Παπανδρέου, Χούντα,Αμερικανοί, Τούρκοι, Μακάριος… Του Κώστα Σερέζη

569

Του Κώστα Σερέζη*

Το παρόν κείμενο, που γράφτηκε στις 6.5.2020, δεν ήταν αρχικά για δημοσίευση. Ήταν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα προς φίλους στην Ελλάδα, την Κύπρο και άλλες χώρες, όταν μού ζητήθηκε να εκθέσω τις μαρτυρίες που είπα ότι έχω για την απομάκρυνση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Το κείμενο που προέκυψε τότε ήταν χρήσιμο και για μένα, για τα «Φύλλα Ημερολογίου» που κρατώ εδώ και αρκετά χρόνια.  Η παρούσα μορφή του είναι κάπως περιορισμένη για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες δημοσίευσής του.

Ο Πανουργιάς Πανουργιάς και η έρευνά του

Στην περίπτωση της Ελληνικής Μεραρχίας υπάρχει ένα βιβλίο καταλυτικής σημασίας. Εκδόθηκε το 2003 με τίτλο «Κύπρος. Η αποχώρηση της ελληνικής Μεραρχίας την 29η Νοεμβρίου 1967. Εθνική μειοδοσία». Επανεκδόθηκε το 2004 με επιπλέον στοιχεία, από το «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα». Συγγραφέας ο Πανουργιάς Πανουργιάς (1917-2008), που είχε μια πλούσια σταδιοδρομία: εξαιρετικές στρατιωτικές σπουδές, συμμετοχή στον πόλεμο του 1940-41, διοικητής μονάδων, καθηγητής σε σχολή εθνικής άμυνας, ακόλουθος των Ενόπλων Δυνάμεων στο εξωτερικό, αγωνιστής και συνιδρυτής σε αντιστασιακή οργάνωση εναντίον της Χούντας, η οποία τον εξόρισε και τον φυλάκισε, βουλευτής και στέλεχος σε Κυβέρνηση Καραμανλή. Το όνομά του οφείλεται στην καταγωγή του από γενεά αγωνιστών του 1821.

Η απόφαση για τη Μεραρχία

Κατ’ αρχάς πώς αποφασίστηκε να σταλεί η Μεραρχία στην Κύπρο. Η σταδιακή άφιξή της στο νησί κρατήθηκε μυστική και έγινε μεθοδικά, αλλά σε γνώση των Αμερικανών, κάτι που δεν είναι ευρύτερα γνωστό. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε πείσει την αμερικανική κυβέρνηση να συγκατανεύσει στην αποστολή της Μεραρχίας για να ασκεί έλεγχο στον Μακάριο, τον Κάστρο της Μεσογείου, όπως τον αποκάλεσε, άποψη που ενστερνίστηκαν οι Αμερικανοί, οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πανουργιάς, «τον αντιμετώπιζαν με πολλή δυσπιστία και ευνοούσαν την ιδέα παραμερισμού του».

Αν το επιχείρημα αυτό ήταν  μπλόφα του Έλληνα Πρωθυπουργού που έπιασε τόπο για να έχει την αμερικανική συγκατάθεση ή αν πραγματικά το εννοούσε, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Την πληροφορία μού είχε δώσει ο Νίκος Κρανιδιώτης, ο οποίος τότε υπηρετούσε ως Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα. Εξαιτίας της φιλικής μας σχέσης και της εμπιστοσύνης που μου είχε, μού αποκάλυπτε συχνά παρασκήνια γεγονότων, τα οποία, για λόγους που έκρινε ο ίδιος, δεν τα περιέλαβε όλα στα πολιτικά του βιβλία. Γεγονός είναι ότι η παρουσία της Μεραρχίας στην Κύπρο, που περιλάμβανε 8,5 χιλιάδες άνδρες με 3 συντάγματα πεζικού, 2 μοίρες καταδρομών και 2 ίλες αρμάτων, ολοκληρώθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1964.

