Οι Γερμανοί εξαγωγείς επανεξετάζουν τον αξίας 100 δισ. ευρώ «έρωτα» τους με την Κίνα

241

Για περισσότερα από 20 χρόνια, ο Όλιβερ Μπετζ παρήγαγε αισθητήρες για κινέζους κατασκευαστές κινητήρων από τη βάση του στο Μόναχο. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, οι πωλήσεις της Systec Automotive στην Κίνα κατέρρευσαν, έχοντας μειωθεί κατά τρία τέταρτα.

«Η επέκταση στην Κίνα δεν είναι καν θέμα υπό εξέταση. Έχει να κάνει με το πώς μπορούμε να περιορίσουμε τη ζημιά», τόνισε ο Μπετζ, ο οποίος πρόσθεσε ότι το 65 τοις εκατό των εξαγωγών της εταιρείας του πέρυσι ήταν προς τη Κίνα. Κατηγορεί την πτώση στην πιο αργή ανάπτυξη, στη στρατηγική του Πεκίνου για μηδενική Covid και στην αυξανόμενη προτίμηση για αγορά εγχώριων προϊόντων, καθώς οι Κινέζοι κατασκευαστές μειώνουν τη διαφορά με τις ξένες εταιρίες.

Η εμπειρία του Μπετζ γίνεται όλο και πιο συνηθισμένη μεταξύ των γερμανικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες βρίσκουν τις σχέσεις τους με Κινέζους εταίρους υπό δοκιμασία μετά από χρόνια αυξανόμενων πωλήσεων.

Οι γερμανικές εταιρείες Mittelstand [σ.σ. σύνολο επιχειρήσεων, κυρίως μεσαίων, που έχουν αποδειχθεί επιτυχείς και ανθεκτικές σε οικονομικές αλλαγές και αναταράξεις] συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι δεν μπορούν να βασίζονται στα κέρδη από την Κίνα όπως έκαναν κάποτε, σύμφωνα με τον Γιοργκ Βίτκε, πρόεδρο του εμπορικού λόμπι «Εμπορικό Επιμελητήριο της ΕΕ στην Κίνα». «Είναι ένας χαμένος έρωτας», τόνισε ο Βίτλε.

Η κατάρρευση απειλεί να διαλύσει μια από τις πιο αμοιβαία επωφελείς εμπορικές σχέσεις στον κόσμο, στην οποία οι γερμανικές εταιρείες ευημερούσαν πουλώντας σε Κινέζους εξωστρεφείς επιχειρηματίες τα μηχανήματα που τους επέτρεψαν να γίνουν βασικοί παίκτες στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

Από την αλλαγή της χιλιετίας, η Κίνα έχει περάσει από το να αντιπροσωπεύει μόλις λίγο παραπάνω από το 1 τοις εκατό των γερμανικών εξαγωγών στο να έχει μερίδιο 7,5 τοις εκατό των πωλήσεων στο εξωτερικό, τοποθετώντας τη δεύτερη μετά τις ΗΠΑ. Το 2021, πωλήθηκαν στην Κίνα γερμανικά προϊόντα αξίας άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Ο Τόρστεν Μπένερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Δημόσιας Πολιτικής στο Βερολίνο, περιέγραψε τους δεσμούς ως τον κύριο παράγοντα της «χρυσής εποχής του γερμανικού οικονομικού μοντέλου», που παρατηρήθηκε κατά τα τελευταία στάδια της 16χρονης ηγεσίας της Άνγκελα Μέρκελ ως καγκελαρίου, η οποία έληξε το περασμένο έτος.

