Του Γιάννη Παγκαλιά
Η χθεσινή αναβάθμιση σε investment grade της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον ιαπωνικό οίκο αξιολόγησης R&I σκόρπισε ενθουσιασμό στις τάξεις της κυβέρνησης και της ηγεσίας του οικονομικού επιτελείου. Ωστόσο ο ενθουσιασμός αυτός ήταν συγκρατημένος, καθώς πρόκειται για έναν οίκο που δεν αναγνωρίζεται επισήμως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο ιαπωνικός οίκος αναβάθμισε σε ΒΒΒ- με σταθερές προοπτικές το ελληνικό αξιόχρεο, από ΒΒ+ με σταθερές προοπτικές.
Εντούτοις, η χθεσινή αναβάθμιση που σηματοδότησε την ανεπίσημη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική διαβάθμιση μετά από 13 χρόνια θεωρήθηκε προπομπός για τις επόμενες αξιολογήσεις που επίκεινται έως το τέλος του έτους και την επάνοδο του ελληνικού αξιόχρεου στην επενδυτική βαθμίδα.
«Βίοι παράλληλοι» για οικονομία και Scope Ratings
Την ερχόμενη Παρασκευή έρχεται η αξιολόγηση από έναν οίκο που η κατάστασή του μοιάζει λίγο με αυτήν της ελληνικής οικονομίας. Ο γερμανικός Scope Ratings δεν έχει λάβει την επίσημη έγκριση της ΕΚΤ κι έτσι οι αξιολογήσεις του δεν λαμβάνονται υπόψη από το Ευρωσύστημα. Ωστόσο βρίσκεται «ένα βήμα» από το να λάβει την επίσημη αυτή έγκριση, όπως η ελληνική οικονομία απέχει ένα «σκαλοπάτι» για να επανέλθει στο διεθνές επενδυτικό «κατεστημένο». Ο Scope αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε ΒΒ+ με θετικό outlook μία μόλις βαθμίδα από τον πολυπόθητη επενδυτική.
Πώς αξιολογούν οι συστημικοί οίκοι
Επί του παρόντος, οι τρεις από τους τέσσερις συστημικούς οίκους αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας μια βαθμίδα χαμηλότερα του investement grade. Οι οίκοι S&P και Fitch βαθμολογούν με ΒΒ+ έκαστος το ελληνικό αξιόχρεο (με θετικές προοπτικές ο πρώτος και σταθερές ο δεύτερος), ενώ ο καναδικός οίκος δίνει βαθμολογία ΒΒ high με σταθερό outllok. Ο μοναδικός οίκος που «παρεκκλίνει», είναι ο καναδικός Moody’s καθώς τοποθετεί την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας τρεις βαθμίδες χαμηλότερα της επενδυτικής διαβάθμισης (Βa3 με θετικές προοπτικές).
Προτεραιότητα για κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει θέσει ως νούμερο 1 προτεραιότητα την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τόσο κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας της, όσο και της τωρινής. Από το Μαξίμου είναι διάχυτη η αισιοδοξία ότι το αργότερο έως τον Δεκέμβριο η Ελλάδα πλέον θα έχει μπει ξανά στο ραντάρ των ξένων θεσμικών επενδυτών
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Τράπεζας της Ελλάδος, με τον επικεφαλής της σε κάθε ευκαιρία να αναφέρεται στην επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στο επενδυτικό status.
Ο Γιάννης Στουρνάρας επανειλημμένως έχει δηλώσει ότι η ανάκτηση του investment grade, θα φέρει νέα κεφάλαια στις ελληνικές μετοχές και στα ελληνικά ομόλογα, καθώς οι περισσότεροι θεσμικοί επενδυτές βάσει καταστατικού δεν επιτρέπεται να ανοίγονται σε περιουσιακά στοιχεία μη επενδυτικής διαβάθμισης. Μόλις 10% των θεσμικών επενδυτών δύνανται να τοποθετούνται σε περιουσιακά στοιχεία με βαθμολογία non investment grade.
