Οχι, δεν «αγοράζουμε» Ελληνες, τους… χαρίζουμε αλλού!… Του Γιώργου Παπανικολάου

56

Του Γιώργου Παπανικολάου

Πουθενά δεν είναι ίσως περισσότερο ορατή η ακλόνητη πεποίθηση των φιλελεύθερων γκλομπαλιστών στις ιδέες τους, απ’ ό,τι στο θέμα της μετανάστευσης. Θεωρούν ότι το παιχνίδι του δημογραφικού είναι χαμένο ανεπιστρεπτί και άρα η μετανάστευση αποτελεί τη μόνη λύση για την «αναζωογόνηση» των γερασμένων δυτικών κοινωνιών.

To γεγονός ότι τα μεταναστευτικά κύματα έχουν ήδη αλλοιώσει τη φυσιογνωμία πολλών δυτικών πόλεων, προκαλώντας μεγάλες ανατροπές στο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία έως τη Γερμανία, τη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη, δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα. Εκείνοι είναι οι «πεφωτισμένοι» που ξέρουν καλύτερα.

Στο ίδιο κλίμα Έλληνας αρθρογράφος, κάποτε συντηρητικής εφημερίδας, υποστήριξε τις προάλλες περιπαικτικά ότι τα (πενιχρά) μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη της οικογένειας και των γεννήσεων αποτελούν μια μάταιη προσπάθεια να… «αγοράσουμε» Έλληνες!

Διότι οι έρευνες δείχνουν ότι παρά τα οικονομικά κίνητρα, η αύξηση των γεννήσεων αποτυγχάνει. Έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής, έχουν αλλάξει οι αξίες και οι ιεραρχήσεις αναγκών και τα επιδόματα δεν πιάνουν τόπο. Εδώ δεν τα καταφέρνουν οι Σκανδιναβοί με τις πλούσιες επιδοματικές πολιτικές, εμείς θα τα καταφέρουμε; Το δήθεν προφανές ερώτημα.

H (βολική) απάντηση είναι να αποδεχτούμε μια διαδικασία παράνομης και νόμιμης μετανάστευσης, που βεβαίως, αν δεν αλλάξουν οι δημογραφικές τάσεις, θα καταλήξει μακροχρόνια, με τους αυτόχθονες να αποτελούν έως και μειοψηφία στη χώρα τους, αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία της.

Ο εξτρεμισμός της… «εθνικής κουλτούρας»

Έχει γίνει λίγο επικίνδυνο να περιγράφεις τέτοια προβλήματα. Στη Μεγάλη Βρετανία, όπως κατέγραψε την περασμένη Παρασκευή η Telegraph, o «πολιτιστικός εθνικισμός» θεωρείται, σύμφωνα με το αντιτρομοκρατικό πρόγραμμα «Prevent» της κυβέρνησης, ως μία από τις τρεις υποκατηγορίες «εξτρεμιστικής ακροδεξιάς τρομοκρατικής ιδεολογίας»!

Ορίζεται δε αυτή η εξτρεμιστική ιδεολογία ως η άποψη κατά την οποία «η Δυτική κουλτούρα απειλείται από τη μαζική μετανάστευση και την άρνηση ορισμένων εθνοτικών και πολιτισμικών ομάδων να ενσωματωθούν»!

Εν ολίγοις, όποιος έχει αυτή την άποψη θεωρείται πλέον εν δυνάμει μελλοντικός… τρομοκράτης, υπόκειται σε διαδικασίες «ενημέρωσης» των αρχών από τρίτους (συχνά υποχρεωτικής) και εντάσσεται σε σχετικές βάσεις δεδομένων, ενώ γίνεται σχεδόν αυτόματα και υποψήφιος για υποχρεωτική «επανεκπαίδευση» στο πλαίσιο του προγράμματος Prevent!

Εμείς βεβαίως δεν έχουμε γίνει Μεγάλη Βρετανία, ούτε όμως και είμαστε μια χώρα στο κέντρο της Ευρώπης όπως το Λουξεμβούργο, διαβιούμε στα Βαλκάνια. Για την Ελλάδα, αποτελεί κίνδυνο ακόμη και η διαμόρφωση ισχυρών ομάδων πίεσης, με άλλες θρησκευτικές, πολιτισμικές και πολιτικές παραστάσεις. Κυρίως ισλαμικές, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας.

