Ομαδική αποχώρηση κομμάτων από τη Βουλή! Αυτό λέει το … Σύνταγμά «τους»;… Του Δημήτρη Στεργίου

227

Στις 15 Ιουλίου του 1882, πριν από … 130 χρόνια, συζητήθηκε στην Παλαιά Βουλή νομοσχέδιο για την παιδεία, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από σύμπασα την αντιπολίτευση, αλλά δεν αποχώρησε κανένα κόμμα από την ψηφοφορία! Ύστερα από … 130 χρόνια, στις 15 Ιουλίου του 2022, για ίδιο (κατά σύμπτωση!) νομοσχέδιο για την … παιδεία αποχώρησε, ως συνήθως τις τελευταίες δεκαετίες, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χωρίς αντίδραση από … συνταγματολόγους!

Του Δημήτρη Στεργίου

Φωτογραφία: Άποψη του κτιρίου της τότε (Παλαιάς) Βουλής με τη μορφή που είχε ο γύρω χώρος στα τέλη του 19ου αιώνα (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). Εκεί, την περίοδο 1882-1895 γινόταν εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία, έντονη πολιτικοποίηση του εκλογικού σώματος και, κυρίως, σημαντική αύξηση του γοήτρου της Βουλής

Μία ακόμη πλήρης επιβεβαίωση της γνωστής ρήσης του «συντρόφου» Κάρλ Μαρξ ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη φορά ως φάρσα». Πριν ακριβώς από … 130 χρόνια, στις 15 Ιουλίου του 1892, η τότε κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη είχε φέρει στη Βουλή σχέδιο Νόμου για την επιβολή βαρύτατων διδάκτρων και «εκπαιδευτικών τελών» σε όλες τις βαθμίδες της παιδείας. Τότε, σύμπασα η αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα καταγγέλλοντας την τότε κυβέρνηση Τρικούπη ότι «αποκλείει της Ανωτάτης παιδείας το 90% του πληθυσμού», ότι «παραδίδεται η πολιτεία ολόκληρος εις χείρας των πλουσίων», ότι «εγκαθιδρύεται και εις την παιδείαν σύστημα πλουτοκρατικόν», ότι «καταστρέφει την ισοπολιτείαν», ότι είναι το «σχέδιον Νόμου είναι αντεθνικόν» και άλλα γνωστά και σήμερα ηχηρά παρόμοια. Αυτά γίνονταν στην ελληνική Παλαιά Βουλή πριν από … 130 χρόνια, αλλά τότε δεν αποχώρησε αποχώρησε κανένα κόμμα από τη διαδικασία ψήφισης του νομοσχεδίου. Αυτή η τακτική εφαρμόσθηκε κατά την οικονομική κρίση που ξέσπασε την περίοδο 1883 – 1884 σε συνδυασμό με τη φορολογική πολιτική του Τρικούπη, με εμπνευστή τον αντίπαλο του Μεσολογγίτη πολιτικού, τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, ο οποίος, ενθαρρυνόμενος από τον λαό και με συνθήματα, όπως «κάτω οι φόροι», προχώρησε γρήγορα σε εξωκοινοβουλευτικές μορφές αντιπολίτευσης. Στην αρχή μεταχειρίστηκε τη γνωστή μέθοδο της κωλυσιεργίας ενθαρρύνοντας τους βουλευτές του να μιλούν επί ατέλειωτες ώρες για οποιοσδήποτε θέμα (έχει μείνει ιστορική η αγόρευση του βουλευτή Αρκαδίας Κατσικόπουλου για την ανάλυση της λέξης … «μπουρμπουλήθρα»!) και υποβάλλοντας κατά τη βαθμιαία αποχώρηση των βουλευτών του ενστάσεις … απαρτίας! Από τον Απρίλιο του 1884 όμως άλλαξε τακτική: προτίμησε να αποχωρήσει τελείως από τη Βουλή μαζί με τους οπαδούς του με το πρόσχημα «ίνα μη μένη μάρτυς τρόπου ατασθάλου, ασέμνου και θρασείας διακωμωδήσεως των θεσμών». Έτσι με εξαίρεση τεσσάρων δημοκρατικών, οι κυβερνητικοί έμειναν μόνοι τους με αποτέλεσμα την πλήρη σχεδόν κατάργηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου.

