Οι ΗΠΑ δεν θα είναι ασφαλείς μέσα στα σύνορά τους… Του Philip Stephens

465

Του Philip Stephens

Oι φανατικοί υπέρμαχοι της ρεαλιστικής εξωτερικής πολιτικής έχουν λόγους να πανηγυρίζουν. Ο φιλελεύθερος παρεμβατισμός έχει πάψει να είναι της μόδας κατά την τελευταία δεκαετία.

Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η υποχώρηση από την Καμπούλ ήταν η ταφόπλακα. Οι ΗΠΑ περιχαρακώνονται πίσω από τα σύνορά τους. Το Αφγανιστάν είναι και πάλι κράτος των Ταλιμπάν. Χωρίς τον ηγετικό ρόλο της Ουάσιγκτον, η Ευρώπη δείχνει να έχει παραλύσει.

Ο Τζο Μπάιντεν δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την περίπλοκη φύση της αμερικανικής αποχώρησης, αναγορεύοντας την ως το τέλος της εποχής της οικοδόμησης κρατών. Το αφοπλιστικά απλό μότο του Αμερικανού προέδρου είναι ότι δεν θα υπάρξουν άλλοι «ατελείωτοι πόλεμοι».

Μερικοί χιλιάδες στρατιώτες επέστρεψαν στην πατρίδα και πλέον οι ΗΠΑ μπορούν να λογαριαστούν με την Κίνα. Η ιστορία, φαίνεται να πιστεύει ο Μπάιντεν, θα είναι καλή μαζί του. Άλλωστε, οι ανατριχιαστικές εικόνες των ελικοπτέρων να απομακρύνουν τους τελευταίους Αμερικανούς πεζοναύτες από την πρεσβεία στη Σαϊγκόν δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ως επιχείρημα υπέρ της παραμονής των ΗΠΑ στο Βιετνάμ.

Aπογοητευμένοι από την τραμπική στροφή του Μπάιντεν, οι οπαδοί του φιλελεύθερου παρεμβατισμού πρέπει να ανακοινώσουν το δικό τους mea culpa. Οι δύο δεκαετίες δυτικής κατοχής του Αφγανιστάν μάς έχουν δείξει ότι ήταν αφελείς όσον αφορά τις προσδοκίες τους και απρόσεκτοι στην εφαρμογή του δημοκρατικού εγχειρήματός τους.

Μόλις οι Αμερικανοί θα έδιωχναν την Αλ Κάιντα και η αποστολή επικεντρωνόταν στην οικοδόμηση ενός κράτους, η εύκολη διαπίστωση ήταν ότι οι εκλογές θα μετέτρεπαν το Αφγανιστάν σε μια λαμπερή νέα δημοκρατία. Η σύνταξη ενός συγκεντρωτικού συντάγματος επιδείκνυε άγνοια για την κατακερματισμένη φύση της φυλετικής κοινωνίας του Αφγανιστάν, αλλά και για το πώς πραγματικά λειτουργούν οι δημοκρατίες. Οι εκλογές είναι το τελευταίο κομμάτι του παζλ. Ξεκινάς με την κατασκευή ενός κράτους δικαίου, αμερόληπτων θεσμών και κοινωνικών κανόνων.

Αν και η Δύση ξόδεψε εκατοντάδες δισεκατομμύρια στον στρατό, ελάχιστα χρήματα δόθηκαν για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Έγγραφα που συγκέντρωσε το Εθνικό Αρχείο Άμυνας με έδρα την Ουάσιγκτον δείχνουν ότι ακόμα και ο πρώην υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ πίστευε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να δώσουν περισσότερα για την οικοδόμηση μιας αφγανικής οικονομίας και λιγότερα για τον στρατό, αν ήθελαν να χτυπήσουν τους Ταλιμπάν. Όλως περιέργως, οι πολιτικοί προτιμούν να δαπανούν χρήματα σε πυραύλους παρά σε αναπτυξιακή βοήθεια.

