Του Τάκη Σ. Παππά*
Να δηλώσω εξαρχής ότι θεωρώ τον Κώστα Σημίτη ικανότατο πολιτικό και έναν εξαιρετικά επιτυχημένο πρωθυπουργό. Οχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει πολιτικά σε ένα λαϊκιστικό κόμμα, όπως ήταν το ΠΑΣΟΚ της εποχής, αλλά επίσης κατόρθωσε να αποκτήσει και την αρχηγία του παρότι ο ίδιος ήταν κάθε άλλο παρά λαϊκιστής. Κλασικός αστός και σοσιαλδημοκράτης που δούλευε με αυστηρή εργασιακή ηθική και παραδειγματική μεθοδικότητα, ο Σημίτης άσκησε την πρωθυπουργία για οκτώ χρόνια, αφήνοντας πίσω του σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και στην πολιτική, με πιο εμβληματική ασφαλώς την ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση το 2001. Βέβαια υπήρξαν και αστοχίες, κάποιες μεγάλες άλλες μικρότερες, αλλά έτσι δεν συμβαίνει πάντα με τη διακυβέρνηση κάθε χώρας; Μία αποτυχία του Σημίτη, που ήταν σημαντική τότε αλλά και καθοριστική για τη συνέχεια, ήταν η αδυναμία να μετατοπίσει το κόμμα του από τον χώρο του αριστερού λαϊκισμού σε εκείνον της μετριοπαθούς μεταρρυθμιστικής Κεντροαριστεράς.
Από όλες τις προσπάθειες που έγιναν στον τόπο για τη συγκρότηση μιας σύγχρονης Κεντροαριστεράς, η σημαντικότερη ήταν εκείνη του Σημίτη. Ούτε αυτή ωστόσο τελεσφόρησε, παρότι ο πρώην πρωθυπουργός έμεινε στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά και έκανε αρκετές και αρκετά σωστές στρατηγικές κινήσεις για την επιτυχία της. Πρώτα πρώτα, ως πρωθυπουργός, ο Σημίτης είχε συγκεκριμένο σχέδιο πολιτικής για το κόμμα και την κυβέρνηση με κύριους άξονες την ένταξη στην ΟΝΕ και την ένταση της διεθνούς παρουσίας της Ελλάδας, την οικονομική σταθερότητα, τον εκσυγχρονισμό του κράτους και τη διαφάνεια της δημόσιας διοίκησης. Κατά δεύτερον, ακριβώς επειδή διέθετε μεταρρυθμιστικό σχέδιο, ο Σημίτης κατάφερε να κερδίσει σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων που ανήκουν στις μεσαίες τάξεις της κοινωνίας και κινούνται πολιτικά στον χώρο του εκσυγχρονιστικού Κέντρου. Τρίτον, από το ξεκίνημα ακόμη της θητείας του, ο Σημίτης κράτησε σαφείς αποστάσεις από την άκρα Αριστερά, εντός και εκτός Κοινοβουλίου, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να δημιουργήσει μια λειτουργική σχέση συνεργασίας με τη λεγόμενη ανανεωτική Αριστερά του τότε Συνασπισμού. Εκείνη η προσπάθεια, ωστόσο, απέτυχε καθώς το μεν παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσε να ανεχτεί νέους μουσαφίρηδες στην εξουσία, η δε «ανανεωτική» Αριστερά απλώς είχε πάψει πλέον να είναι τέτοια. Αντί να κλίνει προς το μεταρρυθμιστικό Κέντρο, ήδη από εκείνη την εποχή ο Συνασπισμός είχε αρχίσει να κλείνει το μάτι προς τα εξωκοινοβουλευτικά κινήματα και να αντιμετωπίζει τόσο τις τολμηρές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Σημίτη όσο και την Ευρωπαϊκή Ενωση με όλο και μεγαλύτερη εχθρότητα.
Στην πραγματικότητα, όπως έχω γράψει αλλού, ο Σημίτης και το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» έκαναν μια φαουστικού τύπου συμφωνία, με την οποία ο πρώτος θα μπορούσε να κυβερνά αλλά μόνο μέσα στα όρια που του επέτρεπε το δεύτερο. Ετσι, το κόμμα παρέμεινε στα χέρια των λαϊκιστών, οι οποίοι και πρώτοι φρόντισαν να υποσκάψουν πολλές από τις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις που επιχείρησαν οι κυβερνήσεις Σημίτη, ιδίως εκείνες στο ασφαλιστικό και στην παιδεία. Οταν δε, λίγα χρόνια αργότερα, το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να σηκώσει το βάρος των αναγκαστικών και ιδιαίτερα επώδυνων μεταρρυθμίσεων που απαίτησαν οι διεθνείς δανειστές για να αποφύγει η χώρα τη χρεοκοπία, πολλά στελέχη του –ορισμένα μάλιστα προερχόμενα από τον πρώην κύκλο του Σημίτη– δεν δίστασαν να εγκαταλείψουν την Κεντροαριστερά και να προσχωρήσουν στον αριστερολαϊκιστικό ΣΥΡΙΖΑ, ανεχόμενα ακόμη και τη συγκυβέρνηση με ένα εθνικολαϊκιστικό δεξιό κόμμα.