Η ελληνική αυτή δύναμη, παρόλο που δεν είχε δυνατότητα αεροπορικής υποστήριξης, θωράκιζε σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά το νησί από τουρκικές μελλοντικές επιθέσεις, όπως ήταν, δυο μήνες πριν την άφιξή της, ο άγριος βομβαρδισμός της Τηλλυρίας ακόμη και με βόμβες ναπάλμ. Όταν η Τουρκία έμαθε την παρουσία της τη θεώρησε προάγγελο της Ένωσης γι’ αυτό και προσπάθησε λυσσωδώς να πετύχει την απομάκρυνσή της την οποίαν κατάφερε τελικά.

 

Τα γεγονότα της Κοφίνου

Αφορμή για να τεθεί θέμα απομάκρυνσης της Ελληνικής Μεραρχίας, στάθηκαν τα γεγονότα στο αμιγώς τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου, που βρίσκεται στην κεντρική οδική αρτηρία που συνδέει τη Λεμεσό με τη Λευκωσία και τη Λάρνακα. Όταν άρχισαν οι διακοινοτικές ταραχές του 1963 η Κοφίνου είχε εξελιχθεί, με υπόδειξη της Άγκυρας, σε στρατιωτικό προπύργιο των Τουρκοκυπρίων, μια μόνιμη εστία αναταραχής στα νότια του νησιού, με κύρια δραστηριότητα τους συχνούς πυροβολισμούς από ακροβολιστές εναντίον των διερχομένων αυτοκινήτων Ελληνοκυπρίων. Μόνιμος διοικητής ήταν Τούρκος αξιωματικός. Όταν τον Νοέμβριο του 1967 κορυφώθηκαν τέτοιες ενέργειες, με την τοποθέτηση μάλιστα οδοφραγμάτων προς το παρακείμενο μικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος, όπου πλειοψηφούσαν οι Τουρκοκύπριοι, ήρθε στις 15 του μήνα, ως επακόλουθο, η επέμβαση από ισχυρή δύναμη της Εθνικής Φρουρά για την επιβολή της νομιμότητας. Στη σύγκρουση που επακολούθησε σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι και ένας Ελληνοκύπριος. Με τον τρόπο αυτό έγινε εκκαθάριση του θύλακα. Για τα γεγονότα εκείνα, για τα οποία δεν προβλέφθηκαν από στρατιωτικής πλευράς οι πολιτικές επιπτώσεις, έχουν γραφεί πολλά. Οι υποστηρικτές της Χούντας επέρριπταν την ευθύνη στον Μακάριο. Η έρευνα του Πανουργιά, όπως αποτυπώθηκε στο βιβλίο του, παρέχει αποδεικτικές μαρτυρίες. Αντιγράφω από τον πρόλογο (σελ. 14,15):  «Συμπεραίνω ότι την ευθύνη φέρει κυρίως η ελληνική κυβέρνηση. Δέχτηκε χωρίς επιφυλάξεις την ενίσχυση των αστυνομικών περιπολιών από τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς υπό τον Γρίβα[…] Ακολούθησε ο χειρισμός της κρίσης που προέκυψε, η τελική αποδοχή του τουρκικού τελεσιγράφου από την Eλληνική Kυβέρνηση και η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας. Εκείνη την εποχή, τον Δεκέμβριο του 1967, αισθανόμουν ότι ήταν πολύ βαριά η ευθύνη της Χούντας για την απόφασή της να αφοπλίσει την Κύπρο, αλλά δεν είχα γνώση των συνθηκών που δημιούργησαν το θέμα. Αργότερα ενημερώθηκα. Κυρίως όμως από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Περίδη μού δόθηκε το κίνητρο να μελετήσω το θέμα. Τον Νοέμβριο του 1974 στο πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο του Καραμανλή σε συζήτηση για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου είπα: Ο συμμαθητής μου Παττακός, για την απόσυρση των στρατευμάτων μας από την Κύπρο, θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο Στρατοδικείο».  

