Του Πλάμεν Τόντσεφ*
Ηεπιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να προκαλέσει σημαντική αναδιάταξη των διεθνών σχέσεων στο σύνολό τους. Προφανώς, αυτό δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστες και τις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, τις δύο κυρίαρχες δυνάμεις στον κόσμο. Σημειώνεται ότι ο Τραμπ κάλεσε τον Σι Τζινπίνγκ στην τελετή ορκωμοσίας του στις 20 Ιανουαρίου, αλλά όλα δείχνουν ότι ο Κινέζος πρόεδρος δεν θα αποδεχθεί την πρόσκληση. Υποδηλώνει αυτή η εξέλιξη επιδείνωση των σινοαμερικανικών σχέσεων τα επόμενα χρόνια;
Είναι φανερό ότι, πέραν του συμβολισμού της παρουσίας ή απουσίας του Σι, διακυβεύονται πολύ περισσότερα στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Πεκίνου, οι οποίες χειροτερεύουν σταθερά ήδη από την πρώτη θητεία του Τραμπ. Αυτά εγγράφονται στην οξεία αντιπαράθεση μεταξύ δύο κοσμοθεωριών, με ολοένα και περισσότερες γεωστρατηγικές προεκτάσεις.
Πιθανή πολιτική του Τραμπ έναντι της Κίνας
Στην παρούσα φάση κανείς δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει με βεβαιότητα τις προτεραιότητες του νέου Αμερικανού προέδρου στην πολιτική του έναντι της Κίνας. Τα ερωτηματικά πολλαπλασιάζονται λόγω της ψυχοσύνθεσης του Τραμπ, αλλά και λόγω της ηλικίας του, καθώς θα είναι ο γηραιότερος πρόεδρος στην Ιστορία των ΗΠΑ. Συνεργάτες του Τραμπ επισημαίνουν ότι οι συνομιλητές του οφείλουν να τον παίρνουν στα σοβαρά, αλλά όχι κυριολεκτικά.
Είναι προφανές ότι τα στελέχη της δεύτερης διοίκησης Τραμπ επιλέγονται με αποκλειστικό γνώμονα τη νομιμοφροσύνη τους προς τον πρόεδρο, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μοιράζονται τις ίδιες απόψεις για την αντιμετώπιση της Κίνας. Ήδη γίνονται πολλές συζητήσεις για σχετικά θέματα και φαίνεται πως διαμορφώνονται τρεις σχολές σκέψης στο περιβάλλον του Τραμπ:
– Οι σκληροπυρηνικοί ή τα «γεράκια» (hawks) θεωρούν ότι οι ΗΠΑ οφείλουν να επιβεβαιώσουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους, αξιοποιώντας το προβάδισμα που έχουν ακόμη έναντι της Κίνας ως προς την στρατιωτική ισχύ τους. Σημαντικό επιχείρημα αυτών των στελεχών είναι ότι η Κίνα αναβαθμίζει συνεχώς τις ένοπλες δυνάμεις της και το πολεμικό της ναυτικό ήδη είναι μεγαλύτερο -αν και όχι ποιοτικότερο- από το αμερικανικό. Επιπροσθέτως, σημειώνουν με ανησυχία ότι αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς το κινεζικό πυρηνικό οπλοστάσιο.
– Οι υποστηρικτές της ιεράρχησης προτεραιοτήτων (prioritizers) επίσης τονίζουν ότι η στρατιωτική και τεχνολογική απόσταση μεταξύ των δύο δυνάμεων μειώνεται σταθερά. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο προκρίνουν την εστίαση στην Κίνα ως τον υπ’ αριθμόν ένα στρατηγικό αντίπαλο και, συνεπώς, την υποβάθμιση της προσήλωσης των ΗΠΑ στην Ευρώπη κι άλλες περιοχές του πλανήτη.
– Οι απομονωτιστές (restrainers) δίνουν έμφαση στην οικονομία των ΗΠΑ και την εσωτερική πολιτική σκηνή σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στην διεθνή θέση της χώρας. Προς το παρόν, ο Τραμπ δείχνει να ανήκει σ’ αυτό το ρεύμα, στηριζόμενος στο κίνημα MAGA (Make America Great Again) που τον επανέφερε στον Λευκό Οίκο. Αλλά ακόμη κι αν αυτή η σχολή σκέψης δεν επικρατήσει πλήρως, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική σε αυξημένη μονομέρεια εις βάρος της ενεργού συμμετοχής των ΗΠΑ σε διεθνείς οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη ή το ΝΑΤΟ.
Συγχρόνως, εφόσον επιβεβαιωθούν οι διορισμοί τους, ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Μάικ Γουόλτς, φέρονται να κατατάσσονται στην πρώτη σχολή σκέψης. Βέβαια, δεν αποκλείεται υπό την πίεση του Τραμπ τα «γεράκια» να μετακινηθούν προς τους υποστηρικτές της ιεράρχησης προτεραιοτήτων και, σε μικρότερο βαθμό, προς τους απομονωτιστές.
