Του Σταύρου Χρ. Τσέτση*
«Η άρση των κάθε φύσεως εμποδίων για άτομα με αναπηρία,
αποτελεί πρωτίστως ζήτημα Δημοκρατίας…
… Η αναπηρία δεν αποτελεί επιλογή ή ευθύνη κάποιου,
αλλά κατάσταση την οποία όλοι προσωπικά
ή μέσω προσφιλών προσώπων, ενδέχεται να κληθούμε
να αντιμετωπίσουμε σε κάποιο στάδιο της ζωής μας»(i)
Μαριέττα Γιαννάκου.
Η προσπελασιμότητα προς όλους, ως έκφραση Δημοκρατίας.
Η απόδοση υποδομών προσβασιμότητας στα άτομα περιορισμένης κινητικότητας, συνιστά υποχρέωση της Πολιτείας. και Ευρωπαϊκή προτεραιότητα. Και ορθώς έπραξε η πρώτη, να δημιουργήσει τα μέσα για ομάδες επισκεπτών με ειδικές ανάγκες, στις μετακινήσεις τους στο χώρο της Ακρόπολης.
Το κεντρικό και κρίσιμο ερώτημα που αναφύεται από το υλοποιηθέν μέρος, αφορά στα σχεδιαστικά του κριτήρια. Όταν εκ των πραγμάτων, καλείται να «συνομιλήσει» με το ύψιστο για το Παγκόσμιο Πολιτισμό «Αρχέτυπο» των αναλογιών και των μετρικών σχέσεων/διαστάσεων, του Παρθενώνα και με το σύνολο των οικοδομημάτων του «Ιερού Βράχου», με τις νέες δομές/ διάταξη/ υλικά.
Η διερεύνηση των εναλλακτικών ενός νέου σχεδίου, «περιστρέφεται μεταξύ των σχεδιαστικών επιλογών: της εναρμόνισης, μιας μορφής προσαρμογής ή της ρήξης με υφιστάμενο «ιδίωμα του Τόπου».
Νέες δομές σε ιστορικά σύνολα και ευαίσθητους αστικούς ιστούς. Ένας δύσκολος «διάλογος».
Μία νέα επέμβαση σε υφιστάμενο Ιστορικό ιστό/ σύνολο, με ισχυρές ιστορικές αναφορές, δεν επιδέχεται λύσεις, στη βάση ενός ενιαίου ιδιώματος. Αυτές διαφέρουν για κάθε αστική πραγματικότητα – αλλά και προσέγγιση: ρήξη με το «Genius Loci», ακόμη και τραυματική, δίχως ή (και) με «δύστροπες» αφομοιώσεις, όπως αυτή του Centre Pompidou στο Παρίσι. «Ήμουν πάντα πεπεισμένος ότι ήταν αδύνατον να προσαρμόσω αυτό το κτίριο, ακολουθώντας αυτό που ονομάζεται. μορφολογική εναρμόνιση», γράφει ο Αρχιτέκτονας Renzo Piano (1977), στο «Chantier ouvert au Public», Arthaud ed Paris, 1985.
Η οικουμενικότητα του «Μαθήματος των Αναλογιών».
Για να επιτύχει ωστόσο ο ίδιος, μία μοναδική άρθρωση νέων δομικών στοιχείων σε ιστορικό κτιριακό κέλυφος -«συν-πλοκή» ίσως είναι ο πλέον δόκιμος όρος- με τον περιβάλλοντα χώρο, στο Ίδρυμα Pathe, πάλι στο Παρίσι.
Η κάθε επέμβαση, θέτει το θεμελιώδες ζήτημα: Κατισχύει ή όχι της «Αστικής Μνήμης», αυτής της «φυλακτικής αληθείας» (Πλάτων, Όροι), έναντι της «Λήθης- της «επιστήμης έξοδος» (Πλάτων, Συμπόσιο);
Παρότι στην εξεταζόμενη περίπτωση, το «αποτύπωμα» του Πικιώνη είναι ανεξίτηλο -–και βρίσκεται μπροστά- η αναγωγή σε αντίστοιχα παραδείγματα ένταξης/ενσωμάτωσης νέων δομών με φορτισμένα από την Ιστορία κτιριακά σύνολα, δεν είναι ουδόλως εύκολη. Για την περίπτωση, δεν είναι ενδεχομένως, ούτε δόκιμη: Η «Ιερότητα του Τόπου», είναι απαράμιλλη. Ως το απόλυτο «Υπόδειγμα», δεν μπορεί να είναι έκτυπο άλλων παραδειγμάτων. Αντλεί από τον ίδιο το χώρο και από τα στοιχεία που τον συναποτελούν –από τους αριθμητικούς λόγους των αρμονικών διαστημάτων(ii).
