Οι Ταλιμπάν είναι έτοιμοι να εκμεταλλευτούν την έξοδο των ΗΠΑ

280

Τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ των Ταλιμπάν και της αφγανικής κυβέρνησης ξεκίνησαν τελικά στη Ντόχα, απλώς για να σταματήσουν αμέσως. Οι διαπραγματευτές δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν ακόμη και τα πιο βασικά ζητήματα, όπως μια ατζέντα για μια πολιτική διαδικασία, πόσω μάλλον τα πιο δύσκολα, όπως το είδος της διακυβέρνησης που πρέπει να έχει η χώρα. Όμως, όπως έχουν πει εκπρόσωποι και των δύο πλευρών σε κύκλους στην πρωτεύουσα του Κατάρ, τα γεγονότα στο Αφγανιστάν έχουν πάρει μια δραματική στροφή.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποσύρει χιλιάδες στρατιώτες από την χώρα σύμφωνα με μια συμφωνία που συνήψαν με τους Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020, αφήνοντας ένα κενό ασφαλείας που εκμεταλλεύτηκαν εύκολα οι μαχητές. Τους τελευταίους έξι μήνες, οι Ταλιμπάν έχουν κερδίσει μεγάλες μάχες και επανακατέλαβαν ευρείες περιοχές, που πιθανώς τους παρακινεί να συνεχίσουν να πολεμούν και να αποφύγουν έναν συμβιβασμό στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Γιατί να συμφωνήσουν να μοιραστούν την εξουσία όταν μπορούν να την αναλάβουν με τη βία;

15042021-1.jpg
Μια στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στην Γκαρντέζ, στο Αφγανιστάν, τον Απρίλιο του 2003. Ed Kashi / VII / Redux

Την Τετάρτη 14 Απριλίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανακοίνωσε [1] ότι όλα τα εναπομείναντα στρατεύματα των ΗΠΑ θα αναχωρήσουν από το Αφγανιστάν έως τις 11 Σεπτεμβρίου 2021. Η κυβέρνησή του αντιμετώπισε μια δύσκολη επιλογή μεταξύ της ολοκλήρωσης της απόσυρσης των ΗΠΑ όπως συμφωνήθηκε με τους Ταλιμπάν και του να δουλεύει για μεγάλο χρονικό διάστημα με τον ελάχιστο αριθμό στρατευμάτων που απαιτείται για την καταστολή της τρομοκρατικής απειλής. Αμφότερες θα ήταν βιώσιμες στρατηγικές. Όμως, η επιδείνωση της κατάστασης επιτόπου, σε συνδυασμό με τις κακές προοπτικές για την ειρηνευτική διαδικασία, κατέστησαν μια αμερικανική απόσυρση πιο επιτακτική. Ανεξάρτητα από το τι θα έκανε η κυβέρνηση Μπάιντεν, μπορεί να αναμένει ότι οι Ταλιμπάν θα αντισταθούν στον συμβιβασμό και ότι ο πόλεμος θα συνεχίσει να μαίνεται.

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΕΔΑΦΟΣ

Πριν από λίγο καιρό οι Ταλιμπάν ήταν σε μειονεκτική θέση. Αφού κέρδισαν σαρωτικές νίκες το 2015 και το 2016 στην Κουντούζ, στην Χελμάντ και αλλού, αντιμετώπισαν τρία χρόνια βαριών απωλειών και στρατιωτικών αποτυχιών από τις ειδικές δυνάμεις, τα drones, και τις αεροπορικές επιθέσεις των ΗΠΑ. Τα έτη 2017 έως 2019 ήταν άσχημα για τους Ταλιμπάν. Σε μια ειλικρινή στιγμή το 2019, ένας από τους διαπραγματευτές της ομάδας στη Ντόχα μού παραδέχτηκε ότι οι αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ είχαν σκοτώσει πολλούς Ταλιμπάν και εμπόδισαν την ικανότητά τους να καταλάβουν έδαφος. Οι τότε 14.000 Αμερικανοί στρατιώτες στο έδαφος είχαν δημιουργήσει ένα δαπανηρό αδιέξοδο, και οι Ταλιμπάν στη Ντόχα αναγνώρισαν εύκολα ότι, όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεναν στο Αφγανιστάν, δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχουν στρατιωτική νίκη. Αυτό το περιβάλλον προσέφερε τουλάχιστον κάποια ελπίδα ότι οι ειρηνευτικές συνομιλίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμβιβασμό.