Σημειώνω ότι ίδιο δηλιγιάννικο πρόσχημα, με το οποίο ονειδιζόταν ο κοινοβουλευτισμός τον οποίο τάχα «λατρεύουν» και «στηρίζουν», μού θύμιζαν και οι εκάστοτε δηλώσεις όλων των προηγούμενων αρχηγών κομμάτων και η σημερινή του Αλέξη Τσίπρα για την αποχώρηση των κομμάτων. Ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε τα εξής: «Δεσμευόμαστε ότι το νομοσχέδιο θα μείνει στα χαρτιά και θα δουλέψουμε γι αυτό. Δεν σας νομιμοποιούμε σήμερα. Δεν θα είμαστε εδώ όταν εσείς θα ψηφίζεται το έκτρωμα για τη δημόσια εκπαίδευση. Θα σας αφήσουμε μόνους σας με τους υβριστές».

Σήμερα, ύστερα ακριβώς από … 130 χρόνια, συζητήθηκε στη Βουλή ένα εξίσου «σκληρό» νομοσχέδιο, το γνωστό για την ανώτατη εκπαίδευση, το οποίο, αν λάβουμε υπόψη τις έντονες αντιδράσεις συμπάσης της αντιπολίτευσης, μάλλον είναι καλό για το έθνος, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά αποχώρησε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη διαδικασία της ψήφισης, όπως, κατ΄έθιμον έχουν αποχωρήσει και αποχωρούν πολλάκις και συχνάκις τα τελευταία χρόνια της πλήρους Δημοκρατίας από παρόμοιες διαδικασίες …εναλλάξ κι άλλα κόμματα, με την κρείσσονα σιωπή των κατά άλλα λαλίστατων καθηγητών και συγγραφέων Βιβλίων Περί Συνταγματικού Δικαίου, Λαϊκής Κυριαρχίας και άλλων παρομοίων.

Τότε, πριν από … 130 χρόνια, όταν είχε αρχίσει ο δικομματισμός και κυριαρχούσαν, όπως προκύπτει από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών (Τόμος ΙΔ, Νεώτερος Ελληνισμός, από το 1881 έως το 1913, σελίδες 31-42) οι «θεσιθήρες», οι «αρχομανείς», οι «βουλευτομανείς», οι «οινόφλυγες της εξουσίας», όπως χαρακτηρίζονταν από τους Times του Λονδίνου (17 Μαϊου 1885) και από τον Γεώργιο Φιλάρετο ή οι «μανιώδεις εραστές της εξουσίας και του κεντρικού ταμείου», όπως χαρακτηρίζονταν από τον Δ. Βερναδάκη (καμιά σχέση με τον γνωστό βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που παρομοίασε την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως με την … Πισπιρίγγου!). Επίσης, όπως προκύπτει πάλι από τις ίδιες σελίδες, υπήρχαν τότε από τη μια μεριά, της κυβέρνησης, εκείνοι «με πάθος δια τον πλουτισμόν» και από την άλλη εκείνοι «με πάθος δια την εξουσίαν» ή κι εκείνοι που ορθώνονταν αντιμέτωποι στην «αριστοκρατία του χρήματος» με τη μικροαστική «ψευδοαριστοκρατία των υπαλλήλων του Δημοσίου», πάλι κατά τον Δ. Βερναδάκη.

