Του ΤΑΣΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Η απειλή με τη συνοδεία πολεμικών πλοίων καταπάτησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο ανατολικό Αιγαίο, οδήγησε, ύστερα από γερμανικές πιέσεις, στην αποδοχή της έναρξης διαλόγου, ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρά.
Η ελληνική πλευρά διατείνεται ότι ο διάλογος θα αφορά αποκλειστικά τις θαλάσσιες ζώνες δηλ. τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Αντίθετα η τουρκική μιλάει για διάλογο εφ’ όλης της ύλης, που κατά την Άγκυρα όπως έχει επανειλημμένα δηλωθεί, περιλαμβάνει από την έρευνα και διάσωση στο Αιγαίο, τα χωρικά ύδατα, τον εναέριο χώρο, την αποστρατικοποίηση των νήσων μέχρι το πιο προωθημένο που είναι η αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικών νησιών και βραχονησίδων.
Το τι σημαίνει διάλογος υπό τα βλέμματα των ισχυρών της εποχής μας το έχει ζήσει στο πετσί της η Κυπριακή Δημοκρατία. Από που να ξεκινήσει κανείς και που να καταλήξει.
Οι Τούρκοι από τον Ιούλιο του 1974 που έκαναν την εισβολή στην Κύπρο και με την χρήση βίας μετακίνησαν πληθυσμούς, έχουν επιβάλει στο πέρασμα του χρόνου ως ισότιμο συνομιλητή του 80% τον εκπρόσωπο της κοινότητας που είχε μόλις 18% πληθυσμιακή αναλογία.
Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κάνει μια σειρά επώδυνων παραχωρήσεων που αφορούν τα δικαιώματα του 18%, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης του ομοσπονδιακού σχήματος, όσο και στα veto που μπορούν να ασκήσουν σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης.
Έχει δεχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία στη διάρκεια των ατέρμονων συνομιλιών αρχικά την Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία, τους περιορισμούς στην ελεύθερη εγκατάσταση διακίνηση και απόκτηση περιουσίας των πολιτών, αλλά και την παραμονή της πλειοψηφίας των εποίκων.
Η Τουρκία χρησιμοποιεί τους εναπομείναντες Τουρκοκύπριους ως πρόσχημα, έχοντας όλα αυτά τα χρόνια κατακλύσει την Μεγαλόνησο με έποικους, που είναι υπερδιπλάσιοι των γηγενών ομόθρησκών τους, με στόχο να έχει όμηρό της, μετά από μια λύση τύπου Ανάν, την Κυπριακή Δημοκρατία στο σύνολο της.
Με την διαδικασία συναλλαγών ο πονηρός ανατολίτης κατάφερε να κερδίζει πάντα, μια και η Κυπριακή Δημοκρατία υποχωρεί μονίμως στις ατέρμονες διαπραγματεύσεις, ενώ η Τουρκία μέσω των εκπροσώπων της στο νησί, κάθε φορά που επαναλαμβάνονται οι διακοπείσες συνομιλίες θεωρεί δεδομένες τις υποχωρήσεις της Ελληνοκυπριακής πλευράς και απαιτεί να τα βρουν τα δύο μέρη στη νέα μέση του δρόμου.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η μέση την κάθε φορά μετατοπίζεται και αποβαίνει σε βάρος της Ελληνοκυπριακής πλευράς. Στο Gran Montana που έγινε η τελευταία προσπάθεια εξεύρεσης λύσης του κυπριακού η Τουρκία, και όχι ο Τουρκοκύπριος ηγέτης που παρακολουθούσε τον Τσαβούσογλου σαν μαθητούδι, αρνήθηκε οποιαδήποτε εγγύηση από ΟΗΕ ή ΕΕ και επέμενε να διατηρήσει εσαεί η Τουρκία το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης, τινάζοντας στον αέρα τις συνομιλίες.
Αυτό σημαίνει ότι όποτε θα έκρινε σκόπιμο θα δημιουργούσε μέσω των εγκαθέτων της πρόβλημα στη λειτουργία της εύθραυστης Ομοσπονδιακής Λειτουργίας του κράτους και θα έστελνε τα κανόνια να το … λύσουν.
