Του Γιάννη Μαρίνου
Κάποιοι αναγνώστες ενοχλήθηκαν από την αρθρογραφία μου, που αποβλέπει στην εξυγίανση και αναβάθμιση του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών και της δημόσιας εκπαίδευσης. Υποστήριξα και υποστηρίζω ότι καμιά μονιμότητα δεν νοείται να προστατεύει τους παραβάτες του ποινικού νόμου (π.χ. απατεώνες που προσελήφθησαν με πλαστά πτυχία, καταχραστές δημοσίου χρήματος, χρηματιζόμενους ή εκβιαστές), οι οποίοι δεν αποπέμπονται όπως θα έπρεπε από τις τάξεις των δημοσίων υπαλλήλων. Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι ο γενικός γραμματέας υπουργείου υποχρεώθηκε σε παραίτηση επειδή αρνήθηκε την επαναπρόσληψη και αναδρομική βαθμολογική προαγωγή δημοσίου υπαλλήλου καταδικασθέντος από τα ποινικά δικαστήρια για κατάχρηση. Επικράτησε ο επίορκος του έντιμου γενικού γραμματέα χάρη στη στήριξη των προφανώς εξίσου φαύλων συνδικαλιστών του υπουργείου. Υπήρξα επίσης αποδέκτης καταγγελίας διευθύντριας Γυμνασίου ότι νεοδιορισθείς μαθηματικός ζήτησε να μην τον περιλάβει στο πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος επειδή δεν γνωρίζει μαθηματικά, καθώς έλαβε το πτυχίο του χάρη στο διαβόητο δημοκρατικό πέντε. Και όταν η διευθύντρια γνωστοποίησε ότι θα τον αναφέρει στην ανώτερη εκπαιδευτική αρχή, της απάντησε:
«Μου είναι αδιάφορο. Είμαι δημόσιος υπάλληλος κα με προστατεύει η μονιμότητα. Το πολύ πολύ να με μεταθέσουν στην παραμεθόριο».
Και όταν εγώ δυσπιστώντας απευθύνθηκα στον τότε πρόεδρο της ΟΛΜΕ και στον τότε υπουργό Παιδείας, και οι δύο παραδέχθηκαν ότι δεν μπορεί να αποπεμφθεί από τη δημοσιοϋπαλληλική του θέση αυτός ο ανίκανος για διδασκαλία και αναιδής εκπαιδευτικός επειδή τον προστατεύει ο νόμος που δεν επιτρέπει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Αυτό το άγος του δημοσιοϋπαλληλικού χώρου, όπου ανάμεσα στους άξιους και ευσυνείδητους εντάσσονται και ουκ ολίγοι είτε ανεπαρκών γνώσεων, είτε τεμπελόσκυλα, συντελεί στη βραδύτητα παροχής δημοσίων υπηρεσιών και τα ουκ ολίγα λάθη, παραλείψεις και παρερμηνείες που καταταλαιπωρούν τους πολίτες και υπονομεύουν την ομαλή, ταχεία και αποτελεσματική λειτουργεία της κρατικής μηχανής. Καθ’ όλη την πολυετή θητεία μου στην ενεργό δημοσιογραφία συνεχώς αναδεικνυόταν η ανάγκη αξιολόγησης του δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού, ώστε να προωθούνται και αξιοποιούνται κατά τα προσόντα τους οι προικισμένοι και ευσυνείδητοι και να περιθωριοποιούνται τουλάχιστον (αφού δεν μπορούν να απολυθούν ως μόνιμοι) οι χωρίς προσόντα και γνώσεις και χωρίς ζήλο και αποτελεσματικότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Όμως οι σχετικές επαγγελίες από όλες τις κυβερνήσεις και όλα τα κόμματα (πλην Αριστεράς που απορρίπτει κάθε αξιολόγηση) έμειναν έπεα πτερόεντα, καθώς εκτός από την απροθυμία των κομμάτων διαφωνεί κάθετα προς κάθε αξιολόγηση και η διαβόητη ΑΔΕΔΥ. Η οποία με απεργίες, κινητοποιήσεις και κάθε είδους παραβατική συμπεριφορά κάθε φορά που ανακύπτει θέμα αξιολόγησης πιέζει και επιτυγχάνει τη ματαίωση κάθε σχετικής απόπειρας.
Έτσι κατέληξε από 150.000 δημοσίους υπαλλήλους το 1952 να έχουμε φτάσει σε σχεδόν 1.000.000, και όχι μόνο να μην έχουν βελτιωθεί η ποιότητα και η ταχύτητα παροχής υπηρεσιών, αλλά να παραμένει στάσιμη, αν όχι επιδεινούμενη, η κατάσταση. Και δυστυχώς το άρθρο 103 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει τη μονιμότητα, παραμένει πάντα ισχυρό και κανένα κόμμα δεν διανοήθηκε κατά τις εκάστοτε αναθεωρήσεις του να προτείνει κατάργηση ή τουλάχιστον ποιοτική βελτίωσή του, ώστε να προστατεύει μόνο τους άξιους και νομοταγείς.