Οι περιοριστικές για τη ζήτηση πολιτικές δεν αποδίδουν, ενώ τροφοδοτούν λαϊκισμούς και ανισότητες
Του Γιάννου Παπαντωνίου*
Τα μνημόνια οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας την περίοδο 2010-2018 για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, στο πλαίσιο των υποδείξεων του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στηρίχτηκαν σε πολιτικές λιτότητας. Αντί να συμβάλουν στην ταχεία έξοδο από την κρίση συνοδεύτηκαν από πολύ υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος, που επιβαρύνει τις προσπάθειες ανόρθωσης της οικονομίας ιδιαίτερα μετά τις τραυματικές επιπτώσεις της σημερινής κρίσης της πανδημίας. Συγκεκριμένα, προκάλεσαν:
- Μεγάλη πτώση του ΑΕΠ, ίση προς 27% κατά την περίοδο 2008-20.
- Εκτίναξη του ποσοστού ανεργίας από 8% το 2008 σε 28% το 2013.
- Διόγκωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ από 110 % σε 179 %. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφτασαν το 44% του συνολικού δανεισμού έναντι μέσου όρου 3% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπερβολικά υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους περιορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της υπερχρεωμένης χώρας, διότι αυξάνουν τους επενδυτικούς κινδύνους και εξασθενίζουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες. Διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, ιδιαίτερα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στενεύει τα περιθώρια νέου δανεισμού για επενδύσεις. Αυξήσεις φόρων και μείωση δαπανών συρρικνώνουν την εσωτερική ζήτηση, δηλαδή την κατανάλωση και τη επένδυση. Η παρατεταμένη λιτότητα εξηγεί την αργή οικονομική ανάκαμψη μετά το τέλος της κρίσης χρέους. Το 2019 – μετά από τρία χρόνια θετικών ρυθμών ανάπτυξης – η Ελλάδα είχε ανακτήσει λιγότερο από το ένα τέταρτο του χαμένου ΑΕΠ και μόλις το μισό της αύξησης της ανεργίας που είχε καταγραφεί από την αρχή της κρίσης χρέους. Ο κίνδυνος να καθυστερήσει η ανάκαμψη μετά το τέλος της πανδημίας στη χώρα μας είναι υπαρκτός και θα ενταθεί αν πολιτικές επιστροφής στη λιτότητα επικρατήσουν στις ευρωπαϊκές χώρες και, γενικότερα, στην παγκόσμια οικονομία.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις, οι 7 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου δεν θα ανακτήσουν πριν από το 2023 τα επίπεδα ΑΕΠ του 2019. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτόν το χειμώνα εκατομμύρια θα αντιμετωπίσουν ανεργία και φτώχεια. Η κοινωνική κρίση στην ΕΕ, μέχρι τώρα περιορισμένη από προσωρινά μέτρα και έκτακτα δάνεια, θα επιδεινωθεί. Δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις θα κλείσουν ενώ η ανεργία θα διπλασιαστεί, αν δεν εξασφαλιστεί ισχυρή κρατική βοήθεια. Οι εθνικές καραντίνες έχουν αποδιοργανώσει το διεθνές εμπόριο, ενώ οι ανισότητες διευρύνθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα. 150 εκατομμύρια θα βρεθούν κάτω από το όριο της φτώχειας. Η διεθνής οικονομία οδηγείται σε μία δεκαετία χαμηλής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας με το δημόσιο χρέος να σημειώνει τη μεγαλύτερη αύξηση της μεταπολεμικής περιόδου.
Όταν η ανεργία συντρίβει τη ζήτηση, τα χαμηλά επιτόκια δεν πρόκειται να κινητοποιήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Αυτό θα διέψευδε την κοινή λογική, όπως προκύπτει από θεωρητικές αναλύσεις καθώς και την ιστορική εμπειρία πολλών δεκαετιών. Όταν τα επιτόκια πέσουν κοντά στο μηδέν, η νομισματική πολιτική παύει να είναι αποτελεσματική. Για τη στήριξη της ζήτησης πρέπει να ληφθούν μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε συνθήκες χαμηλού πληθωρισμού και αναιμικών επενδύσεων. Η αύξηση της απασχόλησης και των επενδύσεων θα οδηγήσουν στην ανάκαμψη και στη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Εκτιμήσεις του ΔΝΤ δείχνουν ότι, αν οι είκοσι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου (G20) που διαθέτουν δημοσιονομικό χώρο αυξήσουν τις επενδύσεις σε υποδομές κατά 1% του ΑΕΠ, τα επόμενα χρόνια η παγκόσμια οικονομία θα επεκταθεί κατά περίπου 1 τρις ευρώ. Η απόφαση της ΕΕ για έκδοση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κοινών ομολόγων ύψους 750 εκατ. ευρώ θα έχει ανάλογα θετικά αποτελέσματα. Με συμμετοχή όλων των χωρών στην προσπάθεια αύξησης των επενδύσεων, η επέκταση θα φτάσει τα 3 τρις ευρώ, δηλαδή το 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας. Αντίθετα, επιστροφή σε πολιτικές λιτότητας, θα οδηγήσει σε χρεοκοπίες και μακροχρόνια ανεργία, που θα προκαλέσουν βαθιά κοινωνικά τραύματα για μία γενιά.
Θα υπάρξουν φωνές, από το προ-κεινσιανό παρελθόν, που θα υποστηρίξουν ότι για την εξάλειψη του «υπερβολικού» χρέους «δεν υπάρχει εναλλακτική» από τις πολιτικές λιτότητας. Όμως, η λιτότητα που εφάρμοσαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μετά την έναρξη του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού κραχ το 2010 προκάλεσε εκτίναξη της ανεργίας, παρατεταμένη ύφεση και σε αρκετές χώρες σημαντικές αυξήσεις, αντί μείωσης, του χρέους. Αντίθετα, οι ΗΠΑ, εφαρμόζοντας υποστηρικτική δημοσιονομική πολιτική – παράλληλα με επιθετική νομισματική πολιτική –, κατόρθωσαν να ξεπεράσουν γρήγορα την κρίση και να αποκαταστήσουν συνθήκες ισχυρής ανάπτυξης.
Τα δημοσιονομικά ελλείμματα παύουν να είναι διαχειρίσιμα όταν εκτοπίζουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και ο πληθωρισμός ξεφεύγει από τον έλεγχο. Σε περιβάλλον, όμως, χαμηλών επιτοκίων οι επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα και τις θέσεις εργασίας αυτοχρηματοδοτούνται, δημιουργώντας ένα κύκλο ζήτησης, ανάπτυξης και φορολογικών εσόδων.
Πρέπει να διδαχτούμε αυτή τη φορά από τα λάθη του παρελθόντος, αποκλείοντας τη λιτότητα και υιοθετώντας πολιτικές στήριξης όσων πλήττονται από την κρίση, καθώς και των μακροπρόθεσμων επενδύσεων που θα εξασφαλίσουν τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία και τη νέα τεχνολογική εποχή.
Εμείς, στην Ελλάδα, πληρώσαμε πολύ ακριβό τίμημα γι’ αυτά τα λάθη. Δικαιούμαστε να πούμε «το δις εξαμαρτείν …».
*Πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής