Ο καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, γραμματέας Σύνταξης της «Νέας Εστίας», φέρνει σε δημόσιο διάλογο το πιο σοβαρό πρόβλημα των φιλελεύθερων δημοκρατικών καθεστώτων και των νέων εχθρών τους
Του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου*
Η επέλαση του εθνολαϊκισμού στις δυτικές δημοκρατίες ανέδειξε έναν κοινό τόπο: οι δημοκρατίες μας δεν κινδυνεύουν πλέον από τις δικτατορίες καραβανάδων με αντικοινοβουλευτικό μένος, αλλά από την υπονομευτική στάση μέρους των μεσαίων στρωμάτων που βιώνουν την απογοήτευση από τη λειτουργία τους. Η εισβολή στο Καπιτώλιο από οργανωμένες ομάδες οπαδών του Τραμπ ήταν χαρακτηριστικό δείγμα της αποεπένδυσης σε θεμελιώδεις ρεπουμπλικανικές ιδέες.
Η εισβολή δεν κατατάσσεται προφανώς στην κατηγορία των δικτατορικών πραξικοπημάτων. Στόχος της ήταν η αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, προκαλώντας κάποιου είδους χάος. Θα μπορούσε κανείς να το περιγράψει ως ανταρσία ή εξέγερση του πλήθους, αν και πάλι το «πλήθος» περιοριζόταν σε λίγες εκατοντάδες άτομα που είχαν, πάντως, διασυνδέσεις με γνωστά συνωμοσιολογικά δίκτυα στις ΗΠΑ καθώς και με άλλες ρατσιστικές «συλλογικότητες»: Δεν σημαίνει όμως ότι ήταν μια αυθόρμητη και δικαιολογημένη έκρηξη του πλήθους, από εκείνες που οι απολογητές του λαϊκισμού θεωρούν ως «κινήματα» διόρθωσης μιας κουρασμένης δημοκρατίας. Πολλοί βεβαίως εξ αυτών έσπευσαν όντως να καταδικάσουν την εισβολή ως προϊόν ακροδεξιάς συνωμοσίας που ανέδειξε το άλλωστε μισητό πρόσωπο του προέδρου Τραμπ. Οπότε και αρνήθηκαν να συμπεριλάβουν την εξέγερση στα παραδείγματα του «υγιούς» λαϊκισμού, που έχει, υποτίθεται, πάντα προοδευτικό πρόσημο.
Εκεί έγκειται, ωστόσο, και το λάθος της ανάλυσης. Πρώτα και κύρια, δεξιόστροφοι ή αριστερόστροφοι, οι σύγχρονοι εθνολαϊκισμοί έχουν κοινή αφετηρία και εγγράφονται σε μια παρόμοια ανάλυση για τα προβλήματα των δυτικών δημοκρατιών. Εν αρχή είναι το μίσος για τις «ελίτ», πολιτικές, οικονομικές, χρηματοπιστωτικές, μιντιακές ή πνευματικές. Πρόκειται για την παραπομπή σε μια μεσαιωνική δομή Κοινωνίας που χωρίζει τις «τάξεις» στους ισχυρούς του 1% και στο υπόλοιπο 99%, τον καλό καγαθό «λαό». Το 1% προσαυξάνεται βεβαίως εξαιτίας της συμπερίληψης των «ξεπουλημένων» φερέφωνων της ελίτ, δηλαδή όσων απλώς δεν συμφωνούν με το παιδαριώδες σχήμα. Ή είσαι μαζί μας ή με τους άλλους, δεν υπάρχουν γκρι αποχρώσεις στον κακόγουστο αυτό πίνακα.
Το δεύτερο είναι η ρητορική κατά της παγκοσμιοποίησης που οδηγεί υποχρεωτικά σε μια εθνικιστική εσωστρέφεια, ως δήθεν λύση στο πρόβλημα. Στον δεξιόστροφο εθνολαϊκισμό συνοδεύεται και από αντιμεταναστευτική ρητορική, στον δε (ευρωπαϊκό) αριστερόστροφο μπορεί να λάβει από αντιευρωπαϊκό χαρακτήρα και να φθάσει μέχρι την απαίτηση για έξοδο από την ΕΕ ή την ONE. Στον δεξιόστροφο το αντιστασιακό υποκείμενο είναι το έθνος, στον αριστερόστροφο, ο λαός. Στόχος κοινός, όμως, είναι η χώρα να ξανακερδίσει τη χαμένη κυριαρχία της, την οποία έχασε λόγω των δόλιων δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης – γι’ αυτό δεν αποκλείεται οι δύο παρατάξεις να ενώνουν και τις δυνάμεις τους κάποτε.
