Του Δημήτρη Κούρκουλα
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχουν πολλαπλασιαστεί οι περιπτώσεις επιβολής οικονομικών κυρώσεων για την επίτευξη διεθνοπολιτικών στόχων. Οι κυρώσεις αυτές επιβάλλονται από κράτη, όπως οι ΗΠΑ, ή από οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, εκτός των πλαισίων του ΟΗΕ, ο οποίος, σύμφωνα με τη Χάρτα του, έχει το δικαίωμα να αποφασίζει την πλήρη ή μερική διακοπή των οικονομικών σχέσεων με μια χώρα προκειμένου να εξασφαλιστεί η εκτέλεση των αποφάσεών του.
Υπάρχει έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των αναλυτών των διεθνών σχέσεων ως προς την αποτελεσματικότητα του όπλου των κυρώσεων. Οσοι υποστηρίζουν την αναποτελεσματικότητά τους επικαλούνται τις πολυάριθμες περιπτώσεις όπου πράγματι οι κυρώσεις δεν έκαμψαν τη θέληση της αντίπαλης χώρας να προχωρήσει στην επιδίωξη των στόχων της. Αλλά ακόμα και στις περιπτώσεις όπου υπήρξε αλλαγή πλεύσης, όπως με την κατάργηση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, η εξέλιξη αυτή – υποστηρίζουν οι πολέμιοι των κυρώσεων – δεν επήλθε λόγω του εμπάργκο που είχε επιβάλει η παγκόσμια κοινότητα αλλά εξαιτίας άλλων παραγόντων.
Γιατί όμως, παρά τις αμφιβολίες, οι πρωταγωνιστές της διεθνούς σκηνής προσφεύγουν ολοένα και συχνότερα στη χρήση τους; Μήπως οι οικονομικές κυρώσεις δεν επιδιώκουν το αποτέλεσμα στο οποίο επισήμως στοχεύουν, δηλαδή να αναγκάσουν τον αντίπαλο να αλλάξει στάση, αλλά έχουν άλλη άρρητη σκοπιμότητα; Μήπως δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ενωση χρησιμοποιεί κατά κόρον το όπλο των κυρώσεων, ατομικών ή συλλογικών, σε μια προσπάθεια να δηλώνει την παρουσία της στη διεθνή σκηνή αδιαφορώντας για την αποτελεσματικότητα των μέτρων; Μήπως κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις ΗΠΑ, οι οποίες, σε αντίθεση με την ΕΕ, διαθέτουν μεν στρατιωτική ισχύ αλλά δεν επιθυμούν στην παρούσα συγκυρία να τη χρησιμοποιήσουν, με δεδομένες τις αντιδράσεις των αμερικανών πολιτών σε οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή;
Η χώρα μας στην προσπάθειά της να επιτύχει μια ειρηνική επίλυση των διαφορών της με την Τουρκία έχει επιλέξει, ορθώς, να συμπεριλάβει και την επιβολή οικονομικών κυρώσεων σαν ένα μέσο αποτροπής. Θα πρέπει όμως, λαμβάνοντας υπόψη μας τη μέχρι τώρα μάλλον αρνητική εμπειρία, να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στον τρόπο και τον χρόνο χρήσης αυτού του όπλου. Ηδη η ΕΕ έχει προχωρήσει σε λήψη περιορισμένων μέτρων κατά των ιθυνόντων της παραβίασης των δικαιωμάτων της Κύπρου και έχει διατυπώσει σαφείς απειλές για κλιμάκωση των κυρώσεων, αν χρειαστεί. Η σύγκριση των δύο οικονομικών μεγεθών, ΕΕ και Τουρκίας, θα μπορούσε να οδηγήσει στο επιπόλαιο συμπέρασμα ότι είναι απλή υπόθεση για την ΕΕ να χρησιμοποιήσει την οικονομική και ιδίως την εμπορική της υπεροπλία για να επιβάλει στην Αγκυρα μια πιο αποδεκτή συμπεριφορά. Η πραγματικότητα είναι ασφαλώς πιο περίπλοκη. Για κάθε οικονομική κύρωση υπάρχει το κόστος του τιμωρουμένου, αλλά υπάρχει πάντα και το κόστος για τον τιμωρό. Οι σοβαρές οικονομικές απώλειες που θα κληθούν να υποστούν πολλά κράτη – μέλη σε περίπτωση γενικευμένων κυρώσεων καθιστούν δυσκολότερη τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης που απαιτεί ομοφωνία. Το κρισιμότερο όμως ερώτημα είναι πού αποσκοπούν οι οικονομικές κυρώσεις. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ενδεχόμενα ευρωπαϊκά οικονομικά μέτρα έναντι της Τουρκίας θα οδηγούσαν σε περαιτέρω καθίζηση του επιπέδου διαβίωσης των τούρκων πολιτών. Το ζητούμενο όμως δεν είναι η οικονομική κατάρρευση της γειτονικής χώρας αλλά η αλλαγή στάσης της τουρκικής ηγεσίας και η επίτευξη μιας διπλωματικής συνεννόησης. Η επιβολή οικονομικών κυρώσεων έναντι της Τουρκίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Πρέπει να ενταχθεί σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική που θα διαθέτει ρεαλιστική στόχευση για ειρηνική επίλυση των διαφορών.