Τότε, πριν από … 130 χρόνια, γίνονταν όλα αυτά, όταν πάλι η χώρα βρισκόταν υπό πτώχευση, αλλά, παράλληλα, κυριαρχούσε ο πρώτος δικομματισμός στη χώρα μας. Όμως, αυτό ο πάγιος δικομματισμός, μολονότι δεν αποτελούνταν από «κόμματα αρχών», όπως τα λένε σήμερα (την ανάγκη δημιουργίας τους ωστόσο που είχε εξαγγείλει ο Τρικούπης, αλλά δεν εφάρμοσε ποτέ, αφού κι εκείνος ζητούσε αυστηρή κομματική πειθαρχία!), αλλά τα «προσωπικά κόμματα», είχε δημιουργήσει έναν ισχυρό κοινοβουλευτισμό! Δηλαδή, διαπιστώνεται με έκπληξη ότι « το Κοινοβούλιο λειτουργούσε ως πεδίο ελεύθερου σχηματισμού πλειοψηφιών , ως μια μικρογραφία Εκκλησίας του Δήμου, όπου, όπως και στην άμεση Δημοκρατία, οι πλειοψηφίες δεν είναι δεδομένες , αλλά κατακτώνται και χάνονται, όπου η μάχη δίνεται καθημερινά για την άσκηση της εξουσίας και όπου στην προβολή τους τουλάχιστον, οι συζητήσεις είναι αποφασιστικές και όχι θεατρικές». Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Τρικούπης κυβερνούσε από το 1882 έως το 1895 συνεχώς, αλλά από τις έξι εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν στο διάστημα αυτό , κέρδισε μόνο τις δύο , αφού η κυβερνητική πλειοψηφία στηριζόταν τον περισσότερο καιρό σε εκλογική μειοψηφία! Δηλαδή, ο δικομματισμός που « οδηγούσε στην εναλλαξιμότητα της εξουσίας δεν απέκλειε τη διαπραγματευσιμότητα των πλειοψηφιών»!!! Έτσι, με την έννοια αυτή, όπως επισημαίνεται, η έκφραση γνώμης ή ψήφου από μέρους του βουλευτή εμφανίζεται σχεδόν εξίσου «αδέσμευτη» ή «ελεύθερη» με την έκφραση γνώμης ή ψήφων του πολίτη.

«Πάνε σύννεφο» οι αποχωρήσεις από τη Βουλή σε πείσμα του Συντάγματος!

Όλα, λοιπόν, τα ελληνικά κόμματα έχουν αποφασίσει στο πρόσφατο παρελθόν (ας μην επεκταθούμε στο … απώτερο!) να αποχωρήσουν από τη Βουλή, προφανώς διότι δεν εύρισκαν κανένα άρθρο των νομοσχεδίων να ωφελεί προφανώς το κόμμα, όπως θα εξηγήσει στη συνέχεια ο μέγας συνταγματολόγος και θύμα κι εκείνος της χούντας αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης . Απλώς υπενθυμίζω :

-Την αποχώρηση της ΝΔ (ως αξιωματικής αντιπολίτευσης) στις 17 Μαρτίου του 2010 από τη Βουλή λίγο πριν από τη ψήφιση του πρώτου μνημονίου και τη συζήτηση του νομοσχεδίου του υπουργείου Εσωτερικών για την επιλογή προϊσταμένων και διευθυντών στο δημόσιο τομέα.
-Την αποχώρηση της ΝΔ (ως αξιωματικής αντιπολίτευσης) στις 30 Αυγούστου του 2010 για την υπόθεση του Βατοπεδίου.
-Την αποχώρηση της ΝΔ (ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, βεβαίως, βεβαίως!) στις 2 Σεπτεμβρίου του 2010 από τη συνεδρίαση της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής που διερευνά το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων
-Την αποχώρηση ξανά της ΝΔ (ως αξιωματικής αντιπολίτευσης) στις 17 Νοεμβρίου του 2010 με αφορμή ξανά υπόθεση Βατοπεδίου.
-Την αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ (ως αξιωματικής αντιπολίτευσης βεβαίως, βεβαίως) στις 30 Μαρτίου του 2014 από τη συζήτηση Βουλής για το πολυνομοσχέδιο μετά την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα και την κατάθεση πρότασης μομφής κατά του προέδρου της Βουλής, Ευάγγελου Μεϊμαράκη.
-Την αποχώρηση των ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ στις 20 Δεκεμβρίου του 2014 από τη συζήτηση και την ψήφιση του νομοσχεδίου για την εισφορά σε γη και τις απαλλοτριώσεις καταγγέλλοντας τον εκφυλισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και τον ορυμαγδό των τροπολογιών που έχουν κατατεθεί.
-Την αποχώρηση της ΝΔ (ως αξιωματικής αντιπολίτευσης) στις 28 Ιουνίου του 2015 όταν οι βουλευτές της διέκοψαν με τις φωνές τους τη συνεδρίαση, καθώς είδαν τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, τότε πρόεδρο της Βουλής, να ανεβαίνει και πάλι στην προεδρική έδρα, αφού είχε πάρει τον λόγο ως βουλευτής λίγο πριν, κάτι που δεν επιτρέπει ο κανονισμός της βουλής σύμφωνα με το άρθρο 66.
-Την αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ την 1 Δεκεμβρίου του 2015 από την ψηφοφορία στην Ολομέλεια επί του νομοσχεδίου για τις βοσκήσιμες γαίες.
-Την επεισοδιακή αποχώρηση της ΝΔ (ως αξιωματικής αντιπολίτευσης) στις 18 Μαίου του 2018 από τη συνεδρίαση της ολομέλειας της Βουλής για τη συζήτηση και λήψη απόφασης επί του πορίσματος της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης για την υπόθεση “NOVARTIS”.