Με αυτή την έννοια και με δεδομένο τον χρονικό ορίζοντα του ενός μηνός για διαπραγματεύσεις που ζητάει η Άγκυρα είναι καταδικασμένη κάθε προσπάθεια εξεύρεση μιας συμφωνίας ή της κατάρτισης ενός συνυποσχετικού για παραπομπή της διαφοράς που αφορά τις θαλάσσιες ζώνες στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Κι αυτό γιατί αφενός η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και αφετέρου, δεν αποδέχεται το ισχύον από το 1982 Δίκαιο της Θάλασσας. Τι περιμένει κανείς από τις διαπραγματεύσεις να δεχθεί ή Άγκυρα ότι τα νησιά του Αιγαίου έχουν επήρεια και διαθέτουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ;
Αν το δεχθεί τινάζει στον αέρα μόνη της την τουρκολιβυκή συμφωνία που βασίζεται στην παράνομη και παράλογη άποψη, ότι η επήρεια της Κρήτης περιορίζεται στα έξι μίλια, δηλ. στο όριο των χωρικών της υδάτων.
Με αυτή την έννοια οι επικείμενες συνομιλίες θυμίζουν αυτές που έγιναν το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου του 1974 στη Γενεύη για την Κύπρο, που ήταν το πρόσχημα, και η προδιαγεγραμμένη αποτυχία τους, που είχε σαν αποτέλεσμα τον Αττίλα 2, που οδήγησε στην κατάληψη του 37% της Μεγαλονήσου από τα τουρκικά στρατεύματα.
Το που το πάει η Τουρκία και όχι δυστυχώς μόνο ο Ερντογάν, το είδαμε σε απευθείας μετάδοση από τα τουρκικά ΜΜΕ στις 24 Ιουλίου 2020, όταν ο επικεφαλής ιμάμης, με την χατζάρα του Πορθητή ανά χείρας, έδωσε το στίγμα της πολεμικής δράσης, των νεοοθωμανών, εντός του ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας.
Το παιχνίδι του Ερντογάν έχει σκοπό να φανατίσει τον τουρκικό λαό με τις επιθετικές τους ενέργειες σε βάρος της Ελλάδας, με προφανή σκοπό να παραβλέψουν την μεγάλη οικονομική κρίση που αναμένεται να γίνει ανυπέρβλητη τους επόμενους μήνες.
Στο προπαγανδιστικό παιχνίδι έβαλε για στάχτη στα μάτια της διεθνούς κοινότητας προφανώς και την Παναγία της Σουμελά, επιτρέποντας αιφνιδίως να γίνει η λειτουργία τον Δεκαπενταύγουστο, και την ίδια ώρα κάνει το επόμενο βήμα που είναι η μετατροπή της Μονής της Χώρας, με τα απαράμιλλα ψηφιδωτά και τις αγιογραφίες, σε τζαμί.
Και δυστυχώς οι όποιες φωνές των Τούρκων που πιστεύουν στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας γίνονται καθημερινά ισχνότερες, μιας και κινδυνεύουν να διωχθούν με το πρόσχημα ότι διάκεινται ευμενώς προς το κίνημα του Γκιουλέν. Παράλληλα κινδυνεύουν όσοι βλέπουν την αρνητική διάσταση της έξαψης του φανατισμού να χαρακτηρισθούν… πράκτορες της Ελλάδας.
Η Ερντογάν παράλληλα προχώρησε σε μια νέα αυταρχική ενέργεια πέρα από τις διώξεις δημοσιογράφων και ΜΜΕ, και στη φίμωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με στόχο να εμποδίσει την παρουσία κάθε διαφορετικής άποψης.
Η ζοφερή αυτή εικόνα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η καλύτερη για διαπραγματεύσεις τεσσάρων εβδομάδων. Οι οιωνοί που έλεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες δεν είναι οι καλύτεροι για το ταξίδι των συνομιλιών. Γι’ αυτό και η ελληνική διπλωματία οφείλει να είναι προετοιμασμένη και να μην κάνει βήμα πίσω από τα όσα δημοσίως υποστηρίζει.
Η διαφορά είναι μία. Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αν δεν υπάρξει συμφωνία, συνυποσχετικό και παραπομπή στη Χάγη. Γι’ αυτό και πρέπει να βουλώσει τα αυτιά της στις Σειρήνες των τρίτων που θα της ζητήσουν διεύρυνση των συζητήσεων, με υποκριτικά δημοσιεύματα του τύπου τα 3.000 ελληνικά νησιά είναι πολλά, σε άλλες και ιδιαίτερα επικίνδυνες ατραπούς…