Ο ρόλος της ισχύος1 στη διαμόρφωση του Κυπριακού ζητήματος 1955-1974
Υπό του Στρατηγού ε.α. Γκίνη Κωνσταντίνου – Επιτίμου Α/ΓΕΣ
Γενικά
Η σύγκρουση με τη χρησιμοποίηση της ισχύος, σε οποιαδήποτε έκταση, ένταση και μορφή ακόμη και στην πλέον ακραία, αυτή του πόλεμου είναι όργανο της πολιτικής.2 Οι πολιτικοί στόχοι είναι αυτοί που πυροδοτούν τη δράση και τις εξελίξεις. Οι δρώντες έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν από ένα φάσμα μέσων (πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά, κοινωνικά, επικοινωνιακά) εκείνα που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη των στόχων. Κομβικό σημείο είναι η επιλογή του μέσου που θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος της συγκρούσεως καθώς και εκείνα που θα κληθούν να το πλαισιώσουν και να το υποστηρίξουν. Το τελικό αποτέλεσμα της συγκρούσεως είναι πάντοτε πολιτικό, καθώς απεικονίζεται σε πολιτικές διευθετήσεις, όπως οι συμφωνίες και οι συνθήκες και συνήθως σε αυτό το πεδίο ενασκείται η κριτική, παραβλέποντας ή παραγνωρίζοντας άλλους ουσιαστικότερους παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση, όταν χρησιμοποιείται η ισχύς ως κεντρικό στοιχείο, ο επίλογος αντικατοπτρίζει τα αποτελέσματα στο πεδίο, το συσχετισμό ισχύος και τη δυναμική μεταξύ των αντιπάλων. Το Κυπριακό ζήτημα αποτελεί αναμφισβήτητα κομβική υπόθεση για τον Ελληνισμό, η δε διαμόρφωσή του τη χρονική περίοδο 1955-1974 ήταν αποτέλεσμα συγκρούσεως.
Σκοπός
Το παρόν αποσκοπεί στη διερεύνηση του ρόλου της ισχύος, στην επίτευξη των πολιτικών αντικειμενικών σκοπών των εμπλεκομένων και στη διαμόρφωση του Κυπριακού τη χρονική περίοδο 1955-1974.
Κυπριακό 1955-1960
Η Ελληνοκυπριακή κοινότητα κινήθηκε δραστήρια μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για την αποτίναξη της βρετανικής αποικιοκρατικής κυριαρχίας και την ένωση με την Ελλάδα. Το 1950 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα, από το Εθναρχικό Συμβούλιο, μεταξύ των Ελληνοκυπρίων το οποίο με συντριπτική πλειοψηφία (95,7%) τάχθηκε υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Το δημοψήφισμα πυροδότησε σειρά ειρηνικών ενεργειών των Ελληνοκυπρίων, άλλοτε χωρίς και άλλοτε με την υποστήριξη της Ελλάδος, προς τη Βρετανία αλλά και προς άλλες κατευθύνσεις (ΟΗΕ κτλ). Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε και ενέπλεξε την Τουρκία στο ζήτημα. Κατόπιν αυτών, στους κόλπους της Ελληνοκυπριακής κοινότητας άρχισε να καλλιεργείται η προσφυγή σε πιο δυναμικές επιλογές και ιδιαίτερα η ιδέα για τη διεξαγωγή ενόπλου αγώνα στην Κύπρο.
Την 1 Απριλίου 1955, μια σειρά εκρήξεων εναντίον βρετανικών στόχων σε πόλεις της Κύπρου σηματοδότησε την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών) με αντικειμενικό σκοπό την αυτοδιάθεση και την ένωση με την Ελλάδα. Η Ελληνοκύπριοι χρησιμοποίησαν την ισχύ με τη μορφή του ανορθοδόξου πολέμου. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, η Βρετανία, η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι, επιλέγουν τα μέσα, θέτουν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, στοιχίζονται πίσω από αυτούς και συντονίζουν ανάλογα την πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική τους δράση. Οι Βρετανοί επιδιώκουν τη διατήρηση του ελέγχου της Κύπρου και στην προσπάθεια τους αυτή καθιστούν την Τουρκία σύμμαχο και συνεταίρο στην υπόθεση αυτή. Επιλέγουν σκληρά και καταπιεστικά μέτρα, εναντίον των μαχητών της ΕΟΚΑ τους οποίους χαρακτηρίζουν τρομοκράτες, με τη χρησιμοποίηση αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι αρχικά υποστηρίζουν τη συνέχιση της βρετανικής κυριαρχίας. Οι Τουρκοκύπριοι ως αντίβαρο στην ΕΟΚΑ, η οποία σημειωτέον δεν εστρέφετο εναντίον της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, συγκροτούν την παραστρατιωτική οργάνωση «Volkan», χωρίς σημαντική δράση, ενώ διοχετεύουν την ισχύ τους στην επάνδρωση των βρετανικών επικουρικών αστυνομικών σωμάτων, τα οποία φυσικά αποτελούν αντιπάλους της ΕΟΚΑ, με σκοπό τη διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας.
Ενώ ο αγώνας της ΕΟΚΑ βρίσκεται σε εξέλιξη η τουρκική αντίδραση δεν περιορίζεται μόνο στην Κύπρο. Η Τουρκία θεώρει τον Ελληνισμό ενιαίο ανεξαρτήτως της θέσεώς του (Ελλάδα, Κύπρο, Τουρκία), έτσι στρέφεται εναντίον τού ασθενέστερου κρίκου, δηλαδή του ελληνισμού της Τουρκίας. Τη νύχτα της 5-6 Σεπτεμβρίου 1955 εκρήγνυται βόμβα μικρής ισχύος στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, η οποία εκ των ερευνών που ακολούθησαν προέκυψε ότι ήταν έργο τούρκων πρακτόρων και προκάλεσε περιορισμένες ζημιές. Τις απογευματινές ώρες της 6 Σεπτεμβρίου το ζήτημα μεγεθύνεται από τις τουρκικές εφημερίδες. Αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει μερικές ώρες αργότερα, με βάση ένα άριστα οργανωμένο σχέδιο, η λεηλασία και η καταστροφή των ελληνικών περιουσιών από τον τουρκικό όχλο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ έγιναν έκτροπα και στη Σμύρνη. Η αντίδραση της Ελληνικής κυβερνήσεως ήταν μηδαμινή.
Καθώς η Τουρκία είχε παραιτηθεί κάθε δικαιώματος στην Κύπρο με τη Συνθήκη της Λωζάννης, η εμπλοκή της γίνεται με έμμεσο τρόπο από τους Βρετανούς, ως αντιστάθμισμα στις Ελληνοκυπριακές πιέσεις και στις Ελληνικές επιδιώξεις. Η επεξεργασία των στόχων της Τουρκίας έγινε στην Άγκυρα και οι Τουρκοκύπριοι πρακτικά «εργαλειοποιούνται» στην υποστήριξή τους. Ειδικότερα, η τουρκική στρατηγική διαμορφώνεται περί το τέλος του 1956, από τον Νιχάτ Ερίμ (τότε βουλευτή της αντιπολιτεύσεως, καθηγητή συνταγματικού δικαίου, μετέπειτα πρωθυπουργό της Τουρκίας) στο πλαίσιο που ακολουθεί. Λόγω των αρνητικών στοιχείων για την Τουρκία της Συνθήκης της Λωζάννης, δεν μπορεί νομικά να διεκδικηθεί η επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία, ως εκ τούτου οι τουρκικές επιδιώξεις πρέπει να βασισθούν σε ένα «παράθυρο πολιτικής ευκαιρίας», με κύριο αίτημα την αυτοδιάθεση, βασισμένο σε πολιτική και όχι σε νομική επιχειρηματολογία. Ο ΟΗΕ και η Γενική Συνέλευση δεν είναι δικαστήριο, αλλά πολιτικό όργανο, όπου η Τουρκία μπορεί να κάνει κάθε είδους ελιγμό για να κερδίσει τα οφέλη που επιθυμεί. Η αυτοδιάθεση πρέπει να διασφαλισθεί με ξεχωριστά δημοψηφίσματα, για κάθε κοινότητα. Η μέση λύση για το κυπριακό είναι η διχοτόμηση της νήσου, ενώ η Τουρκία πρέπει να έχει λόγο στην ασφάλεια της Κύπρου, κάτι το οποίο η Ελλάδα δεν μπορεί να το απαιτήσει στο ίδιο επίπεδο, λόγω αποστάσεως.3
Η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ πυροδοτεί πολιτικές πρωτοβουλίες (Σχέδιο Χάρντινγκ, Σχέδιο Ράντκλιφ κτλ) τις οποίες η Βρετανία προηγουμένως ηρνείτο για την αντιμετώπιση του Κυπριακού, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ωστόσο οι απώλειες της ΕΟΚΑ στο στρατιωτικό πεδίο δυσχέραιναν τη ένοπλη προσπάθειά της. Έτσι το 1957 για αρκετούς μήνες κήρυξε εκεχειρία, με προσωρινή αναστολή της επιχειρησιακής δράσεως, με σκοπό την ανασυγκρότηση.
