Ο Τάσος Γιαννίτσης γράφει για τις αιτίες που έφεραν σε δύσκολη θέση τη Σοσιαλδημοκρατία
Η συζήτηση για την Κεντροαριστερά ή τη σοσιαλδημοκρατία είναι χαμένη από χέρι, όσο γίνεται σε τόνους μοιρολατρικούς ή νοσταλγικούς, με το βλέμμα σε ένα ένδοξο, αλλά ξεπερασμένο παρελθόν, που θα έπρεπε οπωσδήποτε να ανακτηθεί. Θα έπρεπε πράγματι. Όμως προϋποθέτει πάθος, πατροκτονία, νέες ιδέες και ιδίως απαντήσεις στα σημερινά μεγάλα προβλήματα. Απαντήσεις που θα είναι διακριτές από άλλα πολιτικά αφηγήματα, όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά και πρακτικά, θα είναι πραγματιστικές, και γι’ αυτό θα εμπνέουν ελπίδα υπεροχής και όχι μίσος καταστροφής, και, επίσης, θα αφορούν ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας. Καθώς, πλέον, τα σημερινά προβλήματα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκα, πολύ πιο δύσκολα και πιο πολλά μαζί, η διάσταση του πραγματισμού είναι κρίσιμη. Τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τα οποία εξ ορισμού θα βρίσκονταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, δεν χρειάζεται να πληρώσουν –για πολλοστή φορά– ένα μεγάλο κόστος εξαιτίας της φαντασίωσης, της ρητορικής υπεροψίας ή της πολιτικής ελαφρότητας ηγεσιών που θέλουν να καθοδηγήσουν τον μεγάλο αυτόν χώρο. Έχουν πληρώσει ήδη πολλά, έχουν υποστεί πολλές απογοητεύσεις, είναι «ψαγμένα» και καχύποπτα.
Οι πολλές μορφές της Αριστεράς –κεντρώας, σοσιαλιστικής, ριζοσπαστικής ή ό,τι άλλο– αρκετές φορές έδειξαν ότι αγνοούσαν ή αδιαφόρησαν για μια αρχή που κάθε δύναμη αλλαγής, ιδίως του «αριστερού από τον συντηρητισμό χώρου», θα έπρεπε να έχει στην κορυφή της σκέψης της: τον συσχετισμό δύναμης σε κάθε διάστασή του, σε κάθε ιστορική στιγμή. Όταν θες να αλλάξεις την πραγματικότητα, έχεις υποχρέωση να ξέρεις «μέχρι πού φτάνει το μπόι σου και το μπόι των άλλων», ότι θα έρθεις σε συγκρούσεις, και στις συγκρούσεις αυτές προέχουν τέσσερα στοιχεία: το αποτέλεσμα της σύγκρουσης να πείθει ευρύτερα ότι αξίζει, να μην πηγαίνεις «ξυπόλυτος στα αγκάθια», να γνωρίζεις και να έχεις κάνει σαφές τι κόστος θα προκύψει, καθώς και να ξέρεις από πριν πώς θα παλέψεις για να πετύχεις τον στόχο σου. Διαφορετικά, δημιουργούνται χαοτικές, στείρες και συγκρουσιακές καταστάσεις, χωρίς αποτέλεσμα, με μεγάλο κόστος και με μεγάλους χαμένους, που το πληρώνουν για μεγάλο διάστημα όσοι προσβλέπουν σε κάτι καλύτερο, αλλά φτάνουν να δουν κάτι χειρότερο. Άγνοια ή αφέλεια δεν χωρούν.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, μέχρι πρόσφατα, βίωσαν παντού σχεδόν μια εντυπωσιακή υποχώρηση – και στην Ευρώπη. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς υποχωρούν σε μια φάση στην οποία πολλά αδύναμα τμήματα είναι ήδη ευάλωτα, η κοινωνική αλληλεγγύη είναι πιο αναγκαία από το παρελθόν, η ανεργία ή ο κίνδυνος ανεργίας είναι υψηλά, οι ανισότητες γίνονται όλο και πιο ανησυχητικές, οι οικονομικές επιδόσεις κινούνται σε χαμηλή τροχιά και οι συμβατικές πολιτικές επικρίνονται από πολλές πλευρές; Ίσως γιατί η σοσιαλδημοκρατία κέρδισε σε μια φάση γενικής ανόδου, όπου ήταν εύκολα η πολιτική αναδιανομής και το κοινωνικό κράτος, αλλά χάνει στη δύσκολη φάση, καθώς, όταν οι οικονομίες κινούνται σε χαμηλή αναπτυξιακή τροχιά, και πολύ περισσότερο σε αρνητική, πιθανώς να υπάρχει αδυναμία πολιτικού management. Ίσως, γιατί οι απαντήσεις είναι μεν κοινωνικές, αλλά ρητορικές και κοινωνικά ξεπερασμένες, χωρίς να μετουσιώνονται σε πραγματικότητα, γιατί ο βολονταρισμός δεν περνάει.
