Οι αγορές δεν σχολιάζουν, τιμολογούν… Του Αλέκου Παπαδόπουλου

301

Του Αλέκου Παπαδόπουλου

Πριν από περίπου τρεις μήνες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σηματοδότη σε μια μεταστροφή στη νομισματική πολιτική ανακοινώνοντας ότι πλησιάζει το τέλος των μαζικών αγορών ομολόγων για λογαριασμό του χαρτοφυλακίου της. Όπως είναι φυσικό, οι αγορές αντέδρασαν. Η εποχή που, λόγω της στήριξης της ΕΚΤ, ο καθένας μπορούσε να βγάλει άμεσα κέρδη αγοράζοντας ό,τι ομόλογο εκδιδόταν, αδιαφορώντας πλήρως για τον επενδυτικό κίνδυνο, κλείνει οριστικά τον Μάρτιο. Στο προσεχές διάστημα, η ΕΚΤ θα περιοριστεί σε αντικαταστάσεις των ομολόγων που λήγουν σε πρώτη φάση και στη σταδιακή απομείωση του χαρτοφυλακίου της σε δεύτερη. Ενόψει αυτών, οι αγορές άρχισαν πάλι να σταθμίζουν τον κίνδυνο στις αποφάσεις τους, κάτι που αποτυπώνεται στις αποκλίσεις ανάμεσα στα κόστη δανεισμού (spreads) κρατών και επιχειρήσεων.

Υπενθυμίζεται ότι τα ελληνικά ομόλογα συμμετείχαν κατ’ εξαίρεση στο πρόγραμμα των μαζικών αγορών της ΕΚΤ, γιατί η πιστοληπτική ικανότητα είναι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (BBB). Στο τρίμηνο που πέρασε το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ανέβηκε κατά περίπου 180 μονάδες βάσης, από 0,80% στο 2,6%. Αντίστοιχη πορεία κατέγραψε και η επιτοκιακή διαφορά (spreads) έναντι του γερμανικού, από 90 μονάδες βάσης σε 240, μέσα σε τρεις μήνες. Βέβαια, ανάλογη πορεία ακολούθησαν και τα ομόλογα άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά όχι με την ίδια οξύτητα. Τα spreads των ελληνικών έναντι των ιταλικών άνοιξαν κατά 65 μονάδες βάσης (από 5 σε 70), έναντι δε των ισπανικών και των πορτογαλικών κατά 100 μονάδες βάσης (από 40 σε 140 και από 50 σε 150 αντίστοιχα). Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έχει αρχίσει να απομονώνεται και πάλι ως εστία ιδιαίτερου κινδύνου, κάτι που είχαμε ζήσει (και αγνοήσει) το 2010.

Οι λόγοι είναι προφανείς. Η χώρα μας έχει δημόσιο χρέος 205% του ΑΕΠ, το κατεξοχήν υψηλότερο στην Ευρώπη, με δεύτερη την Ιταλία στο 155% και την Πορτογαλία με σχεδόν 130%. Το ετήσιο έλλειμμα της τελευταίας διετίας κινείται στο 10% του ΑΕΠ, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, στο 5%. Αυτή δεν είναι εικόνα μιας οικονομίας που έχει ιεραρχήσει ορθολογικά τους στόχους της και προσπαθεί να πείσει ότι τα βαθύτερα προβλήματά της έχουν ξεπεραστεί. Τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν το εχει καταφέρει.

Βέβαια, η κυβέρνηση επαίρεται ότι έδωσε το πλέον γενναιόδωρο πακέτο στήριξης για την αντιμετώπιση του COVID19. Τα 43 δισ. αντιστοιχούν στο 25% του ΑΕΠ και κανείς δεν θα είχε αντίρρηση στο να δοθούν, εάν πράγματι πήγαιναν για τη στήριξη των πλέον αδύναμων κοινωνικών ομάδων, κάτι όμως που πρέπει να διερευνηθεί. Δυστυχώς σημαντικό μέρος αυτών των επιδοτήσεων επανεμφανίζεται στις αυξημένες τραπεζικές καταθέσεις και ως καταναλωτικό άνοιγμα του εμπορικού ελλείμματος.