Παράλληλα, το 1957 η Τουρκοκυπριακή οργάνωση «Volkan» μετεξελίσσεται στην ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης) υπό τον άμεσο έλεγχο του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Στρατού. Η τελευταία ουδέποτε συγκρούσθηκε με τους Βρετανούς ούτε ασχολήθηκε ποτέ με αντιαποικιακό αγώνα. Στόχος της ήταν να καταδείξει την αδυναμία της ειρηνικής συνυπάρξεως μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και ως εκ τούτου ότι ήταν απαραίτητη η διχοτόμηση της νήσου.
Μετά τη εκεχειρία, η ΕΟΚΑ συνέχισε την επαναστατική της δράση, ωστόσο το 1958, αποτέλεσε την πλέον επικίνδυνη περίοδο για τη βιωσιμότητα της και την επίτευξη των στόχων της. Η ΕΟΚΑ βρέθηκε κάτω από πολύ έντονη πίεση τόσο των Βρετανών, όσο και των Τουρκοκύπριων αλλά και τον κίνδυνο διασπάσεως του Ελληνοκυπριακού μετώπου καθώς άρχισε να επιτίθεται και εναντίον υποστηρικτών του ΑΚΕΛ(Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου). Η ΤΜΤ, το καλοκαίρι (Ιούνιος – Αύγουστος) του 1958, προσπάθησε μέσω βίαιων επιθέσεων εναντίον Ελληνοκυπρίων αμάχων και των περιουσιών τους να πετύχει μία de facto διχοτόμηση, χωρίς αποτέλεσμα. Επίσης τον Οκτώβριο του 1958 το ένοπλο ενωτικό κίνημα της Κύπρου βρέθηκε μπροστά στο φάσμα της διχοτομήσεως της νήσου, άμεσα σε διοικητικό επίπεδο και λόγω της δημιουργίας τετελεσμένων για το μέλλον, με την έναρξη εφαρμογής του Σχεδίου Macmillan, το οποίο είχε αποδεχθεί η Τουρκία.
Η ισχύς της ΕΟΚΑ ως μοχλός πιέσεως για την επίτευξη της ενώσεως, έχει εξαντλήσει τα όρια της. Παρομοίως και η χρησιμοποίηση της ισχύος από τους Βρετανούς αλλά και τους Τούρκους – Τουρκοκυπρίους δεν είναι ικανή να διαμορφώσει τις συνθήκες εκείνες που θα επέτρεπαν την επίτευξη των αντικειμενικών τους σκοπών, δηλαδή, την παραμονή στην αυτοκρατορία και τη διχοτόμηση, αντίστοιχα. Τότε, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εγκατέλειψε τον στόχο της ενώσεως και αποδέχθηκε τη λύση της ανεξαρτησίας, με την οποία συνηγόρησε τελικά και η Ελληνική Κυβέρνηση. Παράλληλα άρχισαν να αναπροσαρμόζουν τους στόχους τους τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Τούρκοι – Τουρκοκύπριοι.