Η αποτυχία στο Αφγανιστάν ήταν μια πολιτική παρά μια στρατιωτική ήττα. Καμία σοβαρή προσπάθεια δεν έγινε για να υπογραφεί μια κοινή συνθήκη με τους γείτονες της Καμπούλ. Αντίθετα, διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις κοιτούσαν άπραγες καθώς το Πακιστάν, ένας υποτιθέμενος «σύμμαχός» τους, συνέχιζε να βοηθάει στην οργάνωση και στον εξοπλισμό των Ταλιμπάν. Αρνήθηκαν να εμπλακούν με το Ιράν. Κατά τη θητεία της ως υπουργού Εξωτερικών, η Χίλαρι Κλίντον έδωσε μια καλή ομιλία απευθύνοντας έκκληση για μια «πολιτική εφόρμηση» για τη διασφάλιση μιας συνθηκολόγησης. Και κατόπιν συνέχισε χωρίς να αλλάξει τίποτα.

Το λάθος τώρα θα ήταν να πιστέψει κανείς ότι οι ΗΠΑ θα είναι περισσότερο ασφαλείς χάρη στην υποχώρηση του Μπάιντεν. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί που πανηγυρίζουν περισσότερο για την αποχώρηση είναι οι εχθροί της Δύσης. Η οικοδόμηση κράτους δεν ήταν ποτέ ένα εντελώς αλτρουιστικό εγχείρημα. Οι σταθερές, ανοιχτές δημοκρατίες είναι ένα προπύργιο ενάντια στους τζιχαντιστές, οι οποίοι θα επιστρέψουν τώρα στο Αφγανιστάν και των απολυταρχικών κρατών που βάλλουν κατά της βασισμένης σε κανόνες διεθνούς τάξης. Αν ο Μπάιντεν πιστεύει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια παγκόσμια κούρσα με την Κίνα -μια μάχη ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απολυταρχισμό-, μόλις παραχώρησε υπερβολικά πολύ έδαφος.

Είναι εύκολο να υποστηρίξει κανείς ότι η αναμόρφωση κατεστραμμένων και αποτυχημένων κρατών απαιτεί τη δέσμευση πολλών γενεών -ένα «ατελείωτο» εγχείρημα, θα έλεγε ο Μπάιντεν. H δυσκολία είναι πως δεν είναι κάτι που μπορεί να παραμεριστεί. Η αταξία είναι φίλη και των απολυταρχών και των τρομοκρατών. Σε λίγες μέρες είναι η 20ή επέτειος των επιθέσεων στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον. Αν αυτή η δολοφονική επίθεση μας προειδοποίησε για κάτι, ήταν ότι οι σημερινές απειλές δεν περιορίζονται από σύνορα.

Οι ρεαλιστές έχουν δίκιο όταν λένε ότι δεν μπορείς να οικοδομήσεις δημοκρατίες υπό την απειλή των όπλων. Και έχουν λάθος όταν πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ μπορούν να διατηρήσουν μια ανοιχτή και βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη, όταν οι ίδιες είναι περιχαρακωμένες, εξουδετερώνοντας τρομοκράτες με drones και αφήνοντας τα ακυβέρνητα μέρη του κόσμου στο έλεος των απολυταρχικών αντιπάλων τους. Η αδράνεια έχει και αυτή τίμημα. Αρκεί να δει κανείς τη Συρία.

Σε κάποιο σημείο θα επικρατήσει ξανά η αντίστροφη λογική -ενδεχομένως λόγω μιας νέας επίθεσης, ίσως λόγω θηριωδιών οι οποίες όσο μακριά και αν βρίσκονται από τις δυτικές ακτές, η κοινή γνώμη δεν μπορεί να τις δεχθεί.

Το πραγματικό μάθημα από το Αφγανιστάν είναι ότι ο στόχος της στρατιωτικής παρέμβασης -και πρέπει πάντα να αποτελεί την ύστατη λύση- είναι να παράσχει έναν ασφαλή χώρο όπου η πολιτική, η οικονομία και η διπλωματία μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους.

Ο Μπάιντεν έχει δίκιο σε ένα πράγμα: Η αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων χρειάζεται ηγέτες με υπομονή και ανθεκτικότητα -σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που έχει επιδείξει ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου.

© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation
Πηγή: euro2day.gr