Το τρίτο στοιχείο είναι η ροπή στη συνωμοσιολογία και τα fake news που έχουν την τάση να δαιμονοποιούν τράπεζες, πολυεθνικές, επιχειρηματίες ή παγκόσμιους οργανισμούς, οι οποίοι δήθεν δεν σταματούν ποτέ να απεργάζονται στο σκοτεινό παρασκήνιο συνωμοσίες εναντίον περήφανων λαών και εθνών για να τους υποτάξουν πολιτισμικά και να τους αφαιμάξουν οικονομικά. Καθοριστικό ρόλο παίζουν εδώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που δρουν ως πολλαπλασιαστές τέτοιων «θεωριών», καλλιεργώντας τοξικό κοινωνικό κλίμα.
Το τέταρτο είναι μια αντιφιλελεύθερη εσάνς που σκεπάζει μονίμως την εθνολαϊκιστική βουλγκάτα, στοχοποιώντας όλο το φάσμα των ελευθεριών, από τις οικονομικές μέχρι το δικαίωμα του ατόμου να στοχάζεται έξω από τα σχήματα μιας προκάτ σκέψης και να επιδιώκει τη χειραφέτησή του από τις «ιδεολογίες». Η σκέψη αυτή λειτουργεί, έτσι κι αλλιώς, με «κουτάκια» και την ισοπέδωση των σχετικοποιήσεων.
Ανάλογα με την κάθε εγχώρια λαϊκιστική παράδοση, μπορούν να προστεθούν διάφορα στοιχεία. Ψυχικά μιλώντας, πάντως, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ο φθόνος και η μνησικακία. Και όχι σπάνια, δεν περιορίζεται στο hate Speech, αλλά ο θυμός τους εκφράζεται με ωμή βιαιότητα και προπηλακισμούς επιφανών προσώπων. Εκπίπτει έτσι πάντα σε μια λουμπενοποιημένη μορφή διότι παρεισφρέουν και περιθωριακά στοιχεία – Χρήσιμα την ώρα της «μάχης». Συχνά λέγεται ότι τα ακραία αυτά συναισθήματα δικαιολογούνται διότι οφείλονται στο μπλοκάρισμα της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας των χαμηλότερων μεσαίων στρωμάτων, λόγω των κατακλυσμιαίων αλλαγών της παγκόσμιας οικονομίας. Αν και αυτό έχει στοιχεία αλήθειας, ενίοτε στα κινήματα αυτά θα βρούμε και ισχυρότατες ομάδες συμφερόντων που απλώς υπερασπίζονται τα κεκτημένα τους με αντικοινωνικό τρόπο.
Νομίζω ότι ο έλληνας αναγνώστης μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει πολλά από τα παραπάνω στοιχεία της εθνολαϊκιστικής έξαρσης στις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν την άνοιξη του 2010 και κορυφώθηκαν τα επόμενα δύο χρόνια με το κίνημα των Αγανακτισμένων. Το κίνημα απέκτησε και σαφή αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα, ο οποίος εκφράστηκε με επανειλημμένες απόπειρες εισβολής στο «μπουρδέλο» τη Βουλή των «300» εκείνο το διάστημα (κυρίως κατά την ψήφιση των διαφόρων Μνημονίων), που αποσοβήθηκαν μόλις την τελευταία στιγμή για να μην αναφέρουμε και τα λιντσαρίσματα πολιτικών προσώπων που θεωρούνταν τότε «γερμανοτσολιάδες».
Πολλοί ισχυρίζονται ότι όλα αυτά δεν υποδηλώνουν παρά μια κρίση των δημοκρατικών θεσμών. Δεν συμφωνώ ότι το πρόβλημα είναι θεσμικό. Η κρίση είναι το βαθιά και αφορά τον τρόπο που κατανοούν οι διάφορες ομάδες της κοινωνίας των πολιτών το περιεχόμενο της δημοκρατίας που φθάνοντας να αμφισβητούν ακόμη και την κορυφαία έκφρασή της: τις εκλογές. Κι έτσι, ενώ σήμερα οι δημοκρατίες μας βιώνουν τη στιγμή της μεγαλύτερης επέκτασης δικαιωμάτων στην ιστορία τους, μια μερίδα αγανακτισμένων συμπολιτών μας είναι έτοιμη να μιμηθεί τους έγκλειστους στο Κούγκι: ο φθόνος και η μνησικακία της την οδηγούν όχι σε μια εξέγερση κατά των «ελίτ», αλλά σε μια υπονόμευση του ίδιου του δημοκρατικού κλαδιού πάνω στο οποίο κάθονται. Με το σαρδόνιο χαμόγελο του Τζόκερ να διαγράφεται στο πρόσωπο των αυταρχικών ηγετών ανά τον κόσμο που περιμένουν εναγωνίως την πτώση του.
*καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, γραμματέας Σύνταξης της «Νέας Εστίας»