Και πήγαινε περίπατο η διδασκαλία του Αριστόβουλου Μάνεση για τη λαϊκή κυριαρχία ως λαϊκή εντολή

Κι όλα αυτά μού θύμισαν τη διδασκαλία του σοφού καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, όπως την παρουσίασε σε ειδική ημερίδα που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής, στις 3 Ιουνίου, ο ομότιμος καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αντώνης Μανιτάκης. Στην ημερίδα αυτή διερευνήθηκε , με βάση τη διδασκαλία του Μάνεση, αν η αποκαλούμενη «λαϊκή εντολή», έτσι όπως εννοείται από όσους την επικαλούνται, βρίσκει συνταγματικό έρεισμα στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές του πολιτεύματος, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και στην αντιπροσωπευτική αρχή. Η θέση του Αριστόβουλου Μάνεση είναι ότι το δόγμα της λαϊκής εντολής χωρίς να αντιστρατεύεται το Σύνταγμα δεν εναρμονίζεται με το κλασικό νόημα της πολιτικής αντιπροσώπευσης του λαού. Συνιστά απλώς μια πολιτική παραφθορά του, η οποία εξελίχθηκε σε εκφυλισμό και σε παρακμή της μεταπολιτευτικής περιόδου, σε μια μετάπτωση της λαϊκής κυριαρχίας σε επιτακτική «κομματο-λαϊκίστικη» εντολή, σε παραφθορά της αντιπροσωπευτικής σχέσης από σχέση αντιπροσώπευσης του λαού, ως συνόλου και ενότητας, σε μια πελατειακή σχέση κομματο-προσωπικής πολιτικής συναλλαγής. Ωστόσο, όπως τονίσθηκε, τα δημοκρατικά ιδεώδη που υπερασπίστηκε με συνέπεια και ανιδιοτέλεια, χωρίς πολιτικά ή επαγγελματικά ανταλλάγματα, παραμένουν, ευτυχώς, αλώβητα ως κανόνες και αξιακό οπλοστάσιο για να μπορούμε να κρίνουμε και να αξιολογούμε με όσο μυαλό και λόγο μας απέμεινε, αυτά τα πρωτοφανή που ζούμε.
Παρουσιάζοντας ο Αντώνης Μανιτάκης τη διδασκαλία του Μάνεση για τη μεταπολιτευτική περίοδο, επεσήμανε ότι χαρακτηρίζεται από θρίαμβο μεν της λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς εξωτερικούς εχθρούς, μόνης όμως, αντιμέτωπης με τον αυτάρεσκο εαυτό της και τις μετά; παρά; μορφώσεις του! . Ότι, ακόμα είναι, όπως τονίσθηκε πάλι, « η περίοδος της αλήθειας για το μυθικό δόγμα της λαϊκής κυριαρχίας, η περίοδος της απομυθοποίησής του ή για να χρησιμοποιήσω έναν πολιτικό όρο που είχε μεγάλη απήχηση την ίδια περίοδο στην Γαλλία, της απομάγευσής του».

Τα συμπεράσματα της ντροπής

Το συμπέρασμα που προκύπτει από την εξέταση του θέματος με βάση την κανονιστική σκοπιά του Συντάγματος είναι συντριπτικό ως επιβεβαίωση του εκφυλισμού, της παραφθοράς, της μετάπτωσης και, κυρίως, της μονομερούς επίκλησης του δόγματος της λαϊκής κυριαρχίας. Παραθέτω στη συνέχεια μερικά τέτοια σημεία από την παραπάνω διδασκαλία του Μάνεση:

-Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3 του Συντάγματος, σ όλες οι κρατικές εξουσίας δεν προέρχονται απλώς, δεν έλκουν μόνον την καταγωγή τους από τον λαό, ούτε απλώς στηρίζονται στη βούλησή του και κυβερνούν με τη συναίνεσή του. «Υπάρχουν επί πλέον υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα», τονίζεται. Υπάρχουν για τον λαό και το Έθνος, αυτός είναι ο μοναδικός λόγος της ύπαρξης τους. Συνήθως οι πολιτικοί, οι κυβερνήτες και θεωρητικοί στέκονται στο πρώτο, στη λαϊκή προέλευση όλων των εξουσιών και λησμονούν ή υποτιμούν τους άλλους δύο όρους της συνταγματική προσταγής, ότι οι εξουσίες και πρώτη από όλες η κυβερνητική δεν υπάρχει για τον εαυτό της ούτε για τους οπαδούς της αλλά για τον Λαό και το Έθνος και επί πλέον ότι η άσκηση της εξουσίας τους υπόκειται στο Σύνταγμα και εκδηλώνεται πάντα εντός του Συντάγματος και σύμφωνα με τους ορισμούς του. Το Σύνταγμα επομένως εγκαθιδρύει έναν διαρκή κανονιστικό, ζωντανό, δεσμό μεταξύ λαού, λαϊκής βούλησης και Κυβέρνησης. Η τελευταία οφείλει να κυβερνά πρώτον, με την λαϊκή συναίνεση, δεύτερον έχοντας την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου και τρίτον να αποφασίζει πάντα κατά το Σύνταγμα. Είναι άρα πολιτικά και συνταγματικά δεσμευμένη.

-Αυτό το τελευταίο δεν κουραζόταν να το επαναλαμβάνει ο Μάνεσης: « Δια του Συντάγματος ο λαός έχει αυτοδεσμευτεί να εκφράζη εν τω πλαισίω αυτού την θέλησίν, καθ΄ωρισμένον νομικώς οργανωμένον τρόπον» και πιο κάτω, «ο λαός ως το ανώτατον όργανον του κράτους δεν είναι κατά κυριολεξίαν κυρίαρχος αλλά ασκεί ωρισμένας αρμοδιότητας ως συμβαίνει με όλα τα κρατικά όργανα, τα οποία δεν εκφράζουν κρατικήν θέλησιν παρά μόνον εντός των ορίων του Συντάγματος» (Εγγυήσεις, ΙΙ, σ. 88 επ.)

-Έτσι, οι βουλευτές και δια αυτών η Κυβέρνηση ως εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού και όχι ως εκπρόσωποί του ούτε ως εντολοδόχοι του, όπως εσφαλμένα πιστεύεται, αποφασίζουν και ενεργούν, με βάση την αντιπροσωπευτική αρχή ή την αρχή της ελεύθερης εντολής, όπως την αποκαλεί η γερμανική νομική επιστήμη, ελεύθερα, ανεξάρτητα και κατά συνείδηση, στο όνομα του λαού και για λογαριασμό του. Δεν εκλέχτηκαν επομένως, όπως συνέβη στα πρώιμα χρόνια της Γαλλικής επανάστασης με την εκπροσώπηση των τριών τάξεων, για να εκπροσωπήσουν κάποια συγκεκριμένα ταξικά ή συντεχνιακά ή κομματικά συμφέρονται ούτε κάποια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, αλλά για να αντιπροσωπεύσουν τα γενικότερα συμφέροντα του λαού, του έθνους και της χώρας και να αποφασίζουν στο όνομα του λαού συνολικά και για λογαριασμό του. Το ότι ο βουλευτής είναι ενταγμένος σε κάποιο κόμμα, το ότι ασπάζεται την πολιτική ιδεολογία του και υποσχέθηκε στους ψηφοφόρους να την υπηρετήσει με συνέπεια είναι μεν ένα ζήτημα σημαντικό, πολιτικό- ηθικής τάξεως, που αφορά όμως κυρίως και προεχόντως την προσωπική ή κομματική σχέση που έχει ο ίδιος με το κόμμα του και τους ψηφοφόρους, και δεν συνδέεται ούτε απορρέει από τη συνταγματικό-πολιτική σχέση που συνδέει τον βουλευτή με τον λαό, συνολικά. Είναι ζήτημα του πολιτικού συστήματος, όπως είναι το κομματικό σύστημα, και όχι του πολιτεύματος. Οι ψηφοφόροι τον ανέδειξαν, σύμφωνα με τις διαδικασίες του Συντάγματος και τη λογική του αντιπροσωπευτικού συστήματος, αντιπρόσωπο του λαού και όχι εκπρόσωπο των προσωπικών ή ταξικών ή συντεχνιακών συμφερόντων τους.
-Συνεπώς, θεμελιώδες, συστατικό γνώρισμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η τυπική ανεξαρτησία του βουλευτή από τους εκλογείς του. Αυτό επιβάλλει η αντιπροσωπευτική αρχή (οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν έθνος και αποφασίζουν ελεύθερα και κατά συνείδηση), η οποία σαφώς αντιδιαστέλλεται από την επιτακτική εντολή: ο Μάνεσης γράφει «..δια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως αποκλείεται ο θεσμός της «επιτακτικής εντολής» των εκλογέων προς τον βουλευτή εφόσον ούτος δεν αντιπροσωπεύει μόνον αυτούς αλλά και το Έθνος» (Εγγυήσεις, ΙΙ, 196).