Πλέον, οι επόμενες αξιολογήσεις αποκτούν βαρύνουσα σημασία και απομένει να διαπιστωθεί ποιος θα είναι ο οίκος που θα επιστρέψει πρώτος την πολύκροτη επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία. Πιθανώς την ερχόμενη Παρασκευή να έρθει άλλη μια αναβάθμιση η οποία όμως θα είναι «ανεπίσημη».
Οι επόμενες αξιολογήσεις έως το τέλος του 2023
- Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Scope Ratings (4 Αυγούστου)
- Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο DBRS (8 Σεπτεμβρίου)
- Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Moody’s (15 Σεπτεμβρίου)
- Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Standard & Poor’s (20 Οκτωβρίου)
- Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Fitch (1η Δεκεμβρίου)
Η χθεσινή «ετυμηγορία» του οίκου R&I
Στην έκθεση αξιολόγησης που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα επισημαίνονται έξι θετικές εξελίξεις που οδήγησαν στην αναβάθμιση και συγκεκριμένα:
1. Η μεγάλη νίκη του κυβερνώντος κόμματος με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στα εκλογές του Ιουνίου, αποτέλεσμα που διασφαλίζει την συνέχιση των πολιτικών με στόχο την αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική εξυγίανση και αυξάνει τις προσδοκίες για ενίσχυση της ανάπτυξης με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις, καθώς και για συνεχή βελτίωση του λόγου του δημόσιου χρέους.
2. Η ισχυρή ανάπτυξη (5,9 %) της ελληνικής οικονομίας το 2022, πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και οι προβλέψεις της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 2,3% και 2,4% αντίστοιχα, το 2023.
3. Η πρόοδος στη διάθεση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) με τη χρήση τιτλοποιήσεων που οδήγησαν τον δείκτη NPE των τραπεζών σε μονοψήφια επίπεδα.
4. Η βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου μετά το μεγάλο έλλειμμα που καταγράφηκε λόγω της πανδημίας COVID-19. Το 2022 καταγράφηκε μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, παρά τις επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά για την αντιμετώπιση της αύξησης του πληθωρισμού και των τιμών της ενέργειας. Η κυβέρνηση για το 2023 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,1 % του ΑΕΠ (και μειωμένο δημοσιονομικό έλλειμμα 1,8 % του ΑΕΠ) ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ακόμη μεγαλύτερο πλεόνασμα. «Υπό τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη, ο οποίος εξασφάλισε τη δεύτερη θητεία του, η κυβέρνηση αναμένεται να διατηρήσει την πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική της. Ο οίκος πιστεύει ότι η αύξηση των κρατικών δαπανών θα ελεγχθεί και ότι το πρωτογενές ισοζύγιο θα παραμείνει σε θετικό πρόσημο από το 2024 και μετά», αναφέρεται στην έκθεση.
5. Η μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, στο 171,3% του ΑΕΠ το 2022, ενώ ήταν πάνω από 200% το 2020. Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους για το 2023 θα διαμορφωθεί στο 162,6%. Ο λόγος του δημόσιου χρέους πιθανότατα θα ακολουθήσει μια σταθερή πτωτική πορεία υποστηριζόμενος από το πρωτογενές πλεόνασμα.
6. Η διεκδίκηση πρόσθετης χρηματοδότησης από το REPowerEU Plan, επιπλέον των κεφαλαίων που είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, η αγορά εργασίας και η δημόσια διοίκηση.
Η θέση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών
«Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο R&I είναι αποτέλεσμα της ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας κατά την προηγούμενη τετραετία, της πολιτικής σταθερότητας και των θετικών προοπτικών για τη χώρα που διανοίγονται μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Η εξέλιξη αυτή ανοίγει το δρόμο για τα επενδυτικά κεφάλαια της Ιαπωνίας (και συνολικά της ασιατικής αγοράς) προς την ελληνική οικονομία. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι η R&I δεν περιλαμβάνεται στους οίκους που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα , η σημερινή αναβάθμιση αποτελεί προάγγελο των αναβαθμίσεων που αναμένονται το επόμενο διάστημα και από τους λοιπούς αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης. Γεγονός που θα σημάνει χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, μεγαλύτερες επενδύσεις στη χώρα, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας».
Πηγή: ot.gr