Του Ευάγγελου Βενιζέλου
Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ έχει το «πλεονέκτημα» να είναι θεσμοθετημένη και επιβεβλημένη κατά το διεθνές δίκαιο ( άρθρα 74 και 83 ΔΣΔΘ ) διαδικασία που περιλαμβάνει διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις, συμφωνία μεταξύ των κρατών που έχουν αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές και των οποίων οι δυνητικές ζώνες δικαιοδοσίας επικαλύπτονται ή σε περίπτωση αδυναμίας να υπάρξει συμφωνία επί της ουσίας, προσφυγή στις διαδικασίες που προβλέπει η ΔΣΔΘ και τελικά «δικονομική» συμφωνία για την από κοινού προσφυγή σε διεθνή δικαστική ή διαιτητική διαδικασία.
Η ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι συνεπώς υποχρέωση που απορρέει από το διεθνές δίκαιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει ανταπόκριση της άλλης πλευράς ή ότι δεν θα επιχειρηθεί η ανάμειξη άλλων ζητημάτων. Σημασία έχει να είναι σαφής η ελληνική θέση. Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που δηλώνει πάντα ότι άξονας της εξωτερικής της πολιτικής είναι ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου, η ανάληψη παρόμοιων πρωτοβουλιών πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. Αυτό άλλωστε δείχνουν η πρόσφατη συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας για τη μετατροπή της συμφωνίας οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του 1977 σε συμφωνία οριοθέτησης και της ΑΟΖ, πριν καν αυτή ανακηρυχθεί, χωρίς μεταβολή της οριογραμμής και η ακόμη πιο πρόσφατη συμφωνία μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Αίγυπτο δυτικά του 28ου ( για την ακρίβεια του 27ου και 59´ ) μεσημβρινού και μέχρι τον 26ο. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε τις παλαιότερες διαπραγματεύσεις με τη Λιβύη, την υπογραφείσα το 2009 συμφωνία με την Αλβανία που δεν κυρώθηκε και δεν τέθηκε σε ισχύ λόγω της αλβανικής υπαναχώρησης και κυρίως τους αλλεπάλληλους γύρους διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από το 2002 έως το 2016. Οι γύροι αυτοί περιέλαβαν στο αντικείμενό τους, με ελληνική πρωτοβουλία, την έννοια της ΑΟΖ και τον γεωγραφικό χώρο της Μεσογείου μόλις το 2013 με επίμονη και σαφή οδηγία μου. Τα ίδια θέματα τέθηκαν τότε και στο επίπεδο των υπουργών Εξωτερικών των δυο χωρών.
Πολλοί κάνουν σαν να τα «ανακάλυψαν» όλα αυτά μετά τη σύναψη, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, του άκυρου μνημονίου (MOU) Ερντογάν – Σαράζ για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, με όλα όσα μπορεί και πρέπει να σημειωθούν για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, εκπροσωπείται διεθνώς και συνομολογεί συνθήκες η Λιβύη.
