Της Έφης Αχτσιόγλου*
Ας ξεκινήσουμε από κάποια δεδομένα. Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το ΑΕΠ του α’ τριμήνου του 2022 αυξήθηκε κατά 7,0% έναντι του ίδιου τριμήνου του προηγούμενου έτους, το οποίο ήταν υφεσιακό. Ορμώμενοι απ’ αυτό το στοιχείο, πολλοί ισχυρίζονται ότι η οικονομία διατηρεί ένα ισχυρό momentum. Είναι όμως έτσι;
Την ίδια περίοδο που η οικονομία σημείωνε αυτόν τον θετικό ρυθμό ανάπτυξης, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού μειώθηκε κατά 18% και του μέσου μισθού μερικής απασχόλησης κατά 28%.
Ο πληθωρισμός κάθε μήνα σημείωνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, με τελευταίο το 11,3% του Μαΐου, το ψηλότερο από το 1994. Η χώρα μας έχει βρεθεί ήδη από τον Απρίλιο στην πρώτη θέση σ’ ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη σε επίπεδο πληθωρισμού, ενώ στην ενέργεια η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στον ΟΟΣΑ, με πληθωρισμό 60,9%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 39,2%.
Σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ η Ελλάδα καταλαμβάνει την προτελευταία θέση στην ΕΕ με τελευταία τη Βουλγαρία, ενώ σύμφωνα με τον συντελεστή GINI ήδη από το 2020 έχει αρχίσει και πάλι η αύξηση των ανισοτήτων.
Τι καταδεικνύει η συνδυαστική ανάγνωση όλων αυτών των στοιχείων; Το εξής κρίσιμο: ότι η αναμφισβήτητη οικονομική μεγέθυνση όχι απλώς δεν μεταφράζεται σε όρους βελτίωσης της καθημερινότητας των πολιτών και της λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας, αντιθέτως συμπορεύεται με μια διαρκώς εντεινόμενη τάση διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής, γεγονός που θέτει υπό διακινδύνευση και τις θετικές προοπτικές για την ίδια την οικονομία.
Στο δεδομένο λοιπόν περιβάλλον των πολλαπλών κρίσεων, με την εισβολή μάλιστα της Ρωσίας στην Ουκρανία να διαμορφώνει νέες συνθήκες, η βασική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία αφορά την πληρέστερη θωράκιση του συνόλου της κοινωνίας και των παραγωγικών δυνάμεων από τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Αυτή η θωράκιση προϋποθέτει παρεμβάσεις σε δύο επίπεδα από την πλευρά της πολιτείας ρυθμιστικές και δημοσιονομικές.
Στο επίπεδο των ρυθμιστικών παρεμβάσεων είναι αναγκαία η θέση πλαφόν στη χονδρική και στη λιανική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι δυνατότητες υπάρχουν. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που διεκδίκησαν και πέτυχαν να εγκριθεί από την Κομισιόν το σχέδιό τους για μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση εδώ και καιρό δεν αξιοποιεί τις δυνατότητες αυτές.
Κατά δεύτερον απαιτούνται ουσιώδεις δημοσιονομικές παρεμβάσεις και ως τέτοιες, φυσικά, δεν εννοώ τις ανεπαρκείς επιδοτήσεις που τροφοδοτούν έναν στρεβλό μηχανισμό λειτουργίας της αγοράς ενέργειας και τελικά διαιωνίζουν το πρόβλημα. Ουσιώδεις δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη θωράκιση έναντι των πληθωριστικών πιέσεων είναι η μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στα καύσιμα αλλά και του ΦΠΑ στα τρόφιμα.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι καινοφανές. Παρόμοιες παρεμβάσεις υλοποιούνται ήδη σε σειρά ευρωπαϊκών κρατών, η κυβέρνηση της ΝΔ όμως αρνείται εδώ και καιρό να υλοποιήσει ένα ουσιαστικό σχέδιο προστασίας από το πράγματι πρωτοφανές κύμα ακρίβειας.
Και όσο αυτή η στρατηγική δεν αντιστρέφεται τόσο η οικονομική ανάταξη της χώρας με όρους συμπεριληπτικότητας και διάρκειας θα απομακρύνεται.
Πέραν των πληθωριστικών πιέσεων, οι κύριες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία μεσοπρόθεσμα αφορούν κυρίως τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και την πραγματική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα αναμένεται να εισρεύσουν περισσότερα από 70 δισ. ευρώ κοινοτικών κονδυλίων τα επόμενα επτά χρόνια. Περίπου τα μισά από αυτά τα κεφάλαια (30,9 δισ. ευρώ) σχετίζονται με το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ (NGEU). Τα υπόλοιπα είναι διαρθρωτικά κεφάλαια από τον προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027. Η πρόκληση και το μεγάλο στοίχημα είναι τα κεφάλαια αυτά να κατευθυνθούν σε έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας και κυρίως να διαχυθούν με τρόπο που να εγγυάται την ισχυρή αλλά κυρίως σταθερή ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Δυστυχώς οι επιλογές που κάνει η κυβέρνηση κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα σχετικά με την κατεύθυνση των κεφαλαίων από δάνεια ευνοεί τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις και παραγκωνίζει της μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό από μόνο του εντείνει τις ήδη υπάρχουσες επιχειρηματικές/επενδυτικές και κατ’ επέκταση εισοδηματικές ανισότητες στην ελληνική οικονομία.
Σε ό,τι αφορά το απόθεμα των ΜΕΔ, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών, αυτό παραμένει ένα από τα πλέον σοβαρά προβλήματα για την πραγματική οικονομία. Πέρα από τη δραματική επιβάρυνση που προκαλεί στα νοικοκυριά, αποκλείει μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων από την τραπεζική πίστωση.
Και μπορεί σε επίπεδο ισολογισμού τραπεζών τα «κόκκινα» δάνεια να έχουν μειωθεί, παραμένουν όμως στην οικονομία διότι η μείωσή τους το 2021 επιτεύχθηκε κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων και μεταβιβάσεων σε servicers. Τα «κόκκινα» δάνεια λοιπόν δεν έχουν φύγει ούτε από το οικονομικό κύκλωμα ούτε από τα νοικοκυριά.
Αντιθέτως το πρόβλημα της υπερχρέωσης έχει διογκωθεί.
Είναι προφανές ότι με ένα τέτοιο βάρος οι προϋποθέσεις για μια συμπεριληπτική ανάπτυξη σχεδόν εξανεμίζονται.
Αυτό που απαιτείται είναι ένα ολιστικό σχέδιο αντιμετώπισης του ιδιωτικού χρέους που θα περιλαμβάνει:
•έναν μόνιμο μηχανισμό διαχείρισης του χρέους προς το Δημόσιο και τις τράπεζες αντικαθιστώντας τον εξαιρετικά προβληματικό (από κάθε άποψη) πτωχευτικό κώδικα της κυβέρνησης της ΝΔ και
•ένα έκτακτο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της νέας γενιάς πανδημικού χρέους.
Αυτά αποτελούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας.
Οι δυσκολίες, λοιπόν, είναι υπαρκτές και οι προκλήσεις μεγάλες, όμως εξίσου υπαρκτές είναι και οι δυνατότητες για μια πιο αισιόδοξη πορεία για όλους. Το αν θα επιτευχθεί είναι τελικά ζήτημα στρατηγικής κατεύθυνσης και πολιτικής επιλογής.
*βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