Οι επιχειρηματικοί ηγέτες πρέπει να στηρίξουν τη Δημοκρατία… Του Martin Wolf

288

Του Martin Wolf

Εμείς στον δυτικό κόσμο είμαστε αντιμέτωποι με δυο κρίσεις: μια κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο δημοκρατικό πολιτικό μας σύστημα και μια πλανητική περιβαλλοντική απειλή. Το πρώτο απαιτεί την ανανέωση του κοινού σκοπού εντός συνόρων. Το δεύτερο δεν απαιτεί μόνο έναν κοινό σκοπό εγχωρίως, αλλά και έναν κοινό παγκόσμιο σκοπό.

Αυτά είναι πράγματα που δεν μπορούν να τα παρέχουν οι επιχειρήσεις. Αυτό που θα χρειαστεί είναι αποτελεσματική πολιτική. Ένα μεγάλο ερώτημα είναι εάν οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να προωθήσουν τις αναγκαίες πολιτικές λύσεις ή αν απλώς θα δημιουργήσουν πολιτικά προβλήματα.

Μια αμυδρή ακτίνα φωτός στο θέμα της πολιτικής βγαίνει από μια έκθεση που δημοσιοποιήθηκε από το Κέντρο για το Μέλλον της Δημοκρατίας στο Cambridge, με τίτλο «The Great Reset». Συμπεραίνει από τις έρευνες γνώμης σε 27 χώρες, συμπεριλαμβανομένων δυτικών δημοκρατιών, πως η πανδημία έχει ενισχύσει την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και έχει βλάψει σημαντικά την αξιοπιστία των λαϊκιστών. Αλλά δεν έχει μέχρι στιγμής αυξήσει την υποστήριξη προς τη δημοκρατία. Αυτό είναι τουλάχιστον μετρίως ενθαρρυντικό. Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση είναι ένας απαραίτητος όρος για την ανάληψη δράσης, ιδιαίτερα όταν –όπως στην περίπτωση του περιβάλλοντος- αυτό σημαίνει θυσίες.

Ένα μεγάλο ζήτημα, ωστόσο, είναι το πού χωράνε σε αυτό οι επιχειρήσεις. Αυτό είναι ένα ιδιαιτέρως κατάλληλο ερώτημα που θα πρέπει να τεθεί αυτήν την εβδομάδα, στη -ψηφιακή- συνεδρίαση του World Economic Forum, ενός οργανισμού που φέρνει κοντά παγκόσμιους επιχειρηματικούς ηγέτες.

Οι επιχειρήσεις λειτουργούν εντός ενός συστήματος: του καπιταλισμού της αγοράς. Αυτό το σύστημα είναι τώρα κυρίαρχο παγκοσμίως, τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα. Αυτό ισχύει ακόμα και στη σημερινή Κίνα. Η ουσία του καπιταλισμού είναι ο ανταγωνισμός. Αυτό έχει βαθύτατες επιπτώσεις: οι ανταγωνιστικές, κερδοσκοπικές οντότητες, είναι ουσιαστικά ανήθικες, ακόμα και αν τηρούν το νόμο. Δεν θα κάνουν από μόνες τους πράγματα που δεν είναι κερδοφόρα, όσο κοινωνικά επιθυμητά και αν είναι, ούτε θα αρνηθούν να κάνουν πράγματα που είναι κερδοφόρα, όσο κοινωνικά ανεπιθύμητα και αν είναι.

Αν ορισμένοι προσπαθήσουν να κάνουν οτιδήποτε από αυτά, θα τους «φάει» ο ανταγωνισμός. Οι μέτοχοί τους, επίσης, μπορεί να επαναστατήσουν. Το να είναι ή να προσποιείται πως είναι ενάρετη μπορεί να φέρει οφέλη σε μια εταιρεία. Αλλά άλλοι μπορούν να τα πάνε καλά όντας απλώς φθηνότεροι. Η κοινωνία -σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο- πρέπει να δημιουργήσει το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις. Αυτό ισχύσει σε όλες τις διαστάσεις –εργατική νομοθεσία, κοινωνική ασφάλιση, περιφερειακή πολιτική, χρηματοοικονομικοί κανονισμοί, πολιτική ανταγωνισμού, πολιτική καινοτομίας, υποστήριξη θεμελιώδους έρευνας, αντιδράσεις σε επείγουσες καταστάσεις, περιβάλλον, κ.ο.κ.

Αυτό που μπορεί να σημαίνει το συγκεκριμένο θέμα, αποτελεί αντικείμενο ενός πρόσφατου τεύχους του Oxford Review of Economic Policy για τον καπιταλισμό, το οποίο περιλαμβάνει εκθέσεις που εξετάζουν τα οικονομικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Κρίσιμης σημασίας είναι πως οι υποθέσεις υπό τις οποίες έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες ο καπιταλισμός είναι αμφισβητίσιμες και είχαν κάποια εξαιρετικά ανώμαλα αποτελέσματα. Πρόκειται για ένα πραγματικά σημαντικό τεύχος (στο οποίο συνέβαλα κι εγώ).

Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι εκθέσεις των Anat Admit του Stanford και Martin Hellwig του Max Planck Institute. Και οι δυο θεωρούν πως ο ρόλος των επιχειρηματικών ηγετών ως φωνών με επιρροή, αλλά με ίδιο συμφέρον, είναι να ορίζουν τη δημόσια πολιτική στην εταιρική νομοθεσία, στο νόμο για τον ανταγωνισμό, τη φορολόγηση, τους χρηματοοικονομικούς κανονισμούς, τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς και πολλούς άλλους τομείς.

Το αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζουν αυτοί και άλλοι συγγραφείς, ήταν η εμφάνιση ενός συστήματος οποτουρνιστικών μονοπωλιακών εσόδων που δημιουργεί μη ασφαλίσιμους κινδύνους για την πλειονότητα και τεράστιες απολαβές για τους λίγους. Αυτό με τη σειρά του έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης στη δημοκρατία και στην αυξανόμενη υποστήριξη των λαϊκιστών.

Κρίσιμης σημασίας είναι πως αυτό καταστρέφει την αφελή ιδέα πως είναι δυνατόν να διαχωριστεί ο ρόλος των επιχειρήσεων που θέλουν να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους, από αυτόν των πολιτικών, στον καθορισμό των «κανόνων του παιχνιδιού», όπως πρότεινε ο Milton Friedman. Οι επιχειρήσεις έχουν χρησιμοποιήσει την επιρροή τους για να ορίσουν τους κανόνες του παιχνιδιού υπό τους οποίους μπορούν στη συνέχεια να παίξουν. Δεν είναι η μόνη φωνή, φυσικά, αλλά είναι μια φωνή με επιρροή και πόρους. Έχει ιδιαίτερη επιρροή στις ΗΠΑ, τη σημαντικότερη χώρα της Δύσης.

Τα αποτελέσματα είναι μια μορφή καπιταλισμού που, παρά την αναμφίβολη οικονομική ανωτερότητά του έναντι εναλλακτικών συστημάτων, δημιουργεί μια εξαιρετικά άνιση κατανομή των ανταμοιβών και φορτώνει τους μη διαχειρίσιμους κινδύνους στον απλό λαό. Το αποτέλεσμα ήταν η σημερινή πολιτική του άγχους και της οργής. Η χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2012 έπαιξε μεγάλο ρόλο στην υποδαύλιση αυτού του άγχους και της οργής, καθώς πολλές δεκάδες εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων δεινοπάθησαν ενώ οι θεσμοί, η συμπεριφορά των οποίων προκάλεσε την έκρηξη, διασώθηκαν. Αυτός είναι οπωσδήποτε ο λόγος για τον οποίον οι δεξιοί λαϊκιστές, ιδίως ο Donald Trump, κατέληξαν να αντικαθιστούν τους πιο παραδοσιακούς συντηρητικούς.