Αλλά η κατάσταση άλλαξε σημαντικά το 2020. Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συμφώνησε με τους Ταλιμπάν για απόσυρση όλων των στρατευμάτων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ έως την 1η Μαΐου 2021, σε αντάλλαγμα για ορισμένες αντιτρομοκρατικές εγγυήσεις, μείωση της βίας, και υπόσχεση για έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών εντός του Αφγανιστάν. Η συμφωνία ΗΠΑ-Ταλιμπάν απαιτούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να μειώσουν τον αριθμό των στρατιωτών σε 8.600 εντός 135 ημερών. Αλλά η κυβέρνηση Τραμπ απέσυρε ακόμη περισσότερους στρατιώτες από όσους είχε υποσχεθεί, καθιστώντας αδύνατο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμβουλεύουν αποτελεσματικά τις αφγανικές δυνάμεις και να υποστηρίζουν τις συνεχείς βαριές αεροπορικές επιθέσεις. Λιγότερο από ένα μήνα μετά την έναρξη των ενδο-αφγανικών συνομιλιών τον Σεπτέμβριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταλήξει με 4.000 έως 4.500 στρατιώτες, ανοίγοντας την πόρτα για την προώθηση των Ταλιμπάν.

Σχεδόν αμέσως, στις αρχές Οκτωβρίου 2020, οι Ταλιμπάν επιτέθηκαν στην Lashkar Gah, την επαρχιακή πρωτεύουσα της επαρχίας Χελμάντ, αντιστρέφοντας τα προσωρινά κέρδη που είχαν σημειώσει οι αφγανικές δυνάμεις υπό τις συμβουλές των Αμερικανών πεζοναυτών, τα τελευταία τρία χρόνια. Αυτό που συνέβη στην συνέχεια ήταν χειρότερο. Στις 27 Οκτωβρίου, στην αρχή της συγκομιδής των ροδιών, 1.000 ή περισσότεροι Ταλιμπάν -οι εκτιμήσεις των Αφγανών έφταναν και μέχρι τις 3.500- επιτέθηκαν στις [γεωργικές] εκμεταλλεύσεις και στην ύπαιθρο που περιβάλλουν την πόλη Κανταχάρ, παίρνοντας τον έλεγχο περιοχών όπως η Αργκαντάμπ, η Πανγκβάι και η Ζαρέι που ήταν σταθερά στα χέρια της κυβέρνησης από την εφόρμηση των ΗΠΑ από το 2009 έως το 2011. Αφγανοί στρατιώτες και αστυνομικοί εγκατέλειψαν πολλά φυλάκια ασφαλείας, επιτρέποντας στους Ταλιμπάν να καταλάβουν σε δύο ημέρες αυτό που οι Αμερικανοί στρατιώτες είχαν περάσει χρόνια αγωνιζόμενοι για να προστατεύσουν. Ένας Αφγανός από την επαρχία μού είπε ότι υπήρχαν «πάρα πολλοί [Ταλιμπάν] για να το χειριστεί η αστυνομία». Άλλοι είπαν ότι η αστυνομία δεν ήταν επανδρωμένη εξ αρχής˙ σε μια περιοχή, μόνο 150 από τους 700 αστυνομικούς ήταν παρόντες.