Το μέτρο του σχετικού προβληματισμού, θα μπορούσε πιθανόν να δοθεί από δημιουργούς, που έχουν θητεύσει στο πανάρχαιο «μάθημα των αναλογιών» του Πλατωνικού «Τιμαίου»: όπως ο Le Corbusier, ο οποίος εμπνεύστηκε, από αυτό, το επεξεργάστηκε γόνιμα και σχεδίασε σε ιστούς με ισχυρές «Μνήμες» του παρελθόντος:
Ο Γάλλο -Ελβετός Αρχιτέκτονας, στα Σχέδια του για το Νοσοκομείο στο Ιστορικό Κέντρο της Βενετίας (1964), επεδίωξε στο σχεδιαστικό του κάναβο, να προσαρμόσει -αν όχι να ακολουθήσει- σταθερές στο χρόνο παραμέτρους- της «Forma Urbis», της Πόλης της Λιμνοθάλασσας. Το Σχέδιο δεν εγκρίθηκε. Όπως επίσης απορρίφθηκε και το Σχέδιο του Frank Loyd Wright στην ίδια πόλη, για το (νέο) Μέλαθρο Masieri, στο Canal Grande (1952-1954). Αντίθετα, υιοθετήθηκε η λύση του Carlo Scarpa.
Ο Carlo Scarpa, με αφομοιωμένο το «δίδαγμα του «Genius Loci» της «Serenissima», σχεδίασε την είσοδο της Αρχιτεκτονικής Σχολής IUAV, στο επιβλητικό πλην αδιάφορο περιβάλλον του (πρώην) μοναστηριακού συγκροτήματος, δίπλα στην Εκκλησία «Sant Nicola da Tolentino», του Vincenzo Scamozzi (1590). Το έργο -υλοποιημένο μετά τον θάνατο του Αρχιτέκτονα- περιλαμβάνει ένα διάδρομο από σκυρόδεμα, πλαισιωμένο –ως ενέργεια υψηλού συμβολισμού- από μία οριζόντια «θύρα», μια ενδιαφέρουσα εκδοχή κλασσικού ιδιώματος.
Εικονογραφία και Τυπολογία, ως εκφράσεις της αυθεντικής ιστορίας.
Στο παράδειγμα αστικής ανανέωσης του Ιστορικού Κέντρου της Bologna στα τέλη της δεκαετίας του ’60, τέθηκε σε νέες βάσεις, ρητά, το κεντρικό ζήτημα της μεθοδολογίας: Ποια καινούργια παρέμβαση και πως, σε αστικούς ιστούς με ιστορικό ενδιαφέρον;
Ο πρωτοπόρος Pier Luigi Cervellati, υπερβαίνει τις προσεγγίσεις του John Ruskin -«…φροντίστε με φιλοπονία τα μνημεία σας και δεν θα έχετε καμία ανάγκη να τα αναστηλώσετε…»- και του William Morris: «…η προσπάθεια αναπαραγωγής όχι μόνον μας στερεί από ένα ιστορικό μνημείο…, αλλά και από ένα έργο τέχνης…». Προάγει μία μέθοδο, ενεργούς προστασίας, βασισμένης στην ιστορικο-εικονογραφική έρευνα και στην εξαντλητική διερεύνηση του κτιριακού τύπου(iii)
Για τους συντάκτες του Σχεδίου «Recupero del Centro Storico di Bologna», οι νέες ανάγκες και ο (ανα)σχεδιασμός των ιστορικών τυπολογιών, αντικατέστησαν τα γενικά συστήματα προστασίας που βασίζονταν στο «χαρακτήρα» ή στην «αυθεντικότητα», -δηλαδή στις «καλλιτεχνικές αξίες»-, με την «ιστορική σημασία» των κτιρίων. Οι οποίες επέτρεψαν τον καθορισμό κανόνων και μεθόδων, που προδιαγράφουν αντικειμενικά τις κατάλληλες επεμβάσεις.