Το παράδειγμα του Ισραήλ που πάει κόντρα στο ρεύμα

Στην πραγματικότητα, η επίλυση του δημογραφικού μέσω μετανάστευσης (σε αντίστιξη με την αυστηρά ελεγχόμενη πρόσκληση ξένων εργατών για καθορισμένα διαστήματα) μπορεί να αποτελεί τη δήθεν εύκολη λύση, δεν είναι όμως η μόνη λύση.

Πολλές χώρες της Ευρώπης μέχρι στιγμής αποτυγχάνουν στις πολιτικές τους για αύξηση των γεννήσεων. Σχεδόν όλες. Αυτό είναι γεγονός. Υπάρχει όμως και το Ισραήλ, που αποτελεί το αντίθετο φωτεινό παράδειγμα, όντας η μόνη χώρα της «Δύσης» που έχει καταφέρει να ξεφεύγει από την παγίδα του δημογραφικού. Συγκεκριμένα ο δείκτης γονιμότητας στο Ισραήλ κινείται στο 2,9 (γεννήσεις ανά γυναίκα), όταν το διεθνές αποδεκτό επίπεδο αναπλήρωσης βρίσκεται στο 2,1 και η Ελλάδα μόλις στο 1,3.

Το γειτονικό Ισραήλ βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ενώ οι γεννήσεις ανά θρήσκευμα στο έδαφός του είναι στο 3,06 για τις εβραίες γυναίκες και στο 2,75 για τις μουσουλμάνες. Kόντρα στις προσδοκίες, η πολεμική κατάσταση που επικρατεί εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, δείχνει να επηρέασε συγκυριακά και μόνο τις γεννήσεις, με τη μεγάλη επιστράτευση εφέδρων, καθώς προς το τέλος του 2024 σημειώθηκε έκρηξη γεννήσεων, με αύξηση της τάξεως του 10%.

Το ενθαρρυντικό είναι ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να μοιάζει με το Ισραήλ σε αρκετά θέματα, με κοινές αντιλήψεις περί οικογένειας, σχετικά ανεπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα και την αίσθηση του «ανάδελφου» έθνους.

Αντίθετα όμως με εμάς, το Ισραήλ καλλιεργεί εδώ και δεκαετίες μια κοινωνική κουλτούρα που διευκολύνει τους νέους να κάνουν παιδιά, τις γυναίκες να τεκνοποιούν σε σχετικά νεαρή ηλικία, χωρίς δυσανάλογες επιπτώσεις στην εργασία και στα δικαιώματά τους, μια κουλτούρα που διατρέχει τον κοινωνικό ιστό και διαμορφώνει αξίες.

Ίσως επειδή στο Ισραήλ, με τα μεγάλα τεχνολογικά και οικονομικά επιτεύγματα, εξακολουθεί να υπάρχει μια αντίληψη που προτάσσει το κοινωνικό σύνολο, χωρίς να αρνείται την ατομικότητα. Απλώς δεν την έχει καταστήσει αυτοσκοπό.

Το αντίθετο άλλωστε, σε μια χώρα που υποχρεωτικά στρατεύει άνδρες και γυναίκες ως «πολίτες-στρατιώτες» θα ήταν αυτοκαταστροφικό.

Ταυτόχρονα δε το Ισραήλ διαθέτει ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα συστήματα στον κόσμο σε ό,τι αφορά την υποστήριξη της οικογένειας και των παιδιών, όντας πολύ μπροστά από τις υπόλοιπες χώρες της Δύσης.

Στην Ελλάδα, που σπάει συνέχεια αρνητικά ρεκόρ στο δημογραφικό, ενώ πρόσφατα πέρασε κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και στους γάμους, συμβαίνουν τα ακριβώς αντίθετα.