Η δύσκολη θέση στην οποία έχουν βρεθεί σοσιαλδημοκρατία, Κεντροαριστερά και Αριστερά δεν έχει μια εξήγηση, ούτε οι λόγοι είναι ίδιοι για όλους. Ερμηνείες υπάρχουν πολλές και σε διαφορετικούς συνδυασμούς, σε κάθε περίπτωση και περίοδο, όπως:
Τους έχει ξεπεράσει η πραγματικότητα. Ο αδύναμος κόσμος και ο μέσος πολίτης έχουν ανάγκη για απαντήσεις σε προβλήματά που είναι πάρα πολύ διαφορετικά από ό,τι ήταν 20 ή 30 χρόνια πριν. Πολλές από τις παλιές απαντήσεις είναι αραχνιασμένες, γιατί τα δεδομένα έχουν αλλάξει: η φύση των προβλημάτων είναι πολύ διαφορετική, οι πολιτικές συνταγές ηχούν ξεκούδουνες, οι περιορισμοί στις επιλογές έχουν αλλάξει, στο εθνικό και παγκόσμιο σκηνικό έχει αναδειχθεί ένας άλλος κόσμος.
Βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τις mainstream δυνάμεις. Μέσα από δεκαετίες εναλλαγής στην εξουσία και εμπειριών, δεξιές και αριστερές δυνάμεις έκαναν συνεχώς διορθωτικές κινήσεις, που μείωσαν το ιδεολογικό και πρακτικό χάσμα που τους χώριζε. Επήλθε κάποια σύγκλιση. Ωστόσο, ο καπιταλισμός έδειξε πολύ μεγαλύτερη ευελιξία, ικανότητες προσαρμογής (ιδεολογικές και πρακτικές), ακόμα και υπέρβασης των αντιθέσεών του, ενώ Κεντροαριστερά και Αριστερά αναζητούν συνεχώς νέες αφετηρίες και σημεία αναφοράς, που δεν καταφέρνουν να επιζήσουν πολύ, και αναδεικνύονται ευάλωτα, βραχύβια ή αδιέξοδα. Αδυνατούν να ξεπεράσουν πεθαμένες ιδέες και στερεότυπα που τις εγκλωβίζουν και παγιδεύονται σε απλή διαχείριση καταστάσεων.
Οι μεγάλοι προγραμματικοί στόχοι της σοσιαλδημοκρατίας συχνά έχουν υποκατασταθεί από ευκαιριακές συμπεριφορές, φθηνές συνθηματολογίες, υπεραπλουστευμένες στοχεύσεις με μηδενικό ιδεολογικό υπόβαθρο. Σε αυτά προστίθεται ένας έντονος απολιτικός αρνητισμός που μπορεί ευκαιριακά να κερδίσει εκλογές, αλλά όχι να οικοδομήσει μια ισχυρή βάση και να δώσει αύρα στην ψυχή των ανθρώπων.
Δεν θα αναφερθώ σε καταστάσεις όπου κομματικά συστήματα, για ετερόκλιτους λόγους, ξέπεσαν σε διαπροσωπικές διαπλοκές και, όπως γράφει ο Πιερ Ροζανβαλόν, «η διαμάχη των ιδεών έφτασε να έχει δευτερεύουσα αξία, και έδωσε τη θέση της σε μια σύγκρουση προσώπων και τάσεων που είχαν αποσυνδεθεί από κάθε προσπάθεια θεωρητικής εμβάθυνσης στο σοσιαλιστικό ιδεώδες».
