Του Γιάννου Παπαντωνίου*
Η κρίση χρέους στην Ελλάδα, η διαχείρισή της, το μερίδιο ευθύνης του ΠΑΣΟΚ, το βιβλίο «Η Πτώση» του Παντελή Καψή και η επόμενη μέρα της κεντροαριστεράς.
Σωρεύονται οι αναλύσεις της κρίσης της κεντροαριστεράς, που έχει οδηγήσει στη συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ, ενώ μια νέα εκδοχή της αριστεράς, o ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρεί να καταλάβει τη θέση του αμφισβητώντας, όπως έδειξε στη διάρκεια της κυβερνητικής της θητείας, βασικές κατακτήσεις της χώρας, από τη δημοκρατική λειτουργία και το κράτος δικαίου έως τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Η αποτυχία αντιμετώπισης της κρίσης χρέους την προηγούμενη δεκαετία χρεώνεται συνολικά στο πολιτικό σύστημα που συμμετείχε, με διάφορες συνθέσεις, στη διακυβέρνηση. Η κρίση όμως συνέτριψε το ΠΑΣΟΚ. Η Νέα Δημοκρατία αναβαπτίστηκε με νέα ηγεσία ενώ το ΣΥΡΙΖΑ, ξεκινώντας από πολύ χαμηλά ποσοστά, ανέλαβε την εξουσία και καταλαμβάνει σήμερα τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στις εξαιρετικές περιστάσεις που δημιούργησε η κρίση χρέους, με την τεράστια πτώση των εισοδημάτων, την έκρηξη της ανεργίας, την υπερχρέωση, τις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις και, τελικά, την πολιτική αποσταθεροποίηση.
Οι αναλύσεις μέχρι σήμερα εισφέρουν πληροφορίες και επιχειρήματα, αλλά απέχουν από μια ολοκληρωμένη ανάλυση. Αναφορές σε κοινωνικές και πολιτικές κουλτούρες που ενθαρρύνουν τη δημιουργία ελλειμμάτων και τη διόγκωση του κράτους, δεν βοηθούν στην κατανόηση του προβλήματος. Ποια κουλτούρα επέτρεψε στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1993-2004 με δύο πρωθυπουργούς, τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη, να οδηγήσουν τη χώρα με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και διαρθρωτικές αλλαγές στην ένταξη στο Ευρώ; Βέβαια, ο Γιώργος Παπανδρέου με διέγραψε από το ΠΑΣΟΚ το 2006 γιατί, από τη θέση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών επί οκτώ χρόνια, είχα προωθήσει μια πολιτική ιδιωτικοποιήσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ενόψει της ένταξης. Η διαγραφή μου δεν συνδέεται με καμιά κουλτούρα, αλλά με το γεγονός ότι δεν ανήκα στον στενό κύκλο των δικών του ανθρώπων.
Επί 11 συνεχή χρόνια οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ αντιστάθηκαν στις σειρήνες του λαϊκισμού, προσφέροντας θετικό έργο στη χώρα. Το Ευρώ παραμένει το ισχυρότερο οικονομικό όπλο που διαθέτουμε, τόσο για την άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής λόγω πολλαπλών πηγών χρηματοδότησης, όσο και ως εγγύηση οικονομικής σταθερότητας λόγω της αξιοπιστίας του κοινού νομίσματος και των δεσμών αλληλεγγύης ανάμεσα στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Η ένταξη στην ΟΝΕ αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Εξάλλου, η εστίαση του Παντελή Καψή στο τελευταίο του βιβλίο («Η Πτώση») στην αντιπαλότητα του Γ. Παπανδρέου με τον Β. Βενιζέλο ως επεξηγηματικού στοιχείου της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, φωτίζει αλλά δεν εξαντλεί το θέμα. Ασφαλώς, συλλογικές κουλτούρες και προσωπικοί ανταγωνισμοί είναι το ύφασμα της ιστορίας. Κρίσιμη σημασία, όμως, έχει το ζήτημα ποιες δομές και συστημικές αδυναμίες εξηγούν τη διάπραξη λαθών πολιτικής, τις καθυστερήσεις στη λήψη μέτρων, την αναποτελεσματικότητα στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων.