 

Η ανάμειξη των ΗΠΑ

Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Η πρώτη κρούση προς τη Λευκωσία έγινε στις 22 Νοεμβρίου 1967 όταν ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στον ΟΗΕ Ζήνων Ρωσσίδης μετέφερε την αξιόπιστη πληροφορία που είχε, ότι την επαύριο οι Τούρκοι θα έκαναν εισβολή. Οι αναφορές του Πανουργιά είναι λεπτομερείς και μεταφέρουν, σε μια νευρώδη παράθεση των γεγονότων, όλα όσα έγιναν τότε, που έφθασαν στον διορισμό από τον Αμερικανό Πρόεδρο τού Σάιρους Βανς (Cyrus Vance) ως ειδικού απεσταλμένου του στην περιοχή για να αποσοβηθεί ο πόλεμος, σύμφωνα με τις αμερικανικές επιδιώξεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τον βομβαρδισμό της Τηλλυρίας, το 1964, τόσο οι ΗΠΑ, με επιστολή του Λίντον Τζόνσον προς τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, όσο και η ΕΣΣΔ με τη σφοδρή αντίδραση του Πρωθυπουργού της Νικήτα Κρούστσεφ, η Τουρκία είχε στριμωχτεί δυναμικά. Κι αυτό έγινε τρία μόλις χρόνια νωρίτερα από τα γεγονότα της Κοφίνου. Ίσως να είναι μια από τις λίγες φορές που, μεσούντος του ψυχρού πολέμου, οι δύο υπερδυνάμεις αντέδρασαν ξεχωριστά μεν, αλλά με την ίδια στάση απέναντι σ’ ένα διεθνές θέμα, κι αυτό το θετικό προέκυψε από τους χειρισμούς της ελληνοκυπριακής πλευράς.

Η γνωριμία μου με τον στρατηγό Περίδη και την οικογένειά του

Στο θέμα της Ελληνικής Μεραρχίας εκεί όπου τα πράγματα αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι από τον τρόπο που οι διάφορες πλευρές αντιμετώπισαν την κατάσταση. Βασική μαρτυρία ήταν το χειρόγραφο ημερολόγιο που άφησε ο στρατηγός Γεώργιος Περίδης (1915-1985) το οποίο αξιοποίησε ο Πανουργιάς.

Σε περιπτώσεις ιστορικής σημασίας που έζησα, ενεργώ  πάντα μέσα από τις επαφές που είχα με προσωπικότητες προσκείμενες στο θέμα, όταν έχω αυτή τη δυνατότητα, και μέσα από τις εμπειρίες που απέκτησα για να βγάλω ασφαλή συμπεράσματα, εκτιμώντας υπεύθυνα το επίπεδο της αξιοπιστίας των ανθρώπων αυτών.

Γνώρισα τον στρατηγό Γεώργιο Περίδη το 1963 στη Λευκωσία, όταν ήταν αρχηγός του Τριμερούς Στρατηγείου των κυπριακών, ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων, που εδράζονταν στο νησί με βάση τις Συμφωνίες για την Κυπριακή Ανεξαρτησία. Λιγομίλητος και σοβαρός, όπως έπρεπε να ήταν, αξιοπρεπής.

Όταν ο Πανουργιάς μού έστειλε το βιβλίο του και του έγραψα τις εντυπώσεις μου, η Άντζυ Περίδου-Χατζηγιαννάκη, κόρη του στρατηγού, φίλη οικογενειακή πλέον, με είχε καλέσει μαζί με τη γυναίκα μου ένα βράδυ στο σπίτι της να τον γνωρίσουμε. Ομιλητικός, με άψογη διπλωματική διατύπωση στην κουβέντα και με αρκετή δόση χιούμορ. Διαπίστωσή μου και για τους δύο, τον Περίδη και τον Πανουργιά: Απέναντι στον Μακάριο στέκονταν περισσότερο με κριτική διάθεση. Θεμιτό. Δεν ήταν οπαδική η στάση τους, για να εκφραστώ με όρους φιλαθλητισμού. Αυτό και μόνο δίνει αντικειμενικότητα και ακρίβεια στα όσα άφησαν, για το συγκεκριμένο θέμα, σαν κατάθεση στην Ιστορία. Βανς και Τσαγκλαγιανγκίλ. Η Χούντα υποκύπτει

