Οι αντι-φιλελεύθεροι μύθοι και η αλήθεια

116

 Tου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Είναι πλέον μόδα. Μετά την παταγώδη κατάρρευση του κομμουνισμού και την παρεξηγημένη «προφητεία» του Φράνσις Φουκουγιάμα περί του τέλους της ιστορίας, οι κάτοχοι των «απόλυτων αληθειών» και οι λοιποί «σωτήρες» του ανθρώπινου γένους βρήκαν τον… εχθρό. Για όλα φταίει  η ελευθερία.
Έτσι, ο φιλελευθερισμός, που είναι ο φιλοσοφικός και πολιτικός εκφραστής της, από καιρό τώρα κατηγορείται για όλα τα δεινά που πλήττουν την ανθρωπότητα. Η φτώχεια, η ανεργία, η χρηματοοικονομική κρίση, η καταστροφή του περιβάλλοντος, ακόμα και οι φυσικές καταστροφές, οφείλονται στον φιλελευθερισμό. Ο τελευταίος ευθύνεται επίσης για την απληστία και την απαξίωση των ανθρωπιστικών αξιών, φαινόμενα που κυριαρχούν στην αποκαλούμενη νεοφιλελεύθερη οικονομία.
Στη βάση αυτού του σοβαρού κατηγορητηρίου και θεωρώντας ότι οικονομία και πολιτική είναι επιστήμες, θελήσαμε να επαληθεύσουμε το κατηγορητήριο, όπως επιβάλλει η επιστημονική μέθοδος.
Ξεκινήσαμε από την οικονομία. Πρώτη διαπίστωσή μας είναι ότι, στην κατάταξη των φτωχότερων χωρών του πλανήτη μας, καμία από αυτές δεν επικαλείται τον φιλελευθερισμό. Η Κίνα έχει κομμουνιστικό καθεστώς, στη Βραζιλία πάνω από δεκαετία κυβερνούν οι σοσιαλιστές, στην Κούβα ο κομμουνισμός συμπλήρωσε πενήντα και πλέον χρόνια, στην Αφρική τα περισσότερα καθεστώτα θεωρούν εκτός νόμου τον φιλελευθερισμό και ορκίζονται στο όνομα του σοσιαλισμού. Στον δε αραβικό κόσμο κυριαρχούν αντιφιλελεύθερες μοναρχίες και στο Ιράν δεσπόζει ο θεοκρατικός αυταρχισμός. Έτσι, από αριθμητικής πλευράς, από τα 7 δισεκατομμύρια ψυχές που είναι ο πληθυσμός του πλανήτη μας, τα 5,2 δισεκατομμύρια τελούν υπό αντιφιλελεύθερα καθεστώτα.
Μία άλλη σημαντική διαπίστωση είναι ότι οι μεγαλύτερες περιβαλλοντικές ζημιές καταγράφονται στην Κίνα, στην Αφρική, στον Αμαζόνιο, στη Ρωσία και στην Κεντρική Ασία -περιοχές που ουδέποτε γνώρισαν τον φιλελευθερισμό και είναι πολύ αμφίβολο αν ποτέ θα τον γνωρίσουν.
Παρατηρώντας επίσης την ετήσια κατάταξη για τις χώρες με τη μεγαλύτερη διαφθορά στον κόσμο, την οποία καταρτίζει η οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια, παρατηρούμε ότι στις 50 πρώτες θέσεις δεν υπάρχει καμία χώρα με φιλελεύθερο καθεστώς, ή ακόμα και κατ’ επίφασιν φιλελεύθερο. Αντιθέτως, οι χώρες με ανύπαρκτο ή πολύ χαμηλό δείκτη διαφθοράς (Φινλανδία, Δανία, Σουηδία, κ.ά.) είναι όλες δημοκρατικές και πολιτικο-οικονομικά φιλελεύθερες.
Η ίδια ακριβώς παρατήρηση ισχύει και για την προστασία και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη σχετική κατάταξη που δημοσιεύει κάθε χρόνο η οργάνωση Freedom House, η υπεροχή των χωρών με φιλελεύθερα καθεστώτα είναι συντριπτική και σχεδόν σε καμία από αυτές δεν ισχύει η θανατική ποινή. Όσον αφορά δε στην ελευθερία εκφράσεως και Τύπου, σύμφωνα με τα στοιχεία των οργανώσεων Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα και Ένωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, οι διαφορές μεταξύ φιλελεύθερων και αντιφιλελεύθερων χωρών είναι κραυγαλέες.