-Το Σύνταγμά μας είναι άρα σαφές επ΄αυτού, ορίζοντας ό, τι όριζαν άλλωστε όλα τα ελληνικά συντάγματα από τον 19ο αιώνα,ότι δηλαδή «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος». Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι αντιπρόσωποι μόνο της εκλογικής τους περιφέρειας, ούτε βέβαια απλώς εντολοδόχοι των ψηφοφόρων τους. Έστω και αν στην πράξη οι βουλευτές φροντίζουν και νοιάζονται για τα τοπικά συμφέρονται της εκλογικής τους περιφέρειας και φροντίζουν για τα αιτήματα ή τα προσωπικά ρουσφέτια των ψηφοφόρων. Αυτό όμως το κάνουν, στο μέτρο που η εξυπηρέτηση των τοπικών συμφερόντων δεν αντιστρατεύεται το γενικό ή εθνικό συμφέρον της χώρας. Μόνον τότε η φιλο-τοπική συμπεριφορά του βουλευτή δεν είναι συνταγματικά αθέμιτη ούτε κατακριτέα. Το πρόβλημα ανακύπτει, όταν τα δύο είδη συμφερόντων, παραταξιακό και γενικότερο, συγκρούονται και πρέπει ο βουλευτής και η Κυβέρνηση να διαλέξουν ανάμεσα στα δύο και όταν αποφασίζουν να αδιαφορήσουν για τα μακροπρόθεσμα και διαχρονικά, των παρουσών και μελλουσών γενεών συμφέρονται, για χάρη των εφήμερων παραταξιακών, μερικών ή συντεχνιακών συμφερόντων.

-Το θέμα της αντιπροσώπευσης του λαού έχει, κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, αποκτήσει τεράστια σημασία, τόση που έχει υποσκελίσει εκείνη της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Τούτο διότι ανεπαισθήτως και χωρίς να το καταλάβουμε η σχέση αντιπροσώπευσης του λαού από τον βουλευτή, όπως την ορίζει το Σύνταγμα που μόλις την προσδιορίσαμε, έχει πλήρως υποκατασταθεί σε γενικό επίπεδο από μια καθαρά ψηφοθηρική-πελατειακή σχέση βουλευτή και ψηφοφόρων, έχει καταντήσει σε σχέση ψηφοφόρου- παραγγελιοδότη ή εντολέα και εντολοδόχου ή παραγγελιοδόχου βουλευτή. Η παραγγελία που συνάπτεται είναι απλή: σου παρέχω την ψήφο μου με αντάλλαγμα να ικανοποιήσεις συντεχνιακά ή παραταξιακά ή τα προσωπικά μου συμφέροντα. Μια σχέση πολιτικο-ιδεολογικής, κατ΄όψη, συναλλαγής με ανταλλάγματα όμως ψηφοθηρικά και ρουσφετολογικά ή καθαρά συντεχνιακά και προσωπικά.