Θα περιοριστώ σε κομβικές αναφορές από έναν κυκεώνα επαφών, παρασκηνίων, απειλών και δηλώσεων που καταγράφηκαν ήδη σε αρχεία και σε εκδόσεις. Πολύτιμη πηγή το βιβλίο «Οι αναμνήσεις μου» (1988) του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Ιχσάν Τσαγκλαγιανγκίλ (1908-1993) που μετάφρασε η Φραγκώ Καράογλαν (εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2001) και το οποίο ο πρέσβης Βύρων Θεοδωρόπουλος χαρακτήρισε «μάθημα υψηλής διπλωματικής τέχνης μέσα από τις εξομολογήσεις ενός ογδοντάχρονου ιερού τέρατος της διεθνούς πολιτικής». Ο Πανουργιάς πήρε μαρτυρίες απ’ αυτό το βιβλίο και τις παραλλήλισε με τα γεγονότα. Μεταξύ άλλων, για να ξετυλίξω από κάπου το νήμα της αποχώρησης της Μεραρχίας, μετέφερε τον εξής διάλογο μεταξύ Βανς και Τσαγκλαγιανγκίλ, που έγινε στις 27 Νοεμβρίου, στην Άγκυρα, 12 μέρες μετά τα γεγονότα της Κοφίνου, και αφού γνώριζαν όλες οι πλευρές ότι η Τουρκία ήταν στα πρόθυρα εισβολής στην Κύπρο.

«Οι Έλληνες δέχονται όλους τους όρους σας, έδωσαν ήδη εντολή αποχώρησης στα στρατεύματά τους. Οι πρώτες μονάδες είναι έτοιμες να επιβιβαστούν στα πλοία». Ο Τσαγκλαγιανγκίλ παρατήρησε: «τι θα γίνει με το στρατό που έχει οργανώσει ο Μακάριος στο νησί; Ο Βανς τού είπε ότι θα πάει στη Λευκωσία να τακτοποιήσει το ζήτημα».

«Πώς ανέχεσθε την ταπείνωση;»

Δύο μέρες αργότερα, στις 29 Νοεμβρίου 1967, διαδραματίζονται δύο αποφασιστικά γεγονότα: στη Λευκωσία ο Σάιρους Βανς συναντάται με τον Πρόεδρο Μακάριο και στην Αθήνα συγκαλείται το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο υπό τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Εθνικής Άμυνας Αντιστράτηγο Γρηγόριο Σπαντιδάκη. Ο Βανς συνοδεύεται από τον Αμερικανό πρέσβη Tέιλορ Μπέλτσερ (Taylor Belcher). Με τον Μακάριο παρακάθεται ο Υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Κυπριανού. Ο Στρατηγός Περίδης αναφέρει σχετικά με την προσπάθεια τού Βανς να πείσει τον Μακάριο να ευθυγραμμιστεί με τις απόψεις του: «Έξω και πάνω από τη Λευκωσία, τουρκικά αεροσκάφη διήρχοντο, διασχίζοντα, βυθιζόμενα στην πόλιν και πάνω από το Προεδρικό Μέγαρο, με εκκωφαντικό θόρυβο. Σε μια στιγμή του λέει (ο Μακάριος) με αυστηρό αλλά και μειλίχιο ύφος: Απορώ εξοχότατε πώς σεις, αντιπρόσωπος μιας Μεγάλης Δυνάμεως, ανέχεσθε την ταπείνωσιν να συζητάτε υπό τον εκβιασμόν αυτών των θορυβοποιών… Βεβαίως είναι δικαίωμά σας. Εγώ όμως ως Έλλην εκπρόσωπος του λαού μου δεν το ανέχομαι! Πηγαίνετε. Κι όταν σταματήσουν αυτές οι γελοιότητες ξαναέλθετε!. Ο Βανς έφυγε ταραγμένος. Ως δια μαγείας σε ολίγη ώρα τα τουρκικά αεροπλάνα εξαφανίσθησαν και δεν ξαναφάνηκαν. Και μετά μίαν ώραν επανήλθε για την επανάληψιν των συνομιλιών, και με αρκετά κατεβασμένα φτερά» (σελ.72)