Η Αλίθια Γκαρθία-Χερέρο, ανώτερη οικονομολόγος στο think-tank Bruegel, ανέφερε ότι η ευεξία που προκαλούσαν οι δεσμοί μεταξύ των δύο εξαγωγικών μεγαθήριων αντικαταστάθηκε από αίσθημα κατάθλιψης στο Βερολίνο καθώς οι εξαγωγές υποχώρησαν. «Η Γερμανία χάνει το εμπορικό της πλεόνασμα και μέρος της ανταγωνιστικότητάς της, εν μέρει επειδή η Κίνα ανέβηκε τόσο γρήγορα στην κλίμακα αξίας», τόνισε.

Αυτό έρχεται σε ευαίσθητη στιγμή για την ευρύτερη σχέση των δύο χωρών. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδωσε λαβή στους Γερμανούς επικριτές της Κίνας, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι οικονομικοί δεσμοί της Γερμανίας υπερισχύουν των στόχων εξωτερικής πολιτικής και οδηγούν σε συνεργασία με πιθανούς γεωπολιτικούς αντιπάλους.

Ο Όλαφ Σολτς, ο οποίος θα πετάξει στο Πεκίνο την επόμενη εβδομάδα για την πρώτη του συνάντηση με τους Κινέζους ηγέτες ως Γερμανός καγκελάριος, πρόκειται να αποκαλύψει τη νέα στρατηγική του για την Κίνα το επόμενο έτος. Δέχεται πιέσεις από τους εταίρους του στο κυβερνητικό συνασπισμό, τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, να χαλαρώσει τους δεσμούς.

Ο Σολτς προκάλεσε διαμάχη όταν ζήτησε από τα υπουργεία να υποστηρίξουν επένδυση από την Cosco, τον κρατικό κινεζικό ναυτιλιακό όμιλο, σε τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Αμβούργου. Η συμφωνία εγκρίθηκε αυτή την εβδομάδα, αν και η Cosco πήρε μικρότερο από το προγραμματισμένο μερίδιο ώστε να περιορίζεται η δυνατότητά της να επηρεάζει αποφάσεις.

«Η στρατηγική για την Κίνα θα περιλαμβάνει σαφή μηνύματα για την ανάγκη μείωσης των εξαρτήσεων και διαφοροποίησης των αλυσίδων εφοδιασμού και των εμπορικών εταίρων», σημείωσε ο Μπένερ.

Το Βερολίνο έχει σηματοδοτήσει ότι θα προσφέρει λιγότερες εγγυήσεις για να ασφαλίσει τις εταιρείες έναντι πολιτικών κινδύνων στην Κίνα. Ο νόμος της δέουσας επιμέλειας, ο οποίος τίθεται σε ισχύ τον Ιανουάριο και καθιστά τις μεγαλύτερες εταιρείες υπεύθυνες για την παρακολούθηση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους προμηθευτές τους, θα μπορούσε να αποτρέψει περαιτέρω τις γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα, οι οποίες έχουν συγκεντρωθεί ολοένα και περισσότερο στις αυτοκινητοβιομηχανίες Volkswagen, BMW και Daimler, καθώς και στο κολοσσό χημικών BASF.

Οι απαντήσεις στις φρικαλεότητες στην Ζιντζιάνγκ, τη δυτική συνοριακή περιοχή της Κίνας όπου η κυβέρνηση έχει φυλακίσει περισσότερους από ένα εκατομμύριο μουσουλμάνους, έχουν ήδη πλήξει τις πωλήσεις. Ο κατασκευαστής αθλητικών ειδών Adidas υπέστη μείωση πωλήσεων στην ευρύτερη Κίνα κατά 15% σε δύο διαδοχικά τρίμηνα πέρυσι, μετά από μποϊκοτάζ λόγω της απόφασης της εταιρείας να μην προμηθεύεται βαμβάκι από τη συνοριακή περιοχή.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επικεντρώσει το μυαλό των εταιρειών στον κίνδυνο κυρώσεων σε περίπτωση που η Κίνα εισβάλει στην Ταϊβάν. Η αποσύνδεση ΗΠΑ-Κίνας έχει οδηγήσει πολλές εταιρείες να αναζητούν ήδη εναλλακτικούς προμηθευτές. Λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο των μελών της γερμανικής ένωσης μηχανολογικών επιχειρήσεων VDMA που ερωτήθηκαν το 2021 είπαν ότι η αποσύνδεση οδήγησε σε επανεξέταση των επιχειρηματικών τους δεσμών.