Ο Τραμπ σαφώς προτιμά τα οικονομικά παρά τα στρατιωτικά όπλα. Δεδομένης της λογικής «Πρώτα η Αμερική», η αύξηση των δασμών επί των εισαγωγών από την Κίνα σίγουρα είναι στη φαρέτρα του, αν και μένει να φανεί κατά πόσο θα υλοποιήσει πλήρως τις προεκλογικές εξαγγελίες του. Π.χ. δεν αποκλείεται οι αναφορές του σε δασμούς ύψους 60% να εντάσσονται στο πλαίσιο διαπραγματευτικής τακτικής, με στόχο να αποσπάσει ανταλλάγματα από το Πεκίνο. Ωστόσο, το δύσκολο ερώτημα, στο οποίο θα κληθεί να απαντήσει η διοίκηση Τραμπ, είναι κατά πόσο η γεωπολιτική πρόκληση της Κίνας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με οικονομικά μέσα.
Σε ό,τι αφορά τις πιθανές εστίες ανάφλεξης στο ορατό μέλλον, Αμερικανοί αναλυτές τονίζουν ότι το βασικό σενάριο στρατιωτικής εμπλοκής με την Κίνα σχετίζεται με την Ταϊβάν και, κατά δεύτερο λόγο, την Νοτιοσινική Θάλασσα. Με τη διαφορά ότι ο απερχόμενος πρόεδρος Μπάιντεν ήταν προσηλωμένος και στην υποστήριξη της Ουκρανίας, ενώ ο Τραμπ επιθυμεί την απεμπλοκή των ΗΠΑ απ’ αυτό το μέτωπο. Σημειώνεται ότι η Ουάσινγκτον έχει εγκαταλείψει οριστικά πλέον το δόγμα περί ικανότητας διεξαγωγής δύο ταυτόχρονων πολέμων. Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης στον Ινδο-Ειρηνικό, οι ΗΠΑ θα στραφούν αποκλειστικά σ’εκείνη την περιφέρεια του πλανήτη.
Η πιθανή απάντηση της Κίνας
Υπάρχουν ενδείξεις πως η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο προκαλεί ανησυχία στο Πεκίνο. Η ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) θεωρεί ότι ο Μπάιντεν συνέχισε εν πολλοίς την πολιτική του Τραμπ και, μάλιστα, επέβαλε πρόσθετους περιορισμούς, αλλά τουλάχιστον ήταν πιο προβλέψιμος από τον προκάτοχό του – και επικείμενο διάδοχό του.
Ενώ οι συζητήσεις στο Zhongnanhai, το προεδρικό μέγαρο του Σι Τζινπίνγκ, παραμένουν πάντα επτασφράγιστο μυστικό μέχρι την ανακοίνωση των επίσημων αποφάσεων, τα δημοσιεύματα έγκριτων Κινέζων αναλυτών που θεωρείται πως απηχούν τις απόψεις της κινεζικής ηγεσίας προϊδεάζουν για το πώς θα μπορούσε να κινηθεί το Πεκίνο εναντίον των ΗΠΑ τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Η αύξηση των δασμών στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία της Κίνας που παραμένει άκρως εξαρτημένη από τις εξαγωγές. Σημειώνεται ότι το 2023 στην αγορά των ΗΠΑ αντιστοιχούσε περίπου το 15% όλων των κινεζικών εξαγωγών. Δεδομένου ότι η εγχώρια αγορά αδυνατεί να απορροφήσει την υπερχειλίζουσα παραγωγή αγαθών, θεωρείται βέβαιο ότι θα καταγραφεί περαιτέρω αύξηση των ροών προς την ΕΕ και θα προκληθεί ακόμη μεγαλύτερη ανισορροπία στο σινοευρωπαϊκό εμπόριο.
Άλλο ένα σημείο τριβής ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα αναμένεται να είναι οι νομισματικές ισοτιμίες, καθώς μόνο το τελευταίο τρίμηνο το ρενμιμπί (γιουάν) έχει υποτιμηθεί κατά 4% έναντι του δολαρίου και στους κύκλους περί τον Τραμπ ήδη συζητιέται η ανάγκη να ασκηθούν πιέσεις στο Πεκίνο για την ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος. Κάτι τέτοιο έχει να συμβεί από το 1985, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν στο Τόκιο να ανατιμήσει το γιεν βάσει της συμφωνίας Plaza Accord, προκειμένου να μειωθεί το αμερικανικό εμπορικο έλλειμμα με την Ιαπωνία.
Ωστόσο, είναι δύσκολο για την Κίνα να αποδεχθεί παρόμοια διευθέτηση, γιατί αυτήν την περίοδο οι εξαγωγές είναι ο μοναδικός κινητήρας ανάπτυξης της Κίνας εν μέσω επιβράδυνσης της οικονομίας της. Αν δεν σημειωθεί η συνήθης στατιστική ταχυδακτυλουργία του Πεκίνου, είναι μάλλον απίθανο η Κίνα να επιτύχει τον φετινό ετήσιο στόχο του 5%, ενώ το 2025 η μεγέθυνση της κινεζικής οικονομίας αναμένεται να είναι ακόμη μικρότερη.