Πίεση για διάλυση της Εθνικής Φρουράς

Το επεισόδιο επιβεβαιώνεται και από τον Τσαγκλαγιανγκίλ στο βιβλίο του. «Λίγο αργότερα μου τηλεφώνησε ο Βανς από την Κύπρο. Βρίσκομαι στη Λευκωσία, είπε, στο Προεδρικό Μέγαρο. Είναι αδύνατον να συζητήσουμε με τον Μακάριο, τα πολεμικά σας αεροπλάνα πετούν πάνω από το κεφάλι μας. Είναι απερίγραπτος ο θόρυβος και ο πανικός. Δώστε μας τουλάχιστον δυο ώρες για να μπορέσουμε να μιλήσουμε. Αναζήτησα στο τηλέφωνο τον Αρχηγό της Αεροπορίας Ιρφάν Τανσέλ πασά. Τον βρήκα και τον παρακάλεσα να σταματήσει προσωρινά τις πτήσεις πάνω από το νησί. Σε λίγο έλαβα ευχαριστήριο μήνυμα από τον Βανς». (σελ.72)

Στη συνάντηση, αναφέρει ο Πανουργιάς, ο Βανς δήλωσε σαφώς στον Μακάριο, ότι έπρεπε να δεχτεί τους όρους που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, αλλιώς θα γινόταν απόβαση της Τουρκίας στη νήσο. «Ο Μακάριος δεν έφερε καμία αντίρρηση για την απομάκρυνση της Ελληνικής Μεραρχίας, διότι αυτό το ζήτημα αφορούσε την Ελλάδα. Αντιτάχθηκε όμως πλήρως στη διάλυση της Κυπριακής Εθνοφρουράς. Δήλωσε, όμως, ότι ήταν δυνατό να δεχθεί και τη διάλυση της Κυπριακής Εθνοφρουράς, εφ’ όσον απομακρύνονταν συγχρόνως η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ, δηλαδή υιοθετούσε τη λύση της πλήρους αποστρατικοποίησης της νήσου. Προς αντικατάσταση των διαλυμένων όμως δυνάμεων θα έπρεπε να σχηματισθεί άλλη ειδική δύναμη. Παράλληλα, θα έπρεπε να υπάρξει εγγύηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου εκ μέρους των ΗΠΑ, της Βρετανίας και των Ηνωμένων Εθνών». (σελ.73)

Η ευθύνη για τις τύχες του έθνους

Όταν έληξαν οι συνομιλίες του Μακαρίου με τον Βανς συγκλήθηκε το κυπριακό υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχε ο διοικητής της Εθνικής Φρουράς Στρατηγός Γεώργιος Μορώνης τον οποίον ερώτησαν οι άλλοι στρατιωτικοί που συμμετείχαν: «Ποια στάση θα τηρήσει η Εθνική Φρουρά σε περίπτωση τουρκικής εισβολής; Κι εκείνος απάντησε: Η Εθνική Φρουρά θα πολεμήσει, υπό τον όρον βεβαίως ότι θα συμφωνήσει επ’ αυτού και η Αθήνα. Ο Μακάριος εν συνεχεία εδήλωσε: Είναι απαράδεκτον να ανατίθεται εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν η ευθύνη δια τας τύχας του ελληνικού Έθνους. Είμαι βέβαιος επομένως ότι η Ελληνική Κυβέρνησις εστάθμισε καλώς τα πράγματα, αποφασίσασα να προέλθει εις συμφωνίαν με την Τουρκίαν». (σελ.74)