Στην Ελλάδα, τα κίνητρα είναι πενιχρά και οι αξίες υπό διωγμό

Παρά τη σχετικά πρόσφατη κινητοποίηση της κυβέρνησης, τα κίνητρα ενίσχυσης γεννήσεων και οικογένειας παραμένουν πενιχρά (είναι έως και ντροπιαστικό ότι δίνονται επιδοτήσεις μέχρι 9.000 ευρώ για την αγορά ηλεκτρονικού αυτοκινήτου, όχι όμως για τη στήριξη ενός παιδιού), την ίδια ώρα που τα μεσαία και τα μικρότερα εισοδήματα σαρώνονται από την ακρίβεια, ενώ η απόκτηση σπιτιού γίνεται άπιαστο όνειρο για τα περισσότερα νέα ζευγάρια.

Ακόμη χειρότερα, η περίφημη «δωρεάν παιδεία» έχει καταλήξει πουκάμισο αδειανό, μέσα από τα υπέρογκα κόστη της φροντιστηριακής εκπαίδευσης και των «ιδιαίτερων», σχεδόν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Όμως και στον άλλο πυλώνα, των αξιών, που είναι εξίσου σημαντικός καθώς διαμορφώνει πεποιθήσεις, πρότυπα και στάσεις ζωής, δεν γίνεται καμία συστηματική προσπάθεια για την ανάδειξη της αξίας της οικογένειας και της μητρότητας. Δεν είναι, φαίνεται, αρκετά «φιλελεύθερο» αυτό ή αρκετά προσοδοφόρο.

Ίσως πάλι για κάποιους «μυαλοπώληδες» της εποχής, το πρόβλημα να ξεκινά από την ενδόμυχη υποτίμηση της ελληνικής ταυτότητας, που όπως όλες οι εθνικές ταυτότητες, έχει τα καλά και τα στραβά της. Κάποιοι θέλουν να αισθάνονται απλώς «πολίτες του κόσμου», κάποιοι θα δήλωναν πιο περήφανα «Ευρωπαίοι».

Η έννοια της εθνικής υπερηφάνειας έχει παραγκωνιστεί πολιτικά στα ράφια της «γραφικής» ακροδεξιάς και ανασύρεται «α λα καρτ» για λαϊκή κατανάλωση, είτε σε νίκες αθλητικών γεγονότων είτε σε περιπτώσεις απόκτησης νέων όπλων, τα οποία βέβαια πάσχουν από ένα σοβαρό μειονέκτημα. Κάποιος Έλληνας πρέπει να τα χειριστεί, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, για να υπερασπιστεί τη χώρα του, καθότι «Ευρωπαίοι» και μετανάστες δύσκολα θα βρεθούν στα χαρακώματα.

Στο μεταξύ, η έξοδος συνεχίζεται

Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι ότι θέλει να «αγοράσει» Έλληνες. Είναι ότι χαρίζει αλλού, ενίοτε τους καλύτερους. Όχι μόνο επειδή μέρος του σχετικά νέου πληθυσμού που έχει δεξιότητες εξακολουθεί να φεύγει στο εξωτερικό, αναζητώντας καλύτερες απολαβές, συνθήκες διαβίωσης και περισσότερη αξιοκρατία. Εκείνοι φεύγουν λιγότερο ή περισσότερο υποχρεωτικά.

Όμως την ίδια πορεία υποθάλπουν οι ελληνικές «ελίτ» και οι παραφυάδες τους. Είναι πια κοινό μυστικό ότι η πορεία των παιδιών τους είναι από το καλό ιδιωτικό, στο ξένο πανεπιστήμιο και μετά στο εξωτερικό, έως και μόνιμα, ωσάν το «εξωτερικό» να είναι η γη της Επαγγελίας.

Το γεγονός ότι η «ελίτ» του ελληνικού συστήματος, αυτή που στην πράξη το υποστηρίζει, ταυτόχρονα το αντιμετωπίζει ως… απευκταίο για τα παιδιά της, λέει πολλά. Όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τους πολιτικούς που το υπηρετούν.

Ίσως έρχεται η ώρα να καταλάβουν, τουλάχιστον οι τελευταίοι, ότι η (καθ’ υπερβολήν) «πιο ωραία χώρα του κόσμου» δεν πρόκειται να αντέξει πολύ με τόσο μικρά ποσοστά γεννήσεων και τόσο σημαντική έξοδο των νέων προς το εξωτερικό.

Πολλά πρέπει να αλλάξουν, όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο αξιακό υπόβαθρο στο οποίο κινούμαστε, πριν «χαθεί εντελώς η μπάλα».

Πηγή: euro2day.gr