Ως προς τους αναμενόμενους πρόσθετους περιορισμούς στη μεταφορά προηγμένων δυτικών τεχνολογιών στην Κίνα, αυτό δεν αφορά μόνο τους ημιαγωγούς τελευταία γενιάς για οπλικά συστήματα, τεχνητή νοημοσύνη ή διαστημική έρευνα, αλλά και για τεχνολογίες καθημερινής χρήσης. Η κινεζική ηγεσία έχει ήδη δώσει εντολή σε πολλές δημόσιες υπηρεσίες να «απογαλακτιστούν» από το λογισμικό της Microsoft κι άλλων αμερικανικών εταιρειών, δηλαδή ήδη συντελείται μιά ιδιότυπη -έστω μερική, προς το παρόν- ψηφιακή αποσύνδεση (decoupling) ανάμεσα στις δύο χώρες. Εικάζεται δε ότι, ως απάντηση στον τεχνολογικό «στραγγαλισμό» που επιχειρείται από την Ουάσινγκτον, η Κίνα θα διευρύνει τους περιορισμούς στην εξαγωγή σπάνιων γαιών κι άλλων κρίσιμων πρώτων υλών, όπως έχει ήδη πράξει με το γάλλιο, το γερμάνιο και το αντιμόνιο.
Στο θέμα της Ταϊβάν που θεωρείται η πιο επικίνδυνη δυνητική εστία ανάφλεξης διεθνώς, οι Κινέζοι ιθύνοντες επίσης προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τις προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ. Σημειώνουν ότι ο νέος Αμερικανός πρόεδρος δεν φαίνεται να ευνοεί την στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ για την υπεράσπιση της αυτόνομης νήσου, αλλά αυτό δεν θα τον εμποδίσει να προωθήσει κι άλλες πωλήσεις όπλων στην Ταϊπέι.
Ορισμένοι Κινέζοι αναλυτές εκφράζουν ανησυχίες ότι σε περίπτωση ανάφλεξης γύρω από την Ταϊβάν, οι ΗΠΑ έχουν αρκετά χαρτιά να παίξουν σε άλλα σημεία της παγκόσμιας γεωπολιτικής σκακιέρας, όπως π.χ. με κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ. Αυτό θα ήταν σοβαρό πλήγμα για την κινεζική οικονομία, καθώς μεγάλο μέρος του πετρελαίου που καταναλώνεται στην Κίνα προέρχεται από τον Περσικό Κόλπο.
Αλλοι Κινέζοι σχολιαστές καταπιάνονται με το ερώτημα κατά πόσο η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να επιχειρήσει επαναπροσέγγιση με τη Μόσχα, προκειμένου να διασπάσει το σινορωσικό δίδυμο – μια αντιστροφή δηλαδή του ανοίγματος του Νίξον προς την Κίνα την δεκαετία ’70, με στόχο την απομόνωση της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η σχολή σκέψης βασίζεται στις συναντήσεις, αδιανόητες μέχρι τότε, που είχε ο Τραμπ με τον βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ-ουν την διετία 2018-19. Πάντως, το Πεκίνο θεωρεί στρατηγικής σημασίας τη συμπόρευσή του με τη Μόσχα και θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη.
Προστατευτικές μπάρες ή ροντέο;
Σαφέστερες απαντήσεις σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα θα δοθούν προϊόντος του χρόνου. Πάντως, είναι πολύ πιθανό τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις Ουάσινγκτον-Πεκίνου να αναδιαταχθούν σε σημαντικό βαθμό λόγω του αδυσώπητου ανταγνωσμού μεταξύ τους, σε συνθήκες αποσταθεροποίησης και απαξίωσης της μεταψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων. Οι μεν ΗΠΑ εμφανίζουν στρατηγική κόπωση και αδυνατούν να διαδραματίσουν τον ηγεμονικό ρόλο που είχαν επί τρεις δεκαετίες περίπου. Η δε Κίνα έχει την φιλοδοξία να καταστεί το «πιο προηγμένο έθνος της υφηλίου» που είναι επίσημο σύνθημα του ΚΚΚ, αλλά δεν έχει αποδείξει ακόμη ότι έχει τις δυνατότητες να επιτύχει αυτόν τον στόχο.
Την προηγούμενη τετραετία ο Μπάιντεν και ο Σι συμφώνησαν να τοποθετηθούν «προστατευτικές μπάρες» (guardrails), ώστε οι εντάσεις μεταξύ των δύο δυνάμεων να παραμένουν ελεγχόμενες. Με τον απρόβλεπτο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, μένει να δούμε εάν τα επόμενα τέσσερα χρόνια οι σινοαμερικανικές σχέσεις θα διέπονται από κάποια λογική αυτοσυγκράτησης ή θα μοιάζουν περισσότερο με ροντέο.
* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)
Πηγή: liberal.gr