Του Κ. Πάντζιου
Κύριο χαρακτηριστικό της εβδομάδας που πέρασε, ήταν η επανάληψη της μίζερης ρουτίνας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ή μάλλον για την ακρίβεια, η μη ύπαρξη σχέσεων, αλλά μιας κουραστικής επανάληψης απειλών του Προέδρου της Τουρκίας και της δυναμικής διαβεβαίωσης της κυβερνήσεως της χώρας μας, ότι εμείς εδώ είμαστε και μπορούμε να αποτρέψουμε κάθε απειλή εναντίον της Ελλάδος. Βέβαια, ο κόσμος, εντός και εκτός Ελλάδας, σχεδόν έχει πειστεί ότι το πρώτο σκέλος της προηγούμενης αναφοράς είναι χάρτινο, ενώ το δεύτερο είναι πραγματικό και αποτελεσματικό, αν χρειαστεί.
Επομένως, το ενδιαφέρον αυτής της Ιστορίας, δεν βρίσκεται κατά τη γνώμη μας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, γιατί πολλά χρόνια υπήρξαν ταραγμένες, αλλά το πώς τις βλέπει και το πώς τις αντιμετωπίζει η Ευρώπη και οι ΗΠΑ. Το πεδίο για σκέψεις και εκτιμήσεις, είναι ευρύ. Και αυτό προσπαθούν πολλοί πολιτικοί παρατηρητές να διερευνήσουν. Από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης πάντως, σε πολιτικό επίπεδο εμείς πιστεύουμε ότι ισχύει το δόγμα «δεν παίρνουμε πολιτικές αποφάσεις γιατί δεν συμφωνούν οι εταίροι» πρώτον και δεύτερον το «και να θέλαμε να πάρουμε αποφάσεις πολιτικού χαρακτήρα, η ίδια η δομή της Ε.Ε. δεν θα μπορούσε να τις εξυπηρετήσει». Αυτό δείχνουν άλλωστε τα ακαταλαβίστικα συμπεράσματα που ανακοινώνονται μετά από κάθε Σύνοδο Κορυφής. Όσο για τις περίφημες οικονομικές κυρώσεις προς την Τουρκία, αυτές δεν επιχειρούνται γιατί δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία του συνόλου των κρατών-μελών, άρα συχνά αναφέρονται προς το σκοπό «κουβέντα να γίνεται».
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι π.χ. η Ε.Ε. είναι ανύπαρκτη και άρα ακίνδυνη για την Τουρκία του κ. Τ. Ερντογάν; Εμείς πιστεύουμε ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Προφανώς το ίδιο πιστεύει και ο Πρόεδρος της Τουρκίας, γιατί αν δεν το πίστευε, θα έκανε πράξη τις ενέργειες τις οποίες απειλεί να κάνει. Τι εννοούμε μ’ αυτό; Ας μη ψάχνουμε πολύ στο παρελθόν κι ας δούμε τί γίνεται εδώ και ένα εξάμηνο περίπου. Οι τουρκικές απειλές κατά της Ελλάδος, σε συνδυασμό με την υποχωρητική στάση της Γερμανίας, προκάλεσαν αλλαγή ισορροπίας στον Γαλλο-Γερμανικό Άξονα, υπέρ της Γαλλίας, αφού η χώρα αυτή είναι η πλέον στρατιωτικά ισχυρή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι η Γερμανία είναι αφοπλισμένη. Αυτό με τη σειρά του, σημαίνει ότι αν η Τουρκία πήγαινε σε πολεμικές ενέργειες κατά της Ελλάδας, άρα και κατά της Ε.Ε., αυτό θα σήμαινε ότι το «θέμα» θα το χειριζόταν η Γαλλία, η οποία, ως γνωστόν, καθόλου δεν συμπαθεί τη γειτονική μας χώρα. Αυτό είναι κατόρθωμα της ανερμάτιστης πολιτικής του κ. Τ. Ερντογάν. Και δεν είναι το μόνο. Κοντολογίς, ένας ακόμη λόγος που ο Πρόεδρος της γείτονος πρέπει να σταματήσει ή να αλλάξει την πολιτική έναντι της Ελλάδας και της Ευρώπης, είναι ότι μπορεί κάποια μέρα η Ε.Ε. να αναγκαστεί να προχωρήσει στην Κοινή Άμυνα και Εξωτερική Πολιτική, όπως π.χ. ο Κορωνοϊός έκανε το θαύμα να αποδεχτούν οι χώρες-μέλη τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, δηλαδή του Ευρωομολόγου, κάτι που λίγους μήνες πριν τον ιό, όχι μόνο δεν το δέχονταν, αλλά το ειρωνεύονταν κιόλας, όπως επί παραδείγματι η Γερμανία. Άρα, καλόν είναι για κάποιους να μη τσιγκλάνε τον γίγαντα των 420 εκατομμυρίων Ευρωπαίων, με το ισχυρότερο κοινό νόμισμα του πλανήτη. Οι καιροί είναι γεμάτοι πρωτοτυπίες και πολύ πονηροί.
Πάμε τώρα στις ΗΠΑ, δηλαδή στον Πρόεδρο –ακόμα– κ. Ντ. Τραμπ. Εκείνος εδώ και τέσσερα χρόνια έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν τον ενδιαφέρει η Ευρώπη, πολιτικά, γεωπολιτικά και οικονομικά. Και προς τιμήν του, αυτή τη θέση την εφάρμοσε απαρέγκλιτα. Άρα, δεν μένει να ευχόμαστε για τις λίγες μέρες που απομένουν ως τις εκλογές και να ελπίζουμε ως τότε να συνεχιστεί αυτό που συμβαίνει τέσσερα χρόνια τώρα. Δηλαδή να εξακολουθήσει η Γραφειοκρατία του Υπουργείου Εξωτερικών και του Πενταγώνου, να εκτελεί το έργο που απαξιούσε να κάνει ο Πρόεδρος, μέχρι οι ΗΠΑ να αποκτήσουν Πρόεδρο, ο οποίος θα πιστεύει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι ολόκληρος ο κόσμος και ότι το να αλλάξεις π.χ. τους νόμους λειτουργίας του παγκόσμιου εμπορίου, δεν αρκεί να κάνεις μόνο δηλώσεις και ατελέσφορα ταξίδια.
Και με την ευκαιρία, να τονίσουμε ότι τα στελέχη του Στέητ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου, καμία απολύτως σχέση δεν έχουν, εδώ και τέσσερα χρόνια, με το παλαιό υποτιμητικό «γραφειοκράτες», αλλά είναι άνθρωποι που σήκω-σαν μεγάλο βάρος πολιτικό, έξω και πάνω από το θεσμικό τους ρόλο. Και αυτό θα πρέπει από Ελλάδα και Ευρώπη, να τους αναγνωριστεί.