Παρότι κλίμακες και πολεοδομικές πραγματικότητες διαφέρουν, θα μπορούσε μία τέτοια θεώρηση να έχει άξια λόγου σχεδιαστικά ερείσματα για το χώρο της Ακρόπολης;
Ή με άλλους όρους, η προσφυγή στις τεχνικές οδοποιίας/προσπελάσεων διαχρονικά, από τους κλασικούς χρόνους έως τον Πικίωνη, δεν οδηγεί σε συμπεράσματα για τις νέες επεμβάσεις;
Όχι ασφαλώς ως προσπάθεια άγονης αναπαραγωγής, αλλά ως αναζήτηση της αναγκαίας εκείνης σχεδιαστικής σταθεράς, αξιοποιήσιμης στο σήμερα; Εκτός εάν, ως νέοι «Futuristi», υποστηριχτεί ότι «…αυτή η (φουτουριστική) αρχιτεκτονική, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο κανενός νόμου ιστορικής συνέχειας. Πρέπει να είναι νέα, όπως η διάθεση και οι συγκυρίες της ιστορικής μας στιγμής…»(iv)
Η αναπόφευκτη αναμέτρηση με το διαχρονικό «Υπόδειγμα».
Μία παρέμβαση αυτού του διαμετρήματος –πέραν της χρήσης, ενός προδήλως ασύμβατου υλικού- θα πρέπει, εξ ορισμού, να αναμετρηθεί με το σύστημα αναλογιών που διέπει το χώρο: τόσο των κτιρίων μεταξύ τους, όσο και του Παρθενώνα «per se»: όπως π.χ. το ερμήνευσε προσφυώς ο Αλέξανδρος Παπανικολάου («Μαθηματικά, μουσική αρχιτεκτονική στην Αρχαία Ελλάδα». ΥΠΠΟ, 2000), το ανέλυσε ο Κ. Καραθεοδωρή («περί των καμπυλών του στυλοβάτου του Παρθενώνα και περί της αποστάσεως των κανόνων αυτού» Εφορία Αρχαιολογική Εταιρεία Ελλάδας, 1931) ή όπως επιχείρησε να τις απεικονίσει ο Β. Κουρεμένος.
Μπορεί να παραβλέψει κανείς τη θεωρία του Κ.Α. Δοξιάδη για τον τρόπο χωροθέτησης και τις συνθετικές αρχές οι οποίες ρυθμίζουν την οικοδόμηση δημόσιων κτιρίων, συγκροτημάτων και συνόλων της κλασσικής περιόδου, σύμφωνα με συντεταγμένες, βασισμένες σε οπτικές παραμέτρους;
Η πρόκληση της ρήξης vs προσαρμογής. Το «Αρχέτυπο» ως αδιαπραγμάτευτη αναφορά.
Προκρίθηκε λύση, που παραπέμπει σε «λογική ρήξης». Δεν αφορά μόνο στο υλικό. αλλά και στις γενικότερες χαράξεις και διαστάσεις –οι σχετικές προδιαγραφές συνιστούν τη μία τεχνική όψη του ζητήματος- και το όλο πλέγμα αναλογιών που συν-πλέκουν/ κανονίζουν τη δομή με τα επί μέρους στοιχεία του συγκροτήματος.
Ακόμη και σε μία τέτοια υπόθεση -χάριν μορφολογικών επινοήσεων- δεν μπορεί να μην ληφθούν υπόψη, απτά, οι «σχεδιαστικές σταθερές», που ενέχει το ιστορικό υπόστρωμα.
Δεν είναι ως εκ τούτου παράδοξο, να προκληθούν αντιδράσεις και πολεμική, αντί του ενδιαφέροντος, οι οποίες δεν μετριάστηκαν –αντίθετα- σε κύρια διεθνή ΜΜΕ.
Οι ανοικτές διαδικασίες, διασφαλίζουν το αποτέλεσμα.
Ο επαναπροσδιορισμός του Σχεδίου και η αποκατάσταση, προκύπτουν ως η πρέπουσα ενέργειες.