Οι δυνάμεις των ΗΠΑ και του Αφγανιστάν απάντησαν στην επίθεση των Ταλιμπάν με αεροπορικές επιθέσεις και αντεπιθέσεις από δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων. «Αν δεν ήταν οι αεροπορικές επιθέσεις», δήλωσε ο αρχηγός της αστυνομίας της Arghandab, Νιάζ Μοχάμεντ [2] στην Washington Post, «οι Ταλιμπάν δεν θα είχαν πέσει». Παρ’ όλα αυτά, προωθήθηκαν ως τις άκρες της πόλης Κανταχάρ, η οποία είναι δεύτερη σε στρατηγική σημασία μετά την Καμπούλ.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΤΑΛΙΜΠΑΝ

Οι Ταλιμπάν τώρα προελαύνουν. Η ομάδα μπορεί να είναι μεγαλύτερη σήμερα από όσο ήταν το 2018, όταν αριθμούσε μεταξύ 60.000 και 80.000 [μαχητών], και οι ανώτεροι ηγέτες της φημολογείται ότι επέστρεψαν στο Αφγανιστάν από το Πακιστάν. Οι μαχητές της ομάδας είναι επίσης καλά οπλισμένοι και εφοδιασμένοι, έχοντας καταλάβει μεγάλα αποθέματα εξοπλισμού του αφγανικού στρατού. Εκτός από τα τοπικά στελέχη, οι Ταλιμπάν χρησιμοποιούν «κόκκινες μονάδες» ή δυνάμεις γρήγορης αντίδρασης, οι οποίες είναι εκπαιδευμένες, έχουν συχνά [εξοπλισμό για] νυχτερινή όραση ή διόπτρες για τα τουφέκια τους, και αναπτύσσονται για να ηγηθούν μεγάλων επιθέσεων.

Στην άλλη πλευρά της σύγκρουσης, οι αφγανικές κυβερνητικές δυνάμεις βρίσκονται σε αταξία. Ο Αφγανικός Εθνικός Στρατός, που προορίζεται να αποτελέσει την ραχοκοκαλιά της άμυνας της χώρας, και η αστυνομία, που τείνουν να φέρουν το βάρος των επιθέσεων των Ταλιμπάν, λειτουργούν περίπου στο 50% έως 70% της επίσημης μέγιστης δύναμης των 352.000 [ατόμων], λόγω ενός συνδυασμού διαφθοράς, φθοράς, και δυσκολίας εύρεσης αντικαταστάσεων. Οι πιο αποτελεσματικές αφγανικές μονάδες είναι οι δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων, οι οποίες μαζί με τους υπόλοιπους Αμερικανούς, κρατούν τα πράγματα συνεκτικά. Ωστόσο, ακόμη και οι αφγανικές δυνάμεις των ειδικών επιχειρήσεων αγωνίζονται να συγκρατήσουν τους Ταλιμπάν χωρίς την βοήθεια των συμβούλων και των αεροπορικών επιθέσεων των ΗΠΑ. Σε τελική ανάλυση, εναντιώνονται σε έναν εχθρό που χρησιμοποιεί βόμβες αυτοκτονίας και αυτοσχέδια εκρηκτικά, καταστρεπτικά εργαλεία που η αφγανική κυβέρνηση ευτυχώς δεν χρησιμοποιεί.

Η κυβέρνηση διατηρεί τον έλεγχο των πόλεων της χώρας, αλλά αυτές δύσκολα είναι προμαχώνες. Πυρήνες των Ταλιμπάν και του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) έχουν διεισδύσει στην Κανταχάρ, την Τζαλαλαμπάντ και την Καμπούλ –η τελευταία εκ των οποίων έχει οχυρωθεί περαιτέρω. Και οι κάτοικοι αυτών των πόλεων είναι κουρασμένοι. Κάποια μειονότητα των αστικών πληθυσμών είναι τώρα πρόθυμη να ανεχθεί την κυριαρχία των Ταλιμπάν εάν αυτό σημαίνει τελικά την επίτευξη ειρήνης. Όπως μου είπε πρόσφατα ένας πολύ μορφωμένος ακτιβιστής της ειρήνης: «Ο πόλεμος συνεχίζει να σκοτώνει ανθρώπους. Ό, τι κι αν έλθει με τους Ταλιμπάν δεν θα είναι τόσο κακό. … Γιατί εκατοντάδες Αφγανοί πρέπει να πεθαίνουν κάθε εβδομάδα επειδή 2.000 Αμερικανοί πέθαναν την 11η Σεπτεμβρίου 2001;».