Κατόπιν αυτών, το ζήτημα οδηγήθηκε στο συμβιβασμό των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, δηλαδή, σε μια ανεξάρτητη Κύπρο υπό την εγγύηση της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Βρετανίας και τη διατήρηση της κυριαρχίας της τελευταίας σε δύο μεγάλες στρατιωτικές βάσεις στο νότιο τμήμα της νήσου.
Κυπριακό 1960 – 1974
Τον Αύγουστο του 1960, η Κύπρος αρχίζει να λειτουργεί ως ανεξάρτητο κράτος με ένα ιδιότυπο καθεστώς, το οποίο αποσκοπούσε να αποκλείσει τόσο την ένωση όσο και τη διχοτόμηση. Όμως αυτό, πυροδότησε τη σύγκρουση ανάμεσα στη «δεσμευμένη Ελληνοκυπριακή πλειοψηφία» και στην «παρακωλυτική Τουρκοκυπριακή μειοψηφία».4 Ωστόσο σε κάθε περίπτωση, τόσο η ένωση όσο και η διχοτόμηση, υπέβοσκε αντίστοιχα στη σκέψη των δύο πλευρών. Ο πρόεδρος Μακάριος προκειμένου να καταστήσει λειτουργικότερο το κράτος πρότεινε το Νοέμβριο του 1963 την αλλαγή του Συντάγματος («13 σημεία»). Η ενέργεια αυτή εκλαμβάνεται από την Τουρκία ως προσπάθεια ανατροπής του υφιστάμενου καθεστώτος και απορρίπτεται. Ένα τυχαίο περιστατικό, την 21 Δεκεμβρίου 1963, επαναφέρει πάλι στην επιφάνεια τη χρησιμοποίηση της ισχύος από τις δύο πλευρές. Αρχίζει η σύγκρουση παραστρατιωτικών οργανώσεων των δύο κοινοτήτων (διακοινοτικές συγκρούσεις) οι οποίες συνεχίσθηκαν σποραδικά και το πρώτο εξάμηνο του 1964. Αποτέλεσμα αυτών των συγκρούσεων ήταν ο διαχωρισμός της Λευκωσίας («πράσινη γραμμή»), η μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων στους θυλάκους, οι οποίοι καθίστανται απαγορευμένοι για τους Ελληνοκυπρίους και συνιστούν το πρώτο βήμα καταδείξεως της αδυναμίας συνυπάρξεως των δύο κοινοτήτων και της ανάγκης εδαφικού διαχωρισμού. Επίσης ακολουθεί η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, όπως επίσης και από την δημόσια διοίκηση. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι Τουρκοκύπριοι δικαστές οι οποίοι παρέμειναν στα καθήκοντά τους μέχρι το 1966. Ακολούθησε η ανάπτυξη ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ, μεταξύ των δύο πλευρών. Πρακτικά, δημιουργήθηκε μια Τουρκοκυπριακή διοίκηση εκτός των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, της οποίας ηγούντο τύποις πολιτικοί, στην πραγματικότητα ο ουσιαστικός έλεγχος ενασκείτο από αξιωματικούς του τουρκικού στρατού, οι οποίοι ελάμβαναν οδηγίες, διαταγές και ανέφεραν σχετικά στην Άγκυρα. Οι θύλακες σταδιακά κατέστησαν στρατιωτικά οργανωμένοι και εξοπλισμένοι, υπό την ηγεσία τούρκων αξιωματικών.5 Η Τουρκία το 1964 απείλησε με απόβαση στην Κύπρο, για την αποτροπή της οποίας έστειλε επιστολή ο πρόεδρος Τζόνσον των ΗΠΑ (5 Ιουνίου 1964). Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε την Τουρκία δύο μήνες αργότερα να χρησιμοποιήσει την αεροπορία της για προσβολή στόχων στο Κυπριακό έδαφος κατά τη διάρκεια συγκρούσεων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Όπως και το 1955 η Τουρκία στρέφεται εναντίον της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Ακολουθούν απελάσεις ελλήνων μετά το 1964 οι οποίες φθάνουν στις 40.000-48.000. Ενώ οι έξοδος των Ελληνων επιτάθηκε και μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Αντιθέτως οι μουσουλμανικές μειονότητες στη Θράκη δεν αντιμετώπισαν ούτε λεηλασίες περιουσιών, ούτε κλείσιμο σχολειών, ούτε απελάσεις.6
