερα, η ποιητική αποτύπωση της γλωσσικής διαλογικότητάς του, εξελίχθηκε και αυτή ως έκφανση της διασπορικής οπτικής του και της σύνολης τάσης του για τη μεταιχμιακότητα. Εχω γράψει αλλού: «η έννοια και λειτουργία της διασπορικότητας καθορίζεται από μία συνεχή ταλάντευση ανάμεσα σε κεντρόφυγες και κεντρομόλες κινήσεις γύρω από πραγματικά ή φαντασιακά κέντρα. Συμφυής με την έννοια και την εμπειρία της διασποράς είναι η ιδέα ενός γενεσιουργού διασκορπισμού, και επομένως απομάκρυνσης, από ένα διασπείρον (disseminating) κέντρο και της δημιουργίας καινούργιων κέντρων διασποράς.
Η κεντρόφυγος αυτή πορεία, ωστόσο, ποτέ δεν απελευθερώνεται πλήρως από την αναφορικότητά της στην αφετηριακή πράξη διασποράς και το αρχέγονο, προγονικό εκείνο κέντρο το οποίο καθορίζει την κατάσταση του διασπορικού και του φαντασιακού που απορρέει απ’ αυτό». Ενδεικτικά παραδείγματα, μεταξύ πολλών άλλων, της έτσι νοούμενης διασπορικότητας στο έργο του Καβάφη είναι τα «κρυμμένα» του «Ποσειδωνιάται» (1906), «Επάνοδος από την Ελλάδα» (1914) και «Πάρθεν» (1921). Κειμενική αφορμή της σύνθεσης του τελευταίου ποιήματος, σύμφωνα με τον αφηγητή, ήταν η ανάγνωση δημοτικών τραγουδιών για «πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά». Εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος να αναλύσω τις ιστορικές συνυποδηλώσεις του όρου «Γραικός» στον Καβάφη. Αρκεί να σημειώσω ότι γενικά χρησιμοποιείται με μία αίσθηση βιωματικής οικειότητας για να δηλώσει πτυχές του μετακλασσικού διασπορικού και οικουμενικού (σήμερα θα λέγαμε «παγκοσμιοποιημένου») ελληνισμού, από την ελληνιστική περίοδο μέχρι και το Βυζάντιο και τους νεότερους χρόνους. Ας θυμηθούμε την «αγέρωχη Γραικιά» Αννα Κομνηνή, «την εκκλησίαν των Γραικών», τον «Γραικό ελληνικά διαβάζοντας» των επίσης κρυμμένων «Νομισμάτων» (1920). Στο «Πάρθεν» το τραγούδι που συγκινεί ιδιαίτερα τον αφηγητή είναι από την Τραπεζούντα «με την παράξενή του γλώσσα | και με τη λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων | που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη».
Πρόκειται για θρήνο για την άλωση της Κωνσταντινούπολης από την περιοχή του Πόντου. Το σημαντικό εκείνο γεγονός είχε απασχολήσει τον Καβάφη και σε ένα άλλο του «κρυμμένο» ποίημα, το «Θεόφιλος Παλαιολόγος» (η τελική μορφή του πιθανότατα γραμμένη το 1914), όπου επίσης χρησιμοποιείται ο όρος «Γραικός», αυτή τη φορά για να χαρακτηρίσει τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Στο «Πάρθεν», ο Καβάφης προσαρμόζει χωρία από τον τραπεζούντιο θρήνο στη ροή της αφήγησής του. Αντλημένο προφανώς από τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Passow, το «Τραπεζούντιον άσμα» προσαρμόζεται στην καβαφική ποιητική και ιστορική οπτική. Θυμίζω τη χρονολογία συγγραφής του «Πάρθεν»: 1921.
Αν και η απόδοση συγκεκριμένων προθέσεων σε πολιτισμικά φαινόμενα ή δημιουργήματα είναι συχνά ριψοκίνδυνη ή και αυθαίρετη, η σύνθεση του ποιήματος δύο περίπου χρόνια από τη Γενοκτονία των Ποντίων της περιοχής της Σαμψούντας τον Μάιο του 1919 και κάποιους μήνες μετά τα γεγονότα στην Μπάφρα και το Ααζάμ και εν μέσω της προβληματικής μικρασιατικής εκστρατείας ίσως να μην είναι τυχαία, αλλά να απηχεί την πολιτική και ιστορική ευαισθησία του Καβάφη. Αν μη τι άλλο, πρόκειται για αξιοσημείωτη συγχρονικότητα. Οι δύο στίχοι από το τραγούδι του Πόντου με τους οποίους τελειώνει το «Πάρθεν», στις ημέρες μας ακούγεται σαν θρήνος και για τον ίδιο Πόντο, αλλά και ως δυσοίωνο προφητικό επίγραμμα για τη δραματική κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας: «Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν. | Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν».
*καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead
Πηγή: tanea.gr