Η Magnetec, βιομηχανία κατασκευής ηλεκτρικών εξαρτημάτων με βάση την που λειτουργεί εργοστάσιο στην Κίνα εδώ και 13 χρόνια, αποφάσισε να μην κατασκευάσει δεύτερο εργοστάσιο στη χώρα λόγω του κινδύνου κυρώσεων. «Όταν οι πελάτες μας παραγγέλνουν τα προϊόντα μας, δίνουν ως προϋπόθεση ότι δεν κατασκευάζονται στην Κίνα», δήλωσε ο Μαρκ Νικολαούδιους, διευθύνων σύμβουλος της Magnetec. Αντίθετα, θα επεκταθεί στο Βιετνάμ.

Ο Νόα Μπάρκιν, διευθύνων συντάκτης στην εταιρεία συμβούλων Rhodium Group, σημείωσε ότι οι πρόσφατες γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα έχουν γίνει «πιο αμυντικές» και δαπανώνται για την εγχώρια  προσαρμογή των αλυσίδων παραγωγής και εφοδιασμού για προστασία από τον κίνδυνο δασμών.

Ο ανταγωνισμός — θεμιτός ή αθέμιτος — παραμένει πρόβλημα. «Τα μέλη μας γνωρίζουν ότι κάθε τεχνολογία που φέρνουν στην Κίνα, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, θα αφομοιωθεί από την κινεζική αγορά», δήλωσε ο Ούλριχ Άκερμαν, επικεφαλής εξωτερικού εμπορίου της VDMA. «Προειδοποιούμε: Να ξέρεις ότι μπορεί να σε διώξουν σε σύντομο χρονικό διάστημα».

Ο Άκερμαν μίλησε για Γερμανό κατασκευαστή μηχανημάτων οικοδομής του οποίου ο κρατικός Κινέζος ανταγωνιστής προσέφερε μηχανήματα σε πελάτες και με δωρεάν χρήση για τον πρώτο χρόνο. «Πώς μπορούμε να ανταγωνιστούμε κάτι τέτοιο;» κατέληξε.

Εν μέσω αυτής της βαριάς ατμόσφαιρας, Κινέζοι διπλωμάτες πίεσαν τους ηγέτες των βιομηχανικών ενώσεων να μην ασκούν κριτική στο Πεκίνο. Ένας λομπίστας αφηγείται ότι κινεζικός κυβερνητικός αξιωματούχος τον προειδοποίησε ότι οι καταναλωτές του θα μπορούσαν να ασκήσουν μεγάλη επιρροή «αν οι δυτικές εταιρείες δεν συμμορφώνονται».

Παρά τις εντάσεις, πολλοί δεν είναι έτοιμοι να τα παρατήσουν. «Η Κίνα είναι πολύ σημαντική αγορά για όλα τα μέλη μας», δήλωσε ο Ανρέας Ράντε, διευθύνων σύμβουλος για την κυβέρνηση και την κοινωνία στην VDA, την ένωση γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών. «Η έξοδος δεν μπορεί να είναι η απάντηση».

Αλλά ο Μπάρκιν υπογράμμισε ότι οι μέρες που η Κίνα ήταν μονόδρομος για τις γερμανικές εταιρείες τελείωσαν. «Δεν αποχωρούν ακόμη, αλλά ψάχνουν τρόπους να προστατεύσουν τις δραστηριότητές τους από γεωπολιτικές αναποδιές», τόνισε. «Και μερικοί ετοιμάζονται από τώρα για την ημέρα που ίσως χρειαστεί να φύγουν».

Πηγή: ot.gr