Η Ελλάδα προκειμένου να αντιμετωπίσει την απειλή τουρκικής στρατιωτικής αποβάσεως, προώθησε μυστικά, από τον Απρίλιο 1964 μια Μεραρχία Πεζικού στην Κύπρο. Η παρουσία της Μεραρχίας ανέτρεψε την στρατιωτική ισορροπία στο νησί. Πλην όμως, λόγω, κυβερνητικής αστάθειας στην Ελλάδα, διστακτικότητας της Ελλάδος να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική ισχύ και αδυναμίας να εξασφαλισθεί κοινή στρατηγική μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, η υπεροχή αυτή δεν αξιοποιήθηκε για την ανατροπή της καταστάσεως που είχε δημιουργηθεί από την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους και την επαναφορά στο προηγούμενο status ή για να διαμορφωθεί μια νέα τάξη πραγμάτων (Σχέδιο Άτσεσον κτλ).
Το Νοέμβριο 1967 η υπερβολική χρησιμοποίηση στρατιωτικής ισχύος υπό της Κυπριακής κυβερνήσεως, έναντι περιορισμένης χρήσεως βίας από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα (Κοφίνου – Αγ. Θεόδωροι), σε συνδυασμό με την απειλή στρατιωτικής εισβολής από την Τουρκία, οδήγησε στην απόσυρση της Μεραρχίας, με τη συγκατάθεση και της κυπριακής ηγεσίας. Έτσι η Τουρκία καταφέρνει να ανατρέψει την ισορροπία ισχύος και να την μεταβάλλει υπέρ της, λόγω γεωγραφικής εγγύτητος. Επίσης οι Τουρκοκύπριοι θύλακοι οργανώνονται σε κρατική δομή με τη ονομασία «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση».
Και ενώ θεωρητικά στόχος όλων αυτών ήταν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ο πρόεδρος Μακάριος στις 12 Ιανουαρίου 1968 έκανε την διάκριση μεταξύ ευκταίου και εφικτού, δηλαδή εγκατέλειψε επισήμως τη γραμμή της ενώσεως και συνέχισε να στηρίζει το υπάρχον καθεστώς ανεξαρτησίας. Η τουρκική πλευρά σε καμία περίπτωση δεν απεμπόλησε τον στόχο της διχοτομήσεως, παρά μόνο προσωρινά και για λόγους τακτικής ή αδυναμίας.
Την 15 Ιουλίου 1974, το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδος, χωρίς να λάβει υπόψη του την ανατροπή του συσχετισμού ισχύος που είχε επέλθει από το 1967, χρησιμοποίησε την Εθνική Φρουρά και ανέτρεψε τη νόμιμη και διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση του προέδρου Μακαρίου. Το πραξικόπημα αυτό αποτέλεσε το πρόσχημα για τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, την 20 Ιούλιου 1974. Η Εθνική Φρουρά ήταν αποδιοργανωμένη και η υποστήριξη από την Ελλάδα πολύ περιορισμένη. Τα τουρκικά στρατεύματα στην 1η φάση της εισβολής, μέχρι τις 22 Ιουλίου, κατέλαβαν τμήμα 5-6 % του κυπριακού εδάφους. Η ελληνική πλευρά κατέφυγε σε κατάπαυση του πυρός και διαπραγματεύσεις και ενώ αυτά ευρίσκοντο σε εξέλιξη η Τουρκία συνέχισε να ενισχύει τις δυνάμεις της και να βελτιώνει τις θέσεις της. Δυστυχώς, η ελληνική πλευρά δεν κατάφερε να ανασυγκροτήσει και να ενισχύσει τις δυνάμεις της, ούτε να απαγορεύσει τις τουρκικές ενισχύσεις. Η Τουρκία τορπίλισε τις διαπραγματεύσεις και διεξήγαγε από την 14 Αυγούστου τη δεύτερη φάση της επιχειρήσεως « Αττίλας», καταλαμβάνοντας τελικά το 37% του κυπριακού εδάφους και πραγματοποιώντας εθνοκάθαρση στο καταληφθέν έδαφος. Κατ’ αυτό τον τρόπο η Τουρκία, χρησιμοποιώντας τη στρατιωτική της ισχύ, με χαμηλό κόστος, επιτυγχάνει τους στόχους που είχαν τεθεί από το 1956, δηλαδή τη διχοτόμηση της Κύπρου και τη δημιουργία συμπαγούς τουρκοκυπριακής περιοχής. Έκτοτε, οποιαδήποτε ενέργεια και διαπραγμάτευση γίνεται υπό το πρίσμα της κατοχής και της πανίσχυρης τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στο βόρειο τμήμα της νήσου και τον στρατηγικό έλεγχο του υπολοίπου αυτής.