Η πρόσφατη επιτυχία των Ταλιμπάν στο πεδίο της μάχης σίγουρα θα παρακινήσει την ομάδα να συνεχίσει να πολεμά -ανεξάρτητα από το πότε θα αποχωρήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι διοικητές των Ταλιμπάν βλέπουν τώρα ότι τα κέρδη στο πεδίο της μάχης είναι δυνατά και θα υποχρεωθούν να συνεχίσουν να τα επιτυγχάνουν. Μερικοί δηλώνουν ανοιχτά ότι ο στόχος τους είναι η απόλυτη νίκη. Όπως είπε ένας ανώτερος διοικητής των Ταλιμπάν [3] στην Washington Post τον περασμένο μήνα, «Αυτός ο αγώνας δεν είναι για να μοιραστούμε την εξουσία. Αυτός ο πόλεμος είναι για θρησκευτικούς σκοπούς προκειμένου να φέρει μια ισλαμική κυβέρνηση και να εφαρμόσει τον ισλαμικό νόμο».

Τα μέλη της πολιτικής επιτροπής των Ταλιμπάν που συμμετείχαν στις ειρηνευτικές συνομιλίες της Ντόχα ήταν πιο επιφυλακτικά, αλλά ακόμη και εκείνων οι δηλώσεις κυμαίνονταν από επιθετικές έως αρνητικά διφορούμενες. Ο Tayeb Agha, ο οποίος ηγήθηκε της πολιτικής επιτροπής των Ταλιμπάν από το 2009 έως το 2015, ισχυρίστηκε ότι είχε συμβουλεύσει τον εκλιπόντα ηγέτη των Ταλιμπάν, Mullah Omar, ότι οποιαδήποτε απόπειρα επαναφοράς του ισλαμικού εμιράτου θα παρατείνει τον πόλεμο, αλλά ότι οι Ταλιμπάν «θα ήταν πολύ ντροπιασμένοι» με το να αποδεχθούν το σύνταγμα του Αφγανιστάν του 2004 και με το να μοιράζονται την εξουσία με οποιαδήποτε εκλεγμένη κυβέρνηση. Το ίδιο αίσθημα ίσως να κινητοποιεί ακόμη και τους λεγόμενους μετριοπαθείς Ταλιμπάν σήμερα.

ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΡΟΝΟΥ

Εάν η διοίκηση του Μπάιντεν ακολουθήσει το αναφερόμενο σχέδιό της για απόσυρση όλων των στρατευμάτων των ΗΠΑ μέχρι τον Σεπτέμβριο, οι Ταλιμπάν πιθανότατα θα καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος του νότου και των ανατολικών της χώρας σε λίγους μήνες. Μετά από αυτό, η κυβέρνηση θα μπορούσε να καταρρεύσει. Είναι επίσης πιθανό ότι η κυβέρνηση, οι δυνάμεις των ειδικών επιχειρήσεων και η παλιά Βόρεια Συμμαχία -Τατζίκοι, Χαζάροι και Ουζμπέκοι ηγέτες- θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν αρκετή ενότητα και δύναμη για να αποτρέψουν την πτώση της Καμπούλ. Πράγματι, η Βόρεια Συμμαχία φημολογείται ήδη ότι κινητοποιεί δυνάμεις για να πολεμήσει.

Το πρόβλημα τότε θα γίνει ο χρόνος. Χωρίς σύμβουλους των ΗΠΑ, ο αφγανικός εξοπλισμός θα υποβαθμιστεί και οι δυνάμεις των ειδικών επιχειρήσεων της χώρας θα καταστραφούν. Πολιτικά, η σημερινή κυβέρνηση, με επικεφαλής τον πρόεδρο Ashraf Ghani, που ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Pashtun, θα παλεύει να νομιμοποιεί την διακυβέρνησή του με τους βόρειους παρέχοντας τους περισσότερους μαχητές. Και οι ίδιοι οι βόρειοι ίσως να μην είναι όπως ήταν συνήθως. Κατά την διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών, οι Ταλιμπάν σημείωσαν νίκες στον βορρά, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την θέληση των παλαιών βόρειων συμμάχων να πολεμούν.