Τότε για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν οι Έλληνες στρατιωτικοί για τη συμφωνία, η οποία «ήχησε δι’ ημάς τους στρατιωτικούς σαν κεραυνός. Εξεπλάγημεν και αιφνιδιάσθημεν. Αμέσως μετά την λήξιν της συνεδριάσεως εφροντίσαμεν δια την άμεσον ενημέρωσιν του ΓΕΕΘΑ ως ΑΣΔΑΚ και εζητήσαμε περισσοτέρας πληροφορίας περί της συμφωνίας. Ουδεμίαν απάντησιν ελάβαμεν». (σελ.74)

Η κατάντια της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας

Το άλλο σημαντικό γεγονός της 29ης Νοεμβρίου ήταν η σύγκληση στην Αθήνα του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου υπό τον Σπαντιδάκη, που συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα, 30 Νοεμβρίου. Στο απόσπασμα των  απομνημονευμάτων του στρατηγού Περίδη, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Πανουργιά, και καλύπτουν τις απόψεις που ακούστηκαν και το κλίμα που επικράτησε στο κορυφαίο αυτό Στρατιωτικό Συμβούλιο της χώρας υπό την απειλή μάλιστα ενός πολέμου με την Τουρκία, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι θλίβεται έως θανάτου για την κατάντια που παρουσίαζε η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, ένας καθρέφτης της εγκληματικής ανευθυνότητας που παρουσίαζε η τριανδρία που κυβερνούσε πραξικοπηματικά τη χώρα, την οποίαν οδήγησε στη διεθνή ανυποληψία, στην ταπείνωση και στην προδοσία της Κύπρου. Ο Γεώργιος Περίδης συμμετείχε ως Διοικητής του Τρίτου Σώματος Στρατού, που είχε την ευθύνη της άμυνας στον Έβρο σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης (σελ.89).  Όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του Συμβουλίου ο Περίδης κατέγραψε μια άλλη ενδιαφέρουσα εικόνα (σελ. 105).

Τσαγκλαγιανγκίλ: Ανέτοιμη η Τουρκία για εισβολή

Η Εθνική Φρουρά τελικά δεν διαλύθηκε, παρά τις συνεχείς τουρκικές απειλές για επικείμενη απόβαση. O Τσαγκλαγιανγκίλ στο βιβλίο του αποκαλύπτει ότι η Τουρκία δεν ήταν έτοιμη για άμεση απόβαση. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Ο επιτελάρχης Tural διαβεβαίωσε ότι ο στρατός θα εκτελέσει με επιτυχία το καθήκον που θα του ανατεθεί.

Όταν όμως ρωτήθηκε πότε θα αρχίσει η επιχείρηση, ο Tural απάντησε: Το ενωρίτερο ύστερα από μια εβδομάδα με 10 μέρες. Επικράτησε αμηχανία. Στη συζήτηση που ακολούθησε ο Tural είπε: Δεν έχουμε στα χέρια μας ούτε ένα ferry boat. Θα φέρουμε ferry boat και αβαθείς μαούνες από την Ισταμπούλ. Με αυτά θα γίνει η μεταφορά των στρατιωτών. Τα πλοία αυτά θα κάνουν ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες μια εβδομάδα με 10 ημέρες να φθάσουν στη Μερσίνα… Εκτός αυτού, οι δυνάμεις καταδρομών του τουρκικού στρατού είναι διασκορπισμένες σε διάφορα μέρη της Τουρκίας.[…]. Έχουμε 7 ελικόπτερα όλα κι όλα και απ’ αυτά τα 2 είναι εκτός λειτουργίας επειδή δεν έχουμε ανταλλακτικά. Ο Ντεμιρέλ έπεσε σε μεγάλη στεναχώρια. Αποφάσισε παρ’ όλ’ αυτά να αρχίσουν οι προετοιμασίες και έδωσε εκείνη τη στιγμή εντολή για ναυπήγηση πλοίων και αγορά ελικοπτέρων.[…] Η απόβαση του 1974 έγινε δυνατή χάρις στα μέσα που αποκτήθηκαν τότε». (σελ.77)