Συμπεράσματα
Με βάση τα παραπάνω, η ισχύς αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της καταστάσεως σε κάθε φάση του Κυπριακού την συγκεκριμένη περίοδο. Οι πολιτικοί στόχοι που τέθηκαν από κάθε εμπλεκόμενη πλευρά υποστηρίχθηκαν βασικά από την ισχύ, ενώ οι πολιτικές και διπλωματικές ενέργειες και δράσεις ακολούθησαν προκειμένου να διαχειρισθούν τα αποτελέσματα της ισχύος στο πεδίο. Αξιοσημείωτο είναι ότι, σε όλες τις περιπτώσεις που η ελληνική πλευρά ανέλαβε τη πρωτοβουλία χρησιμοποιήσεως της ισχύος η Τουρκία κατάφερε είτε να την εξισορροπήσει (αγώνας ΕΟΚΑ), είτε να υπερισχύσει (1963-64), είτε να την ακυρώσει (1964-68) και τέλος να την ανατρέψει (1974) και να επιτύχει τους αντικειμενικούς σκοπούς που είχε θέσει εξαρχής. Επίσης πέραν αυτού η Τουρκία επέτυχε την εξουδετέρωση του ελληνισμού της Τουρκίας ως «παράπλευρη απώλεια» του Κυπριακού ζητήματος.
Επίλογος
Η επιτυχημένη και με χαμηλό κόστος χρησιμοποίηση της ισχύος στην Κύπρο, για την επίτευξη των αντικειμενικών σκοπών της, καθώς και η επιθετική στρατηγική της, έπεισε την Τουρκία ότι αυτά συνιστούν μια παραγωγική στρατηγική, στην αντιπαράθεση με τον Ελληνισμό και ως εκ τούτου την μετέφερε στα νέα πεδία που άνοιξε μετά το 1974, δηλαδή αυτά του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου. Αυτό επιβάλει στην Ελλάδα να επανεξετάσει και να επαναπροσδιορίσει την στρατηγική της αλλά και τα μέσα που χρησιμοποιεί έναντι της Τουρκίας.
Δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό, «Εθνικές Επάλξεις», Τευχ.133, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2020, σ.37-40
- Με τον όρο ισχύς εννοείται στο παρόν άρθρο η απειλή ή η χρησιμοποίηση στρατιωτικής ισχύος και βίας ή ένοπλης βίας.
- Carl Von Clausewitz, (Trans. Michael Howard, Peter Paret), On War, Princeton University Press, 1984. P. 610
- Xρήστος Μηνάγιας, Τουρκία. Αναθεωρητισμός και Συγκρούσεις, Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα, 2019, σ. 288-290.
- Θάνος Βερέμης, Ιστορία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, Σιδέρης, Αθήνα, 2005, σ.152.
- Gustaf Welin, Chister Ekelund, The U.N. in Cyprus. The Swedish peace-keeping operations 1964-1993, Hurst&Company, London,2004, p.96-98.
- Άγγελος Συρίγος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Εκδόσεις Πατάκη, 2015, σ. 167-168.