Του Π. Κ. Ιωακειμίδη*
Ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» (27/10) ενώ καταδίκασε απερίφραστα την επιθετικότητα της Τουρκίας και συνέστησε διάλογο για ειρηνική επίλυση των διαφορών, έδωσε και μια πολύτιμη συμβουλή. Στην παρατήρηση-ερώτηση ότι «η Ελλάδα αντιμετωπίζει παρόμοιες εδαφικές διεκδικήσεις από την Τουρκία όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας» αντέδρασε λέγοντας ότι «οι συνθήκες κατά την άποψή μας δεν μπορούν να συγκριθούν και θα συνιστούσα να αποφεύγονται τέτοιες συγκρίσεις».
Κι όμως αυτές οι μάλλον άστοχες «συγκρίσεις» γίνονται ευρέως (και από επίσημα χείλη) και μάλιστα ως εάν Ελλάδα και Ουκρανία να ήταν απόλυτα ταυτόσημες περιπτώσεις. Δεν είναι (και δεν αναφέρομαι στην Κύπρο εδώ). Βεβαίως το προφανές κοινό σημείο είναι ότι οι αντίστοιχοι γείτονες, Τουρκία και Ρωσία, ως νεο-αυτοκρατορικές, αυταρχικές δυνάμεις διαπνέονται από αναθεωρητισμό που η μεν Ρωσία εκδήλωσε με βάρβαρο τρόπο στην Ουκρανία, η δε Τουρκία σε σειρά άλλων σχετικά χαμηλότερης έντασης περιπτώσεων. Αλλά η ταύτιση Ουκρανίας και Ελλάδας ενώ δεν ανταποκρίνεται στα αντικειμενικά δεδομένα, είναι και πολιτικά εσφαλμένη, καθώς (ί) υποτιμά την ισχύ της Ελλάδας, (ίί) δυσκολεύει τον οποιονδήποτε διάλογο, (ίίί) απορρίπτεται από τους Ευρωπαίους, κ.λπ..
Μία σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο γεγονός ότι η Ρωσία θεωρεί ότι η Ουκρανία «δεν είναι έθνος-κράτος». Δεν δικαιούται να είναι ξεχωριστό, κυρίαρχο εθνικό κράτος. Ανήκει κατά την άποψή της στον «Ρωσικό κόσμο» (Ruskyi mir) και κακώς παριστάνει το «κυρίαρχο εθνικό κράτος». Θα πρέπει συνεπώς να καταλυθεί και να καταστεί επαρχία της Ρωσίας. Αυτή είναι η φιλοσοφία Πούτιν όπως τη διατύπωσε και στο διάγγελμα-ιστορική διατριβή πριν από την εισβολή.
Η κεντρική αυτή θέση της Ρωσίας δεν παρείχε περιθώρια διαπραγμάτευσης για την ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος. Αν και εντός Τουρκίας υπάρχουν οπαδοί της επιθετικότητας τύπου Ρωσίας, η επίσημη Τουρκία δεν υποστήριξε ποτέ, τουλάχιστον δημόσια, ότι «η Ελλάδα δεν δικαιούται να είναι κυρίαρχο, ανεξάρτητο κράτος». Εχει βέβαια διατυπώσει επί μέρους απαράδεκτες αναθεωρητικές θέσεις αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας (όπως γκρίζες ζώνες σύνδεση αποστρατιωτικοποίησης/κυριαρχίας νησιών, Γαλάζια Πατρίδα, κ.ά.), αλλά όπως ισχυρίζεται οι θέσεις αυτές είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης – που για την ελληνική πλευρά δεν είναι. Επομένως ας μην κάνουμε συγκρίσεις που είναι πολλαπλώς επικίνδυνες. Αναλογικότητα και μέτρο.
Πέραν αυτού, (α) αντίθετα με την Ουκρανία και τη Ρωσία, Ελλάδα και Τουρκία είναι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, ανήκουν δηλαδή στο ευρύτερο στρατόπεδο της Δύσης, γεγονός που ασκεί κάποια πειθαρχία στις συμπεριφορές ειδικά στις σημερινές συνθήκες, (β) η Ελλάδα είναι ισχυρή χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στηρίζεται με κανόνες αλληλεγγύης, ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, κ.λπ. Ενώ και η Τουρκία είναι συνδεδεμένη/υποψήφια για ένταξη χώρα με ό,τι αυτό σημαίνει, (γ) η Ελλάδα έχει ισχυρούς δεσμούς με ισχυρές χώρες του πλανήτη (ΗΠΑ, Γαλλία, κ.ά.) με δεσμεύσεις εγγυήσεων και συνδρομής. Και κυρίως (δ) η Ελλάδα είναι μια ισχυρή αναπτυγμένη χώρα δημοκρατίας και σταθερότητας. Και βεβαίως ας μη διαφεύγει ότι η Ρωσία διεξάγει έναν συνολικό πόλεμο απέναντι στη Δύση.
Κοντολογίς μόνο περιορισμένες ομοιότητες με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπάρχουν. Οι διαφορές (όχι όλες βέβαια) με την Τουρκία είναι δυνητικά διαπραγματεύσιμες για ειρηνική επίλυση υπό τις κατάλληλες συνθήκες εκατέρωθεν στη βάση του διεθνούς δικαίου. Και εάν διδάσκει κάτι ο πόλεμος της Ουκρανίας είναι ακριβώς αυτό: την ανάγκη ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και εγκατάλειψης κάθε αναθεωρητισμού.
Το ισχυρότερο κοινό σημείο Ελλάδας και Ουκρανίας: η υψηλή αίσθηση πατριωτικού καθήκοντος απέναντι σε κάθε επιβουλή…
*Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