-Η πλήρης υποκατάσταση της αντιπροσωπευτικής σχέσης από μία σχέση επιτακτικής, πολιτικής, εντολής, που υποκρύπτει όμως και υποστηρίζει μια πελατειακή σχέση πολιτικής συναλλαγής και διαρκούς ψηφοθηρικής εξάρτησης του βουλευτή από τους εν δυνάμει ψηφοφόρους, θεωρείται ως το πλέον σοβαρό σύμπτωμα πολιτικού εκφυλισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μας.

-Και το νοσηρό αυτό σύμπτωμα γίνεται εξόχως ανησυχητικό, όταν υπάρχουν σήμερα υπουργοί ή βουλευτές, που δικαιολογούν και καμαρώνουν ιδεολογικά για την σχέση αυτή που έχουν ή είχαν με τους ψηφοφόρους πελάτες τους στην επαγγελματική τους ζωή. Όταν προεξοφλούν την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση με μια νομοθετική ρύθμιση, που θεσπίζουν οι ίδιοι στο όνομα της κομματο-ιδεολογικής τους συνέπειας. Όχι μόνον αρνούνται να δουν την στρέβλωση που υφίσταται η αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία από τις πελατειακές σχέσεις, αλλά επί πλέον σπεύδουν να χαρακτηρίσουν την συμπεριφορά τους ως «κανονική» ως συνταγματική θεμιτή !, αφού, όπως ισχυρίζονται, παραμένουν συνεπείς με την ιδεολογία τους και με τις προεκλογικές υποσχέσεις του κόμματός τους. Αν αυτό δεν είναι στρέβλωση και εκφυλιστικό σύμπτωμα της αντιπροσωπευτικής αρχής και παράδειγμα χαρακτηριστικό περιφρόνησης του γενικού συμφέροντος και του κοινού καλού για χάρη παραταξιακών ή συντεχνιακών συμφερόντων και αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της πελατοκρατίας, η κυριότερη αιτία της πολιτικής αναξιοπιστίας της πολιτικής εξουσίας και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, τότε τι άλλο είναι;

-Ο βουλευτής επιλέγεται από κάποιο κόμμα στο οποίο είναι συνήθως πολιτικά ενταγμένος και εκλέγεται από τον λαό με βάση το προεκλογικό, κυβερνητικό πρόγραμμα του κόμματος, το οποίο δεσμεύεται ηθικοπολιτικά να το σέβεται και να το τηρεί. Και η πολιτική αυτή δέσμευση ισχύει και απέναντι στους ψηφοφόρους του. Η ουσιαστική όμως αυτή δέσμευση του βουλευτή από το πρόγραμμα του κόμματος απέναντι στους ψηφοφόρους του αποτελεί μια προσωπική, ηθικοπολιτική δέσμευσή του, που έχει να κάνει πρωτίστως με την πολιτική αξιοπιστία της πολιτικής εξουσίας. Έχει η ίδια τεράστια σημασία σήμερα για το πολιτικό σύστημα που πάσχει από την τραγική έλλειψή της. Δεν μπορεί όμως, ως πρακτική ή ως πραγματικό γεγονός, να θίξει ούτε να αναιρέσει το κλασικό κανονιστικό νόημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του αντιπροσωπευτικού συστήματος, που είναι η αντιπροσωπευτική αρχή ή ελεύθερη εντολή.

-Οι αντιπρόσωποι του λαού τελούν σε σχέση τυπικής, συνταγματικής ανεξαρτησίας από τους εκλογείς, αφού κατά το Σύνταγμα αντιπροσωπεύουν, όπως τονίσαμε, τον λαό συνολικά και κρίνουν και αποφασίζουν στο όνομα και για λογαριασμό του λαού και για τα συμφέροντά του, συνολικά, και όχι στο όνομα και για λογαριασμό των ψηφοφόρων τους ούτε για τα συμφέροντα του κόμματός του. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς, αποφασίζουν ψηφίζοντας και διατυπώνοντας την γνώμη τους ελεύθερα και αδέσμευτα κατά συνείδηση (άρθρο 60 παρ. 1Σ).