Τελικά, δεν θα είναι μόνο οι Αφγανοί και οι Αμερικανοί που θα καθορίσουν την πορεία του πολέμου. Η Κίνα, η Ινδία, το Ιράν και η Ρωσία έχουν όλοι συμφέροντα στο Αφγανιστάν και δεν επιθυμούν να δουν ένα εμιράτο των Ταλιμπάν. Το Ιράν και η Ρωσία έχουν μακροχρόνιες σχέσεις με τους Χαζάρους, τους Τατζίκους και τους Ουζμπέκους που αντιτίθενται στους Ταλιμπάν. Οι δύο χώρες παίζουν και με τις δύο πλευρές εδώ και χρόνια, οπλίζοντας ή τουλάχιστον χρηματοδοτώντας τους Ταλιμπάν ως τρόπο να πιέσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες έξω από την αυλή τους, απορρίπτοντας δημόσια την ιδέα ενός εμιράτου των Ταλιμπάν. Τα συμφέροντα θα αλλάξουν καθώς αναχωρούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η σύγκρουση θα μπορούσε να μοιάζει με τους εμφύλιους πολέμους της Λιβύης και της Συρίας, καθώς διαφορετικές περιφερειακές δυνάμεις υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές. Ακόμη και αν μια τέτοια περιφερειακή παρέμβαση είναι αρκετή για να εμποδίσει τους Ταλιμπάν να ανακτήσουν την εξουσία, οι προοπτικές για την δημοκρατική κυβέρνηση του Ghani δεν θα είναι καλές˙ από όλους τους περιφερειακούς παίκτες, μόνο η Ινδία ευνοεί την δημοκρατία.

ΟΔΥΝΗΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Θα μπορούσε η πρόβλεψη να είναι διαφορετική εάν η διοίκηση του Μπάιντεν αποφάσιζε να μείνει; Ναι, αλλά η παράταση της αμερικανικής αποστολής στο Αφγανιστάν είναι απίθανο να φέρει ειρήνη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν πιθανώς να αποτρέψουν την πτώση της Καμπούλ και να διασφαλίσουν τα αντιτρομοκρατικά συμφέροντα των ΗΠΑ με 2.500 έως 3.500 στρατιώτες. Δεδομένου ότι οι Ταλιμπάν κέρδισαν έδαφος το φθινόπωρο, όταν βρίσκονταν πολλές περισσότερες αμερικανικές δυνάμεις στην χώρα, η ομάδα τους είναι πιθανό να προχωρήσει πιο μακριά φέτος, ανεξάρτητα από το αν παραμένει ένα μικρό αμερικανικό αντιτρομοκρατικό σώμα. Με τα οφέλη να είναι επικείμενα, οι Ταλιμπάν θα έχουν ελάχιστους λόγους να συμβιβαστούν στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Η οδυνηρή αλήθεια είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αφήνουν πίσω τους έναν πόλεμο που είναι πολύ πιο μακριά από μια διευθέτηση μέσω διαπραγμάτευσης από όσο πριν από έναν χρόνο. Αυτή η μεταβληθείσα την πραγματικότητα -μαζί με τον αυξημένο ανταγωνισμό με την Κίνα, την κλιματική αλλαγή, μια πανδημία και άλλα πιεστικά ζητήματα στο σπίτι- καθιστά την απόφαση του Μπάιντεν να αποσύρει όλα τα αμερικανικά στρατεύματα ακόμη πιο επιτακτική.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.washingtonpost.com/national-security/biden-us-troop-withdraw…
[2] https://www.washingtonpost.com/world/asia_pacific/afghanistan-taliban-of…
[3] https://www.washingtonpost.com/world/2021/03/27/afghanistan-taliban-peac…

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-04-14/taliban-a…

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition

Πηγή: foreignaffairs.gr