Τα ερωτήματα είναι απλά, οι απαντήσεις δύσκολες, αλλά αναγκαίες και εφικτές. Μόνο που θέλουν προσπάθεια απεγκλωβισμού από το παρελθόν, στοχαστική επένδυση στο αύριο και ανάδειξη αυτού του αύριο στην κεντρική πολιτική σκηνή, στη θέση της εμμονής στον εκλογικό κύκλο. Η Ευρώπη, ο κόσμος και η χώρα μας βρίσκονται αντιμέτωποι με όλο και περισσότερα μεγάλα αθροίσματα μακρόχρονων προβλημάτων –αποτέλεσμα αδιαφοριών στο παρελθόν– και με επώδυνες επιλογές. Πολλαπλές επισημάνσεις συστημικών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κ.ά.) τονίζουν τις προοπτικές επιδείνωσης των ανισοτήτων στο ορατό μέλλον και το κόστος των πολιτικών αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, της γήρανσης του πληθυσμού, των πανδημιών, του ασφαλιστικού, της ενεργειακής αναδιάρθρωσης, των μεταναστευτικών ρευμάτων λόγω κλιματικής αλλαγής, της παγκόσμιας υπερχρέωσης κ.ά., για να μείνω σε οικονομικές σχέσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι τι καινούργιο, πειστικό και ρεαλιστικό έχει να προτείνει η κάθε απόχρωση «των αριστερά από τον συντηρητισμό πολιτικών δυνάμεων»;
Σε ένα τέτοιο δυστοπικό αύριο έχει τεράστια σημασία όχι απλώς ποιος κατά καιρούς θα κερδίζει την εξουσία, αλλά ποιος θα παρεμβαίνει και θα επηρεάζει τη διαμόρφωση των εξελίξεων. Κάθε παρέμβαση σημαίνει κάποια σύγκρουση με την πραγματικότητα. Σύγκρουση όμως που να έχει θετικό αποτέλεσμα. Ένα τέτοιο τοπίο κάνει εξαιρετικά αναγκαία την ισχυρή παρουσία δυνάμεων που θα προσπαθούν να προστατέψουν αποτελεσματικά όσους πλήττονται, και είτε θα αντιμετωπίζουν από θέσεις εξουσίας τους κινδύνους και τα προβλήματα είτε θα έχουν το βάρος να πιέσουν για πιο ισόρροπες και συμπεριληπτικές (inclusive) πολιτικές.
Η εξελικτική διαδικασία είναι στην Ιστορία η κινητήρια δύναμη της επιτυχίας. Ακριβώς το γεγονός ότι σήμερα η εξέλιξη απειλείται ή φτάνει σε κρίση μπορεί να οδηγήσει είτε σε παθητική αποδοχή των εξελίξεων είτε σε νέες επιλογές, νέους συνδυασμούς πολιτικής, πρακτικών, παραγωγικών σχημάτων, ανακαλύψεων, που πολλές φορές στην Ιστορία έγιναν τα εργαλεία υπέρβασης αδιεξόδων και κρίσεων, και, τελικά, επιβίωσης και μετεξέλιξης. Οι αντιφάσεις έγιναν το εργαλείο που έδινε κίνηση στην εξέλιξη και τη μετεξέλιξη σε ορισμένα συστήματα, όταν άλλα καθηλώνονταν στη στασιμότητα. Σοσιαλδημοκρατία, Κεντροαριστερά και Αριστερά, σαν το Σίσυφο, προβληματίζονται ξανά και ξανά πώς θα αλλάξουν τον κόσμο με τη δύναμη της αδράνειας, ενώ η πραγματικότητα αλλάζει ξανά και ξανά χωρίς οι δυνάμεις αυτές να μπορούν να παρακολουθήσουν ή να επηρεάσουν σοβαρά τη δυναμική των εξελίξεων, αν και θα μπορούσαν.
Κάτι δεν πάει καλά, και απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν έχουν κρίσιμη σημασία, γιατί μια φάση χαμηλής ανάπτυξης και επώδυνων προσαρμογών δεν είναι αδιανόητη στο μελλοντικό σκηνικό. Συνεπώς, το πώς θα ασκείται η πολιτική σε δύσκολες συνθήκες, προκειμένου να μην πέσουν οι κοινωνίες σε καταστάσεις πολιτικού αυταρχισμού και ακραίου συντηρητισμού, επειδή ακριβώς αποτύχαμε να απαντήσουμε στο τι δεν πάει καλά, έχει υπαρξιακή σημασία. Αν δεν είμαστε ανιστόρητοι, γνωρίζουμε ότι η άνοδος κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που καλλιεργούν τον φανατισμό, τον αυταρχισμό, την τυφλή σύγκρουση, ακόμα και το παράλογο ποτέ στην Ιστορία δεν είχε καλό αποτέλεσμα για τις κοινωνίες που αφέθηκαν στη μαγεία τους. Το τίμημα ήταν πάντα πολύ βαρύ για όσους αδιαφόρησαν, για όσους δεν αδιαφόρησαν, αλλά και για τις δυνάμεις που ακόμα και άθελά τους οδήγησαν στο αποτέλεσμα αυτό.
Στις σημερινές συνθήκες, ιδίως στην Ελλάδα, το ανοικτό θέμα για την Κεντροαριστερά είναι να βρει τρόπους να καταλάβει τι την έριξε στα πολύ χαμηλά, να ξεπεράσει τα λάθη της, να πείσει για την ουσιαστική διαφορά της με τις επιλογές άλλων δυνάμεων και να ανακτήσει την αίσθηση των καιρών, όπως στη δεκαετία του 1970 και του 1990. Τότε, όλα θα ξεκινήσουν να παίρνουν τη θέση τους.
*Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.
Πηγή: athensvoice.gr