Τώρα, όμως, η πανδημία έχει δημιουργήσει μια ευκαιρία για μια πολιτική της ικανότητας και του κοινού σκοπού. Αυτό μας δίνει τουλάχιστον μια ευκαιρία να τα πάμε καλύτερα.

Πιστεύω πως υπάρχουν επιχειρήματα για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της μορφής του καπιταλισμού μας, διατηρώντας παράλληλα την ουσία του ως προς την καινοτομία και τον ανταγωνισμό. Αυτό δεν θα ήταν πρωτοφανές. Η δημιουργία της  εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ήταν κάποτε μια άκρως αμφιλεγόμενη καινοτομία. Το ίδιο και  δημιουργία της κοινωνικής ασφάλισης. Σήμερα, ωστόσο, το μεγάλο ζήτημα, κατά την άποψή μου, είναι η σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων, της κοινωνίας και της πολιτικής.

Έτσι, αυτά είναι ορισμένα ερωτήματα που θα πρότεινα στους επιχειρηματικούς ηγέτες που συμμετέχουν στο WEF να διερωτηθούν. Ως άτομο, επιχειρηματικός ηγέτης και μέλος επιχειρηματικών οργανισμών, τι κάνω για να αυξήσω την ικανότητα της χώρας μου και του κόσμου να παίρνει λογικές αποφάσεις προς το συμφέρον όλων. Πιέζω παρασκηνιακά κυρίως για ειδική φορολογική και ρυθμιστική μεταχείριση προς όφελός μου ή υποστηρίζω πολιτικές ενέργειες και δραστηριότητες που θα ενώσουν τον κόσμο στη διχασμένη χώρα μου; Είμαι έτοιμος να πληρώσω τους φόρους που δικαιολογούνται από την επιτυχία μου ή εκμεταλλεύομαι κάθε «παραθυράκι» που μου επιτρέπει να στέλνω κέρδη σε φορολογικούς παραδείσους που δεν έχουν καμία συμβολή στην επιτυχία μου; Τι κάνω εγώ, η επιχείρησή μου και οι οργανισμοί στους οποίους συμμετέχω για να αποθαρρύνουμε τις online ζημιές, τη διαφθορά, το ξέπλυμα χρήματος και άλλες μορφές επικίνδυνης και πράγματι εγκληματικής δραστηριότητας; Τι κάνω για να στηρίξω νόμους που θα φέρουν τη λογοδοσία σε ανέντιμους επιχειρηματικούς οργανισμούς και τους ηγέτες τους; Πάνω απ’ όλα, τι κάνω για να ενισχύσω τα πολιτικά συστήματα από τα οποία εξαρτάται η επιτυχημένη συλλογική δράση;

Η πανδημία έχει φέρει πολλά μαθήματα. Αλλά ίσως το σημαντικότερο είναι το τι μπορεί να γίνει αν οι δεξιότητες των ιδιωτικών επιχειρήσεων ενωθούν με τους δημόσιους πόρους για την επίτευξη επειγόντων σκοπών. Αυτό είναι που κάνει το θέμα των εμβολίων τόσο ενθαρρυντικό (και την αντίδραση των αντιεμβολιαστών τόσο καταθλιπτική).

Οι επιχειρηματικοί ηγέτες είναι λογικοί άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για σημαντικούς θεσμούς. Πρέπει να εκτιμήσουν την ανάγκη να ενισχύσουν την ικανότητά μας να λαμβάνουμε με λογικό τρόπο συλλογικές αποφάσεις. Είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι ικανοί παίκτες στην εύθραυστη δημοκρατική πολιτική μας και ως εκ τούτου και στην παγκόσμια διαδικασία λήψης αποφάσεων. Πρέπει να πάρουν στα σοβαρά αυτόν τον ρόλο και να τον παίξουν αξιοπρεπώς και με υπευθυνότητα.

Διότι παρά τη ρητορική που ακούμε, αυτό δεν το βλέπουμε ακόμα.

© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation
Πηγή: euro2day.gr