Η λύση, θα προκύψει από την προσφυγή σε επιλεγμένους αρχιτέκτονες με «δοκιμασμένο προβληματισμό». Με εμπειρία ή από μία νέα γενιά, που έχουν –σε κάθε περίπτωση- «υποστεί το βάσανο» του δημόσιου (αντί)λογου: διεθνής διαγωνισμός, ανοιχτός ή κλειστός.
Ο Χρόνος, εδώ, δεν είναι ο πρωτεύων παράγοντας για την πραγμάτωση της αναγκαίας συναρμογής, του πανάρχαιου μαθήματος της «Μουσικής των Σφαιρών» και του γήινου έκτυπου της, σύμφωνα με την σύλληψη -τον Παρθενώνα-, με νέες επεμβάσεις.
Είναι σαφές, ότι οι συνολικοί πόροι της τρέχουσας Ευρωπαϊκής Προγραμματικής Περιόδου (2021-2027) και του Μηχανισμού Ανάκαμψης, απαντούν στο ζήτημα της χρηματοδότησης, της αναγκαίας αποκατάστασης -στην περίπτωση που δεν επιλεγούν ιδιώτες, δημόσιοι ή διεθνείς χορηγοί.
Τα παραπάνω, δεν είναι παρά «σπαράγματα» προβληματισμού. και αγωνίας. Ο δημόσιος διάλογος –«expost» εκ των πραγμάτων- είναι μπροστά. Και προβλέπεται μακρύς. Όσο τουλάχιστον και η συγκυρία, η οποία θα επιτρέψει μία ουσιαστική διεθνή διαβούλευση και επαναπροσδιορισμό των επεμβάσεων, σύστοιχων με το διαμέτρημα του Οικουμενικού Μνημείου.
Η επανεξέταση ως πολιτική γενναιότητα.
«Η δυνατότητα ασφαλούς και ανεμπόδιστης διακίνησης των ΑΜΕΑ στους πεζόδρομους, τα πεζοδρόμιά, τις διαβάσεις πεζών, τις πλατείες, τα πάρκα και αλλού, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα κάθε πολίτη», γράφει η Ευαγγελία Τζαμπάζη(v). Για την άρση των εμποδίων κινητικότητας, συνεχίζει, «απαιτούνται τρεις αλληλένδετες σφαίρες λήψης αποφάσεων και δράσης: τεχνική, οργανωτική και πολιτική».
Η πρακτική το επιβεβαιώνει. Η τεχνική, φέρει σε μεγάλο βαθμό το βάρος της ευθύνης έργων κλίμακας ή ιδιαίτερου δημόσιο ενδιαφέροντος. Είναι ωστόσο η πολιτική, η οποία καλείται να επικυρώσει, να στηρίξει, να απορρίψει ή να προσαρμόσει.
Στο συγκεκριμένο έργο, ουδόλως αμφισβητείται η ορθή πρόθεση να αποδοθούν οι κατάλληλες υποδομές. Σε έργα κλίμακας ωστόσο, όπως το Μουσείο της Ακρόπολης ή το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Γουλανδρή, οι διαδικασίες ήταν –και παραμένουν- σχοινοτενείς, που συχνά, ανατρέπουν αρχικές προτάσεις.
Τεχνικές λύσεις –οι οποίες γενικά περνούν από «συμπληγάδες» και αναθεωρήσεις- μπορούν κατά κανόνα, υπερκεράζοντας ιδεοπολιτικούς αφορισμούς και ενίοτε μη γόνιμες αντιμαχίες, να βρουν πεδίο ευρύτερου «concensus» ή όπως στην περίπτωση της πρότασης του Karl Friedrich Schinkel, τελικά να μην τελεσφορήσουν. Σε διαφορετική περίπτωση είναι αναγκαία η συναίνεση, κατά το Δημοκρίτειο «από ομονοίης τα μεγάλα έργα». Άλλωστε, αυτά, μένουν. Είναι τα μόνα, τα οποία χαρακτηρίζoυν διαχρονικά τους εμπλεκόμενους.
*Αρχιτέκτονας – Πολεοδόμος
(*) Οι απόψεις του κειμένου είναι αυστηρώς προσωπικές. Οι αναφορές επιχειρούν να τεκμηριώσουν τις θέσεις του υπογράφοντος και μόνον.