Γιατί απέτυχε ο Σημίτης να συγκροτήσει μια μεταρρυθμιστική Κεντροαριστερά σοσιαλδημοκρατικού τύπου; Η γενικότερη και πλέον προφανής απάντηση είναι ότι η Ελλάδα δεν διέθετε τις προϋποθέσεις της σοσιαλδημοκρατίας που αναπτύχθηκε μεταπολεμικά στις οικονομικά και πολιτικά πιο προηγμένες χώρες της βόρειας Ευρώπης. Σε αυτές, ο κοινωνικός σοσιαλισμός έγινε εφικτός εντός ενός σταθερού πλαισίου φιλελεύθερης δημοκρατίας και καπιταλιστικής οικονομίας, όπου το κράτος χρηματοδοτεί μέσω της φορολόγησης τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας και πρόνοιας. Αντίθετα, στην Ελλάδα του Σημίτη, ο λαϊκισμός υπερίσχυε κατά πολύ του φιλελευθερισμού, η φοροδιαφυγή ήταν κοινωνικά αποδεκτή, ενώ ο καπιταλισμός εθεωρείτο το απόλυτο κακό. Με άλλα λόγια, και μόνον η ιδέα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μετατραπεί σε «Δανία του Νότου» ήταν –και είναι– έπεα πτερόεντα, κοινώς πράσινα άλογα.
Ενας δεύτερος και αρκετά πιο συγκεκριμένος λόγος της αποτυχίας του Σημίτη να διαμορφώσει μια σύγχρονη κεντροδεξιά παράταξη ήταν η αντιδραστική αριστερή κουλτούρα και άλλες συγκεκριμένες παθογένειες του κόμματος του οποίου είχε την ηγεσία. Οπως ο ίδιος σημειώνει στα γραπτά του, το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να «απορρίψει παλιά ιδεολογήματα του κράτους παροχών, την πελατειακή νοοτροπία, τη δυσπιστία απέναντι στον δημοκρατικό σοσιαλισμό και την αντίληψη ότι παντού πρέπει να επεμβαίνει το κράτος, που είναι ο πατέρας-αφέντης. (…) Μόλις θίγονταν συντεχνιακές κατακτήσεις, όπως με την κατάργηση της επετηρίδας, ή αμφισβητούνταν κατεστημένες καταστάσεις, όπως το μονοπώλιο των ΔΕΚΟ, ο ψίθυρος ότι η κυβέρνηση κλίνει προς τον φιλελευθερισμό δυνάμωνε».
Πέρα όμως από τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής ιστορικής ανάπτυξης, καθώς και τις παθογένειες του ΠΑΣΟΚ που ήδη τις έχει πληρώσει ακριβά, νομίζω ότι υπάρχει ένας πιο βαθύς λόγος που εξηγεί την αποτυχία της Κεντροαριστεράς επί Σημίτη. Καταφεύγω πάλι στα γραπτά του, όπου διαβάζω την εξής φράση: «Ελειπαν [από το κόμμα] οι ισχυρές πεποιθήσεις, η συνείδηση της αναγκαιότητας των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, το σθένος για διαμάχες με προσωπικό κόστος». Και κάπου αλλού: «Πεποίθησή μου ήταν ότι το πολιτικοποιημένο άτομο οφείλει να προωθεί το επίπεδο ηθικής συνείδησης της κοινωνίας. Χωρίς ηθική, όχι μόνο δεν υπάρχει κριτήριο για τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν στον πολιτικό αγώνα, αλλά δεν μπορεί και να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της αναγκαίας κοινωνικής αλλαγής».
Συμπεραίνω: Η δημιουργία μιας κεντροαριστερής δύναμης απαιτεί πάνω απ’ όλα ηγεσία με αντίληψη των περιορισμών της πραγματικότητας αλλά και πολιτικό σχέδιο και μεταρρυθμιστικό σθένος. Απαιτεί όμως και κάτι ακόμη, το οποίο ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης αποκαλούσε «νέο ήθος και ύφος εξουσίας». Αυτό, παρά τις φήμες περί του αντιθέτου, φαίνεται ότι σπανίζει ανάμεσα στους σημερινούς επίδοξους ηγέτες της Κεντροαριστεράς. Δίχως αυτό, όμως, οι φιλοδοξίες όσων επιζητούν να εκπροσωπήσουν τον συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό χώρο είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι.
Πηγή: kathimerini.gr