Του Γιάννη Στουρνάρα*
Βραχυπρόθεσμα, βασική προϋπόθεση ώστε να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική των τελευταίων τριμήνων, υπό το πρίσμα των νέων μεταλλάξεων του ιού, είναι να αποφευχθούν νέα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα. Ωστόσο, αυτό απαιτεί εντατικοποίηση της προσπάθειας για την επέκταση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού και τη θωράκιση των υπηρεσιών υγείας προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο η υγειονομική κρίση και να περιοριστεί η πίεση στο δημόσιο σύστημα υγείας. Οποιαδήποτε νέα μέτρα ελέγχου της πανδημίας θα πρέπει να έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό αντίκτυπο, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση των δημοσιονομικών μεγεθών που θα καθυστερήσει την επάνοδο στη δημοσιονομική ισορροπία.
Μεσοπρόθεσμα, η μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο εξωστρεφούς οικονομικής δραστηριότητας, με την επίτευξη υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών, κατά μέσο όρο 3% για την επόμενη δεκαετία, προϋποθέτει την αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, αλλά και την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί την επόμενη οκταετία από ευρωπαϊκούς πόρους που ξεπερνούν τα 70 δισ. ευρώ και οι οποίοι θα προέλθουν από τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027, αλλά και από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU. Η πλήρης και έγκαιρη αξιοποίησή τους θα αυξήσει τις επενδύσεις και θα εξαλείψει το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε στη δεκαετία της κρίσης χρέους, θα ενισχύσει μακροπρόθεσμα τη συνολική παραγωγικότητα και θα συμβάλει στην ψηφιακή και την πράσινη μετάβαση της οικονομίας. Ταυτόχρονα, είναι αναγκαία η συνέχιση και επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων, προκειμένου να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα πόροι και παραγωγικές υποδομές.
Κομβικής σημασίας για τη διατηρησιμότητα των υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών είναι η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να συμβάλει στη διατήρηση των θέσεων εργασίας και στη δημιουργία νέων. Παράλληλα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω τα προγράμματα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης. Με τον τρόπο αυτόν διευκολύνεται η επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας, στηρίζεται η απασχόληση στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες καθώς και στις περιφέρειες που αντιμετωπίζουν υψηλότερη ανεργία, ενώ ενισχύεται και η διασύνδεση της αγοράς εργασίας με την ανώτατη εκπαίδευση, ώστε να υπάρχει προσφορά κατάλληλα εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Η αποτελεσματική διασύνδεση της αγοράς εργασίας με τις ανάγκες αλλά και τις ευκαιρίες που προκύπτουν από την 4η Βιομηχανική Επανάσταση είναι παράγων καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
«Από το πρωτογενές έλλειμμα της… πανδημίας σε πλεόνασμα»
Την περίοδο μετά την πανδημία, η Ελλάδα θα κληθεί να μετατρέψει το σημερινό πρωτογενές έλλειμμα του δημόσιου τομέα – αναπόφευκτο λόγω των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας – σε πλεόνασμα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα συγκυρία των χαμηλών επιτοκίων ενδέχεται να αντιστραφεί αν παραμείνουν οι πληθωριστικές πιέσεις. Η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους μέσα από τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων και την αξιόπιστη τήρηση των κανόνων τού υπό διαμόρφωση νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου είναι απαραίτητη, ώστε να διατηρηθεί η αξιοπιστία των δημόσιων οικονομικών. Η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, μέσω της χάραξης αξιόπιστης μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Οσον αφορά το τραπεζικό σύστημα, δεδομένης της σχετικά χαμηλής ποιότητας των κεφαλαίων των τραπεζών, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, σε συνδυασμό με την επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9, απαιτείται ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών. Είναι θετικό ότι οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει προσπάθειες ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους βάσης, τόσο μέσω αυξήσεων κεφαλαίου όσο και μέσω της έκδοσης ομολογιακών τίτλων. Ωστόσο, οι σημαντικές προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν, όπως ενδεικτικά τα ΜΕΔ που θα προκύψουν από την πανδημία, η σταδιακή επάνοδος στην κανονικότητα και η αναμενόμενη απόσυρση κάποια στιγμή των μέτρων στήριξης (εποπτικών, δημοσιονομικών και άλλων), η υποχρέωση κάλυψης της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή, η ανάγκη δημιουργίας νέων πηγών εσόδων, η ανταπόκριση στην πρόκληση των νέων τεχνολογικών εφαρμογών, απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση με στόχο την περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ, την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και την αξιοποίηση της αυξημένης ρευστότητας που διαθέτουν για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Παρά την αξιόλογη μείωση των ΜΕΔ, το χρέος ιδιωτών και επιχειρήσεων παραμένει, και δεν εξαφανίζεται μέσω της μεταφοράς των ΜΕΔ από τους ισολογισμούς των τραπεζών στους επενδυτές. Για αυτό είναι σημαντικό να μπορέσουν οι εταιρείες διαχείρισης ΜΕΔ (NPL Servicers) να διαχειριστούν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο το απόθεμα των ΜΕΔ που έχουν αναλάβει, καθώς κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο τόσο για την αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων όσο και για την επιτυχία του σχεδίου «Ηρακλής». Αυτό προϋποθέτει αξιοποίηση του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, των διατάξεων του πρόσφατου νόμου περί ρύθμισης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας, κυρίως όμως θα πρέπει οι εν λόγω εταιρείες να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους σε πιστούχους με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας, ώστε να διευκολυνθούν οι πιστούχοι αυτοί να επανέλθουν στην παραγωγική διαδικασία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η πολιτεία θα πρέπει επίσης να φροντίσει ώστε να επιταχυνθεί η απονομή δικαιοσύνης και να αρθούν τα ποικίλα εμπόδια στην ομαλή εφαρμογή του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών και των διατάξεων του νόμου για τη ρύθμιση οφειλών.
*Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Πηγή: tovima.gr