Το ζήτημα είναι αν η σημερινή εικόνα εμπνέει ανησυχίες. Είναι γεγονός ότι το 75% του δημόσιου χρέους διακρατείται από κράτη-μέλη της ΕΕ και δεν επηρεάζεται άμεσα από τις κινήσεις των αγορών. Η μέση χρονική διάρκεια είναι περίπου 18 έτη και τα επιτόκια είναι κλειδωμένα σε χαμηλά επίπεδα. Στη διάρκεια όμως των επόμενων ετών θα υπάρχουν σταδιακές λήξεις που θα αναχρηματοδοτούνται από την αγορά. Άρα, με βάση τα δεδομένα που σήμερα προεξοφλεί η αγορά, το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σταδιακά θα αυξάνει. Στο βαθμό δε που οι τρέχουσες τιμολογήσεις των αγορών ενσωματωθούν στις ετήσιες ασκήσεις βιωσιμότητας του χρέους που διενεργεί το ΔΝΤ, αργά ή γρήγορα θα καταδειχθεί ότι θα απαιτηθούν μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή επιπρόσθετα αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιθυμούμενη αποκλιμάκωση. Θεωρώ ότι τα μέτρα αυτά είναι αναπόφευκτα και ας μην καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις ότι κάπως θα αποφευχθούν.

Υπάρχει όμως και ο ιδιωτικός τομέας. Περίπου 25 δισ. από το κυκλοφορούν δημόσιο χρέος βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων. Η παρατηρούμενη απαξίωση των ελληνικών ομολόγων δημιουργεί κενά στο ενεργητικό τους και, ως εκ τούτου, πιέζει προς τα επάνω το κόστος των πιστοδοτήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, εγείρει δε θέματα φερεγγυότητας και στα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία. Και θα πρέπει να σκεφτόμαστε τι θα γίνει όταν η ΕΚΤ αρχίζει να μειώνει το στοκ των ελληνικών ομολόγων που διακρατεί, συνολικής αξίας περίπου 40 δισ. ευρώ, τα οποία είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα καταλήξουν στους ίδιους εγχώριους φορείς.

Επομένως, οι σημερινές τιμολογήσεις των αγορών δεν έχουν μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον και θα πρέπει να υπάρχει επαγρύπνηση γι’ αυτά που μπορεί να συμβούν πέραν του τρέχοντος εκλογικού κύκλου. Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023 ορθώς έχει ανακηρυχτεί σε εθνικό στόχο. Όμως, οι οίκοι αξιολόγησης σκέφτονται όπως και οι αγορές. Προεξοφλούν το μέλλον. Για να δώσουν τις δύο βαθμίδες που υπολείπονται, θα πρέπει να έχουν ξεκάθαρη εικόνα και πειστικές απαντήσεις για την οικονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί μέσο-μακροπρόθεσμα. Και αυτό δεν θα είναι εύκολο σε μια χρονιά εκλογών, ιδιαίτερα όταν διαφαίνεται πολιτικό αδιέξοδο και θα απαιτηθεί κυβέρνηση συμμαχιών, κάτι στο οποίο όχι μόνο δεν έχουμε παράδοση, αλλά ούτε καν διάθεση να το συζητήσουμε σε ένα ιδιαίτερα πολωμένο κλίμα.

Ελπίζω να μη διαμορφωθούν ξανά οι δραματικές συνθήκες της προηγούμενης δεκαετίας. Είναι πολλοί εκείνοι, εντός και εκτός Ελλάδας, οι οποίοι φοβούνται ότι η οικονομική κρίση φαίνεται ότι τελικά απέβη στείρα σε ό,τι αφορά τη συνειδητοποίηση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης της χώρας.

Θα αναφερθώ σε ένα παράδειγμα. Πολλοί επενδύουν. στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας με βάση τις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Αληθεύει όμως ότι οι αιτήσεις του βιομηχανικού κλάδου της χώρας μας προς τις τράπεζες για ένταξη χρηματοδότησης είναι μέχρι σήμερα μηδενικές; Και ακριβολογώ μηδενικές. Αν αυτό αληθεύει, νομίζω ότι το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και όχι μόνο θα πρέπει να προβληματιστεί περισσότερο.

Πηγή: europeanbusiness.gr