Το μοναδικό παράδειγμα εθνικής αξιοπρέπειας

«Μείναμε ακόμη λίγο ορισμένοι από μας, σχολιάζοντας με αηδία τα διατρέξαντα χθες και σήμερα. Ηρώτησα τον Αντιστράτηγο Παλαιολογόπουλο –Υπαρχηγό ΓΕΕΘΑ– τι πληροφορίες είχε περί Μακαρίου; Λόγω της θέσεώς του είχε μεταβεί κατά τη διάρκεια της κρίσεως στην Κύπρο, και γενικά είχε περισσότερη από εμάς γνώσιν των διαμειφθέντων εις επίπεδα κυβερνήσεων – μεσολαβητών. Μου είπε ότι εις όλην αυτήν την τραγωδία, ο μόνος ο οποίος εκράτησε την ψυχραιμία του, αλλά και έδωσε το μοναδικό παράδειγμα εθνικής αξιοπρεπείας και ανδρισμού ήταν αυτός». (Και αφηγήθηκε όσα διαδραματίστηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας με τον Σάιρους Βανς. Ο Περίδης συνέχισε με δικές του εμπειρίες για τον Μακάριο): «Η εικών που μου έδωσε ταιριάζει πλήρως με την εικόνα που είχα διατηρήσει από τη συνεργασία μου μαζί του επί τόσο χρονικό διάστημα (1963-1964) υπό κρισιμότερες αλλεπάλληλες παρόμοιες καταστάσεις. Ο μόνος που κρατούσε και τότε την ψυχραιμία του ήταν αυτός, και είναι γνωστές οι μαραθώνιες συζητήσεις του με τους σκληρότερους διαπραγματευτάς της Βρετανίας (D. Sandys) και Αμερικής (G. Ball) όπου τους κατευόδωνε ύστερα από τριήμερες άνευ διακοπής συζητήσεις χωρίς να έχει υποχωρήσει ούτε κατά ένα “ιώτα” από τις απόψεις του, με το ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη εκείνος, και εξουθενωμένους αυτούς. Την άλλη μέρα έφυγα αεροπορικώς για το Στρατηγείο μου στην Κομοτηνή».

Εδώ είναι και η τελευταία καταγραφή του στρατηγού Γεώργιου Περίδη, με την ένδειξη: «Εν εξορία. Σκύρος 30.7.1968». Προτού εξοριστεί είχε ηγηθεί του βασιλικού κινήματος εναντίον της Χούντας, στη βόρεια Ελλάδα, υπό δυσμενείς συνθήκες, η αποτυχία του οποίου είχε ως συνέπεια την αποχώρηση του βασιλιά και της οικογένειάς του από την Ελλάδα στις 13 Δεκεμβρίου 1967.

Η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας άρχισε σχεδόν αμέσως μετά τη συμφωνία της Χούντας με την Τουρκία και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1968. Η Κύπρος ανέμενε πλέον το επόμενο χτύπημα. Ήρθε το 1974, από τη Χούντα πάλι, υπό άλλο, πιο αποκρουστικό προσωπείο, κι έχει ακρωτηριάσει μέσα σε πρωτοφανή ανθρώπινη δυστυχία τον τόπο. Δεν ξέρω πόσο σώζει η αλήθεια ή πόσο μπορεί να γίνει παράδειγμα για ένα έθνος, τμήμα του οποίου είναι η Κύπρος, με μεγάλη ιστορία, που έχει, όμως, κοντή ιστορική μνήμη.

*Δημοσιογράφος-συγγραφέας

Πηγή: philenews.com