Τίποτα όμως δεν προέκυψε ξαφνικά. Πτυχές του ζητήματος της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών που τους τελευταίους μήνες κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, ο οποίος διεξάγεται ευκαίρως – ακαίρως, είχαν τεθεί εγκαίρως, εδώ και χρόνια, αλλά δεν είχαν βρει την προσοχή που αναλογεί στην κρισιμότητά τους. Δυο παράγοντες συνέτειναν σε αυτό. Πρώτον, η επί δεκαετίες κυρίαρχη αντίληψη ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ των θέσεών μας, άρα δεν ενοχλεί η αναμονή, η αναβολή ή η αδράνεια. Δεύτερον, η εμμονή στον στενό γεωγραφικό ορίζοντα του Αιγαίου και η υποτίμηση του ευρύτερου ορίζοντα της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία βρίσκεται γεωγραφικά σημαντικό τμήμα της ελληνικής επικράτειας και μεγάλο μέρος των υπό οριοθέτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Συνεπώς η πρόταση για διαβουλεύσεις και, σε περίπτωση αδυναμίας να επιτευχθεί συμφωνία, η πρόταση για υπογραφή συνυποσχετικού που θα θεμελιώνει και θα διέπει την από κοινού προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας στη Χάγη με μόνο αντικείμενο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, δεν συνιστά αντικείμενο εσωτερικής πολιτικής συζήτησης στην Ελλάδα που μπορεί να καταλήξει σε άλλη επιλογή, αλλά μονόδρομο κατά το διεθνές δίκαιο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική πρόταση θα γίνει εύκολα και γρήγορα αποδεκτή ή ότι δεν θα υπάρξουν διαφορετικές προτάσεις ή πρωτοβουλίες ή παραλλαγές από την άλλη πλευρά, ότι δεν θα διατυπωθούν αιρέσεις, όροι ή προϋποθέσεις. Εμείς έχουμε υποχρέωση να καθορίσουμε την ελληνική στάση η οποία πρέπει να είναι απλή και σαφής και να συνιστά αντικείμενο της διπλωματικής πρωτοβουλίας που προβλέπει ρητά το ισχύον Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Αντικείμενο της συζήτησης αυτής είναι μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Όχι οι λεγόμενες γκρίζες ζώνες, η λεγόμενη αποστρατικοποίηση των νησιών ή αλλά ζητήματα εθνικής κυριαρχίας ή εθνικής ασφάλειας. Αυτό αποσαφηνίστηκε και με τις δηλώσεις που υπέβαλε στις 14 Ιανουαρίου 2015 η Ελληνική Δημοκρατία, με την υπογραφή μου ως υπουργού των Εξωτερικών, προς τον ΟΗΕ σχετικά με την αναγνώριση από την Ελλάδα της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ). Ρητά εξαιρούνται τα ζητήματα αυτά από τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ εκτός και αν υπάρξει συνυποσχετικό, εκτός δηλαδή και αν το θελήσει η Ελλάδα. Η επανέναρξη βέβαια των διερευνητικών επαφών και η εφαρμογή της προβλεπόμενης στη ΔΣΔΘ διαδικασίας για την οριοθέτηση θα επηρεάσει συνολικά το κλίμα των διμερών σχέσεων.
Η επιλογή της προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη, εφόσον δεν επιτυγχάνεται συμφωνία με εκατέρωθεν υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, δεν είναι όμως μια επιλογή που οδηγεί πάντα στο απολύτως επιθυμητό αποτέλεσμα. Πολύ συχνά η διεθνής δικαιοσύνη κινείται συμψηφιστικά, με κριτήρια πολιτικά, αναζητώντας ισορροπίες και διευθετήσεις που υπερβαίνουν την αυστηρά δικανική εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου που τοποθετούνται στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Όμως χωρίς συμφωνία οριοθέτησης ή προσφυγή σε συνδιαλλαγή ή τελικά στη διεθνή δικαιοσύνη, δεν υπάρχει οριοθέτηση. Χωρίς οριοθέτηση δεν υπάρχουν οι νομικές προϋποθέσεις για την πλήρη και οριστική άσκηση και απόλαυση των σχετικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Άρα πριν την οριοθέτηση δεν υπάρχει ένα ενεργό κυριαρχικό δικαίωμα που ενδέχεται να περιορισθεί. Υπάρχει ένα εν δυνάμει κυριαρχικό δικαίωμα, η πλήρης ενεργοποίηση του οποίου προϋποθέτει οριοθέτηση, η δε μακρά αναμονή για την πλήρη άσκησή του, μπορεί να οδηγήσει στην απαξίωση του υλικού του αντικειμένου λόγω της σταδιακής μείωσης της σημασίας των ορυκτών καυσίμων.
* Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση αποσπάσματος της εισαγωγής που περιλαμβάνεται στο νέο βιβλίο του Ευάγγελου Βενιζέλου, «Οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και ελληνοτουρκικές σχέσεις», εκδόσεις Παπαδόπουλος, που κυκλοφορεί στις 21 Σεπτεμβρίου 2020.