Οι μελλοντικές προκλήσεις της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα… Των Σάββα Γ. Ρομπόλη – Βασίλειου Μπέτση

411

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη – Βασίλειου Μπέτση*

Το σημερινό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται τόσο από την αυξημένη αβεβαιότητα και τις συνεχείς κρίσεις (permacrisis), όσο και από τις παρατεταμένες περιόδους αστάθειας και ανασφάλειας με υγειονομικές, οικονομικές. περιβαλλοντικές και γεωπολιτικές κρισιακές διαστάσεις.

Στις συνθήκες αυτές το κοινωνικό κράτος και η κοινωνική ασφάλιση αναδεικνύεται αντικειμενικά ως ένας σημαντικός κοινωνικο-οικονομικός θεσμός αντιμετώπισης, μεταξύ άλλων, των επιπτώσεων των πολυκρίσεων στους πολίτες με τη παροχή υπηρεσιών οι οποίες αμβλύνουν την ανασφάλεια και τις ανισότητες και ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη. Όμως, η δημόσια κοινωνική ασφάλιση στην χώρα μας, σύμφωνα με μελέτη μας, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τέσσερις σημαντικές μελλοντικές προκλήσεις. Την δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, τις δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, την τεχνολογική εξέλιξη – ψηφιοποίηση και την κλιματική αλλαγή.

Η δημογραφική γήρανση θα επηρεάσει σημαντικά το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας. Η αύξηση του δείκτη εξάρτησης των ηλικιωμένων από 35% το 2023 θα αυξηθεί στο 60,1% το 2070 και ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών θα αυξηθεί από το 21% το 2023 στο 33% το 2070. Επίσης, η μέση ηλικία του πληθυσμού από 45,5 έτη το 2023 θα αυξηθεί στα 51 έτη το 2070. Γενικά, σύμφωνα με τις πρόσφατες δημογραφικές προβολές της Eurostat, ο πληθυσμός της Ελλάδας, θα μειωθεί από 10,435 εκατ. κατοίκους το 2022 σε 7,8 εκατ. κατοίκους το 2070 (Europop 2023). Παράλληλα, η οικονομική επίπτωση της γήρανσης του πληθυσμού στην Ελλάδα εκτιμάται, σύμφωνα με εργασία μας, σε 55 δις ευρώ. Για να καλυφθεί αυτή η οικονομική επιβάρυνση χωρίς να μειωθεί περαιτέρω το θεσμοθετημένο επίπεδο των παροχών (συντελεστές αναπλήρωσης) θα πρέπει το ΑΕΠ, να αυξάνεται κατά μέσο όρο τουλάχιστον κατά 1,1% σε πραγματικές τιμές την περίοδο 2023 – 2070.

Η επόμενη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα θα είναι η μελλοντική μείωση των εσόδων λόγω της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, αφού οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης αναμένεται να αποτελέσουν τις κυρίαρχες μορφές απασχόλησης από το 2030 και μετά. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης το 2010, αποτελούσαν το 10% της συνολικής απασχόλησης ενώ το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ, αποτελούσαν το 42% των συμβάσεων εργασίας και αναμένεται να αυξηθεί στο 60% μέχρι το 2030 μετά την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την τελευταία θεσμοθέτηση της κατά παραγγελία απασχόλησης. Η κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης ιδίως στους νέους, αποδεικνύεται από τα στοιχεία του ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης) αφού στους 23 πρώτους μήνες λειτουργίας του έχει 310.000 ασφαλισμένους και κεφάλαια μόλις 91 εκατ. ευρώ. Τα 91 εκατ. ευρώ μας δείχνουν ότι ο μέσος μισθός των νέων ασφαλισμένων που ασφαλίζονται στο ΤΕΚΑ είναι μόλις 410 ευρώ. Στην περίπτωση όπου οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης αυξηθούν στο 60% από το 42% μέχρι το 2030, τότε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας θα απωλέσει έσοδα 0,38% του ΑΕΠ ετησίως (32,5 δις ευρώ περίπου σε παρούσες αξίες) κατά την χρονική περίοδο 2030 – 2070.

Η τεχνολογική εξέλιξη και η ψηφιοποίηση μπορεί να επιδράσει αρνητικά αλλά και θετικά στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας. Οι πολιτικές σε αυτή την μελλοντική πρόκληση απαιτείται να στραφούν προς την κατεύθυνση αποφυγής των αρνητικών επιπτώσεων της απώλειας θέσεων εργασίας. Ταυτόχρονα απαιτείται να αξιοποιηθούν οι θετικές επιπτώσεις οι οποίες αναφέρονται στην αύξηση της παραγωγικότητας, προκειμένου να αυξηθούν οι μισθοί και κατ’ επέκταση να αυξηθούν τα έσοδα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Επιπλέον, η τέταρτη πρόκληση που είναι η κλιματική κρίση αναμένεται μελλοντικά να προκαλέσει επιπτώσεις στην αγορά εργασίας. Έτσι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, η μείωση της ανεργίας θα προσεγγίσει το επίπεδο του 8,2% και όχι το επίπεδο του 7% μέχρι το 2040, όπως εκτιμούσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση του AWG 2021. Η εξέλιξη αυτή μεταφράζεται σε ετήσια απώλεια περίπου 10.000 θέσεων εργασίας. Επίσης, η μέση μακροχρόνια αύξηση του μέσου μισθού εκτιμάται ότι θα είναι μειωμένη στο επίπεδο του 1,1% σε σχέση με τις εκτιμήσεις του AWG 2021 που προέβλεπε για την Ελλάδα μία μέση μακροχρόνια αύξηση των μισθών κατά 1,3%. Αυτές οι απώλειες στα εισοδήματα, θα προκαλέσουν και απώλειες στα έσοδα της κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, θα είναι της τάξης του 0,35% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2030 – 2040 (περίπου 30 δις ευρώ σε παρούσες αξίες).

Κατά συνέπεια, με αφετηρία τις μελλοντικές αυτές προκλήσεις και την τεκμηριωμένη ποσοτικοποίηση τους από την ερευνητική προσέγγιση, απαιτείται να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν από τώρα οι κατάλληλες πολιτικές για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων αυτών των τεσσάρων μελλοντικών προκλήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται για παράδειγμα η δημιουργία ενός Ταμείου (Social Security Reserve Fund) με την καταβολή μιας ειδικής εισφοράς από το κράτος και τους εργοδότες (Substitution of the Sustainability Factor) προκειμένου λίγο πριν την συνταξιοδότηση να χρηματοδοτείται η αντιμετώπιση των μελλοντικών πιέσεων από τη δημογραφική γήρανση και τις άλλες προκλήσεις με κεντρικό στόχο την αποτροπή μείωσης του επιπέδου των συντάξεων και της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των μελλοντικών συνταξιούχων.

*Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Ομότιμου Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή: ot.gr