Οι αυταρχικές και αντιφιλελεύθερες χώρες κατέχουν επίσης τα σκήπτρα και στο οικονομικό έγκλημα. Στο εμπόριο ναρκωτικών πρωταγωνιστούν οι σοσιαλιστικές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στην εμπορία όπλων και λευκής σαρκός τα πρωτεία κατέχουν αφρικανικές δεσποτείες, αυταρχικά καθεστώτα της Κεντρικής Ασίας και η Ρωσία. Η δε ιδιωτική πειρατεία οργιάζει στην Αφρική, εκεί όπου κυριαρχούν τα πιο εγκληματικά καθεστώτα.
Ας επανέλθουμε στην οικονομία. Οι εχθροί του φιλελευθερισμού υποστηρίζουν ότι η κρίση του 2007 είναι αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερων επιλογών που υιοθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις Ρίγκαν-Θάτσερ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και που οδήγησαν στην απελευθέρωση της παγκόσμιας κίνησης κεφαλαίων. Ο ισχυρισμός αυτός, αν και έχει κάποια θεωρητική βάση, δεν επαρκεί καθόλου ως επιστημονική επαλήθευση, διότι τα πραγματικά γεγονότα άλλα δηλούν.
Πρώτον, η μεγάλη διεθνής κίνηση κεφαλαίων ξεκίνησε το 1971, με την κατάργηση της Συμφωνίας του Μπρέτον-Γουντς και την ανάδειξη του δολαρίου σε παγκόσμιο αποταμιευτικό νόμισμα. Στόχος της τότε κυβερνήσεως των ΗΠΑ ήταν η τόνωση της δημοσιονομικής δραστηριότητας μέσω της έκδοσης κρατικού χρήματος, η άνοδος του δημόσιου χρέους για τη χρηματοδότηση του πολέμου στο Βιετνάμ και η αύξηση της κατανάλωσης με διαφόρων μορφών δανεισμό. Με άλλα λόγια, η τότε πολιτική του προέδρου Νίξον ήταν αμιγώς κεϋνσιανής εμπνεύσεως, δηλαδή σαφώς αντιφιλελεύθερη, γι’ αυτό και είχε δεχθεί αυστηρή κριτική από οικονομολόγους όπως ο Μίλτον Φρίντμαν, ο Μορίς Αλέ και ο Τζέιμς Μπιουκάναν -άπαντες νομπελίστες.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι το 1971, μετά την κατάργηση του Μπρέτον-Γουντς, ο μέγας φιλελεύθερος οικονομολόγος Λούντβιχ φον Μίζες (άγνωστος στην Ελλάδα), αν και 90 ετών, δήλωνε τα εξής προφητικά: «Η κατάργηση του Μπρέτον-Γουντς δίνει την ευκαιρία στις κρατικές κεντρικές τράπεζες να ακολουθούν επεκτατικές νομισματικές πολιτικές, οι οποίες σε βάθος χρόνου θα δημιουργούν τη μία μετά την άλλη οικονομική κρίση».
Στη μετά τον Μπρέτον-Γουντς εποχή, ήλθε να προστεθεί η πετρελαϊκή κρίση του 1973 -η οποία έδωσε την ευκαιρία στους Άραβες δικτάτορες και μονάρχες να ρίξουν στις διεθνείς αγορές περί τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία ζητούσαν ασφάλεια και καλές αποδόσεις. Στη βάση αυτού του πακτωλού πετροδολαρίων άρχισαν να δημιουργούνται και τα πρώτα «περίεργα» τραπεζικά προϊόντα, κύριο αντικείμενο των οποίων ήταν η χρηματοδότηση κρατών.
Σημειώνουμε ότι την περίοδο 1974-1981 το κρατικό χρέος των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 40% και το αντίστοιχο της τότε Σοβιετικής Ένωσης κατά 100%. Στην Ευρώπη, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, που είναι και αυτή της σταδιακής απελευθερώσεως της κίνησης κεφαλαίων, οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις Μιτεράν στη Γαλλία, Γκονζάλες στην Ισπανία, Κράξι στην Ιταλία, Σοάρες στην Πορτογαλία και Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, τριπλασίασαν κατά μέσο όρο τα δημόσια χρέη των χωρών τους και τα ανέβασαν κατά μέσο όρο, από 26% του ΑΕΠ το 1981, σε 81% το 1989.
Η συνέχεια είναι γνωστή -στη δε Ελλάδα υπήρξε η αφετηρία της «Μεγάλης Ληστείας», για την οποία ετοιμάζουμε ειδικό πόνημα.
Ερώτημα: Περί ποίας ευθύνης του φιλελευθερισμού γίνεται λόγος, όταν η κρίση που σήμερα πλήττει κυρίως τη Δύση είναι το πιο αυθεντικό νεοκεϋνσιανό φρούτο; Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ είχε γράψει: «Δεν είναι αρκετό να λέμε ότι ο άνθρωπος υπόκειται στο λάθος. Πρέπει να του δείχνουμε ποιο είναι αυτό το λάθος».