Οι απαντήσεις μπορούν να αναζητηθούν στην «Πτώση». Στις σελίδες 208-211 (κεφάλαιο «Η μέθοδος του χάους») υπάρχουν πολλές αναφορές στον «χαοτικό τρόπο» που χαρακτήριζε τον τρόπο λειτουργίας του Γ. Παπανδρέου, στην «ακύρωση» των θεσμικών οργάνων διακυβέρνησης (Υπουργικού Συμβουλίου, Κυβερνητικής Επιτροπής), το «εξαιρετικά συγκεντρωτικό και δυσλειτουργικό σύστημα, όπου κανείς και κανένα όργανο δεν είχε την ευθύνη για τη διαμόρφωση της πολιτικής», τη δυσκολία των υπουργών να «επικοινωνήσουν» μαζί του, την ανάθεση συντονιστικών αρμοδιοτήτων σε αναρμόδιους τρίτους με τους οποίους είχε «προσωπική σχέση».
Το χαοτικό αυτό σύστημα και η απουσία οργάνων με εξειδικευμένες γνώσεις, σε συνδυασμό με την περιορισμένη δυνατότητα του ίδιου του πρωθυπουργού να παρακολουθήσει τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις ελλείψει κατάλληλης προετοιμασίας οδήγησαν τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Στο ερώτημα αν η έγκαιρη λήψη των απαραίτητων μέτρων θα απέτρεπε τον κίνδυνο, η απάντηση είναι αδιαμφισβήτητα θετική. Ακόμα και αν ανέκυπτε ανάγκη για μνημονιακή επιτήρηση, το πλαίσιο μέτρων θα ήταν πολύ ελαφρότερο, όπως στις άλλες χώρες του νότου, και κυρίως δεν θα προκαλούσε τις καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που τελικά προέκυψαν.
Το ελληνικό πρόβλημα είναι αμιγώς πολιτικό: Το σύστημα διακυβέρνησης δεν έχει εκσυγχρονιστεί ώστε τα κόμματα να παράγουν μελετημένες και εφαρμόσιμες πολιτικές, η δομή της κυβέρνησης να λειτουργεί αποτελεσματικά, οι αποφάσεις να λαμβάνονται γρήγορα μετά από επαρκή διαβούλευση, και να ελέγχεται η εφαρμογή τους. Στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ο μηχανισμός παραγωγής και εφαρμογής πολιτικής ήταν διαλυμένος. Τα αποτελέσματα, τα ζήσαμε.
Για να ολοκληρωθεί η ανάλυση, πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Πρώτον, μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση φέρει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που αντί να εμείνει στην πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ για συνεχή προσαρμογή στα οικονομικά δεδομένα της Ευρωζώνης έχασε τον έλεγχο της οικονομίας και, ιδιαίτερα, των δημοσίων οικονομικών. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα εκτινάχθηκαν το 2009 στο 15,6% του ΑΕΠ, δηλαδή σε επίπεδο πέντε φορές υψηλότερο από το όριο της Συνθήκης του Μάαστριχτ! Όταν εκδηλώθηκε το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κραχ, η ελληνική οικονομία ήταν εξαιρετικά ευάλωτη και, κατά συνέπεια, υπέστη πολύ μεγαλύτερη ζημιά αναλογικά με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Δεύτερον, μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι δανειστές μας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), που επέβαλαν πολιτικές ακραίας λιτότητας προκαλώντας τεράστιες μειώσεις στο ΑΕΠ, μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας, ενώ αυξήθηκε αντί να μειωθεί το ποσοστό του δημοσίου χρέους στο ΑΕΠ! Οι λόγοι αυτής της αστοχίας πρέπει να αναζητηθούν στην επικράτηση νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς εκείνης της εποχής και στην ανυπαρξία ουσιαστικού αντιλόγου από την ελληνική πλευρά λόγω απουσίας του αναγκαίου τεχνοκρατικού προσωπικού στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου.
Το ΠΑΣΟΚ κατέβαλε δυσανάλογα υψηλό τίμημα για τη συμμετοχή του στη διαχείριση της κρίσης γιατί χρεώθηκε τους αρχικούς, κρίσιμους χειρισμούς και έδειξε πρωτοφανή ανεπάρκεια, ακόμα και με τα μέτρα της ελληνικής πολιτικής.
Είναι «ώρα μηδέν» για την κεντροαριστερά. Το πολιτικό σύστημα χάνει την ισορροπία του ανάμεσα σε μια ανανεούμενη συντηρητική παράταξη και μια ψευδεπίγραφη οντότητα που προσποιείται ότι είναι προοδευτική, χωρίς να πείθει. Όσο πιο γρήγορα καλυφθεί το κενό, τόσο καλύτερα για τον τόπο.
*O Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής