ΠΑΡΩΝΥΜΑ: ΑΘΡΑΥΣΤΟΣ ΚΑI ΑΝΥΠΟΚΡΙΤΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ… Του Π.Ι. Καραφωτιά

501

Του Π.Ι. Καραφωτιά

Στόχος του σύντομου αυτού πονήματος, που βασίζεται στη μελέτη παρωνύμων σε επαρχία, είναι να καταδείξει ότι αυτά χρησιμοποιούνταν ποικιλοτρόπως, και αποτελούσαν, ως επί το πλείστον, αφενός μια μορφή ανώδυνου κοινωνικού παιγνίου ή ιδιότυπου κοινωνικού «αποκλεισμού» ή ισοπέδωσης, ικανοποιώντας της μάζας τα κατώτερα πάθη, ως βαλβίδα αντι-κοινωνικής διεξόδου, εκτόνωσης, και αφετέρου, εξαστείευσης, σάτιρας, ενός μόνιμου παιχνιδιού που αναδεικνύει την αλήθεια της παροιμίας «όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, βαράει (ή κάτι χειρότερο…) τα παιδιά του». Κατά κανόνα τα παρώνυμα χρησιμοποιούνταν πολύστοχα, με αποδέκτες όλους όσους οι παρωνυμολόγοι – κατά συνθήκη «επαγγελματίες» καλαμπουριτζήδες, που ήταν συνήθως οι «μάγκες» της πιάτσας, αλλά πολλές φορές άδηλα όργανα διαβολέων – έθεταν σαν στόχο, είτε για λόγους ζηλοφθονίας και κακεντρέχειας, να μειώσουν κάποιους, ή να τους εξισώσουν, είτε, σε σπάνιες περιπτώσεις, επαινετικά όταν επρόκειτο για ισχυρούς ή ημέτερους, επιδεικνύοντας εφευρετικότητα και αναζητώντας ευκαιρία αυτοπροβολής. Και έτσι τα παρώνυμα αναπτύχθηκαν σε «θεσμό». Οι καταβολές είναι πολύ παλιές. Από την αρχαιότητα υπήρχε η τάση να χρησιμοποιούν παρώνυμα για διάφορους λόγους που ανάγονταν είτε σε φυσικές (σωματικές) ή επαγγελματικές ιδιότητες, είτε σε συμπεριφορές, σε τυχαία περιστατικά, είτε για λόγους διευκόλυνσης στην αναγνώριση όταν επρόκειτο για πολλά άτομα με το ίδιο επίθετο ή όνομα, είτε, τέλος, εξαιτίας άλλων κοινωνικών κ.λπ. παραμέτρων ή ακόμη τοπωνυμιών που προκαλούσαν την κοινή προσοχή, τη διακωμώδηση ή σάτιρα. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι πανούργοι και παμπόνηροι δυνάστες επινοούσαν υποκοριστικά για να μειώνουν τους Έλληνες κολακευτικά ή να τους σατιρίζουν ( π.χ. στην Κρήτη το Λεβέντης γινόταν Λεβεντάκης, το Παλίκαρης, Παλικαράκης, το Ανδρουλάς, Ανδρουλάκης κ.ο.κ). Και η νοσηρή και φθοροποιά αυτή νοοτροπία συνεχίσθηκε και μετά την Απελευθέρωση. Στα χωριά, οι άνθρωποι, που δεν έβρισκαν διέξοδο σε πολιτισμικές ή άλλες γόνιμες δραστηριότητες –γιατί το κατά κανόνα «κομπογιαννίτικο» κράτος δεν ενδιαφερόταν για την παιδεία του λαού ώστε να τον εκμεταλλεύεται ποικιλοτρόπως – ιδιαίτερα οι τεμπέληδες ή τα παράσιτα της αγοράς, που εξαιτίας συμπλεγμάτων, τα οποία καλλιεργούσε η κοινωνική ανισότητα κ.λπ., ένιωθαν μειονεκτικά, ή γίνονταν όργανα πολιτικών κ.ά. σκοπιμοτήτων, και ως «επαγγελματίες» πλέον του ιδιότυπου ανταγωνιστικού συστήματος, κατέφευγαν στα παρώνυμα (κοινώς παρατσούκλια), που, όπως προαναφέρθηκε, αφενός συνέβαλαν σε μια ιδιότυπη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού, αφετέρου υποκαθιστούσαν τη σάτιρα και με αυτόν, τον ας πούμε πρωτόγονο τρόπο, καλαμπούριζαν, σε βάρος συμπατριωτών τους, που τα ανέχονταν αν δεν ήταν προσβλητικά, συμμετέχοντας έτσι στο συλλογικό καλαμπούρι, είτε εκούσια γιατί τα παρώνυμα δεν τους έθιγαν, είτε από αδυναμία να αντιδράσουν γιατί τα πράγματα ίσως χειροτέρευαν. Όμως, κάποιοι αντιδρούσαν μη ανεχόμενοι παρώνυμα για ευνόητους λόγους. Κι οπωσδήποτε, όταν επρόκειτο για υποτιμητικά παρώνυμα, οι εμπνευστές και χρήστες τους φρόντιζαν να τηρούν τα προσχήματα, δεν τα χρησιμοποιούσαν ενώπιον των «θυμάτων» τους, ιδιαίτερα όταν αυτά ήταν ισχυρά άτομα, αλλά στα μουλωχτά, να γελάνε επί του ασφαλούς πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο κέρδιζαν εύσημα επινοητικότητας για τον εαυτόν τους- που, όντως, μερικές φορές, επάξια όταν ήταν έξυπνα και θετικά- αλλά και ικανοποιώντας, σε πολλές περιπτώσεις, το γενικότερο κλίμα κακεντρέχειας και ζηλοφθονίας ή στην επιεικέστερη περίπτωση προκαλώντας καλαμπούρι. Βέβαια, σε κάποιες ανώδυνες περιπτώσεις, οι εφευρέτες φρόντιζαν, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, να επινοούν παρώνυμα επαινετικά, που θα άρεσαν στους αποδέκτες τους. Αυτό ίσχυε για ηγετικά άτομα που τους επηρέαζαν και έτσι τους κολάκευαν, κοινώς «έγλυφαν». Ή, σε αντίθετη περίπτωση, τους μείωναν για να κερδίσουν εύσημα από «αντίπαλους» ή για δική τους φτηνή ικανοποίηση. Έτσι, με αυτό το, ας πούμε, πρωτόγονο σπορ, διαιώνιζαν ένα είδος ιδιότυπου ρατσισμού. Προκαλείτο δε και ανταγωνισμός, δηλαδή άτομα που είχαν ήδη υπάρξει θύματα παρωνύμων πάσχιζαν να επινοήσουν και για τους άλλους που δεν είχαν ώστε έτσι να νιώθουν ότι εξισορροπείται η κατάσταση. Κάποιο παλιό γνωμικό έλεγε ότι όταν η φωτιά δεν μπορεί να κάψει κάποια κορφή τη μουτζουρώνει με τον καπνό. Η το περίφημο του Κολοκοτρώνη «τις καρπερές καρυδιές πετροβολάνε». Ο «θεσμός» λειτουργούσε επιδημικά. Όταν δε κάποιος, σε κάποια στιγμή, για κάποιο λόγο, απεύθυνε ένα κάποιο παρώνυμο είτε ενώπιον του «θύματος» ή σε απουσία του, αμέσως οι υπόλοιποι της «παρέας» φρόντιζαν να το διαχύσουν ηδονιζόμενοι στη συμμετοχή στο «κατόρθωμα». Υπήρχε και η άλλη κατηγορία των παρώνυμων λόγω σωματικών ιδιοτήτων ή ουδέτερα. Μια άλλη παράμετρος που αξίζει να διερευνηθεί βαθύτερα είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, ανάλογα με την οικογενειακή αγωγή κ.λπ. και τη δύναμη αντίστασης και άμιλλας, τα αρνητικά, μειωτικά παρώνυμα αποτελούσαν και κίνητρο αντίστασης για κοινωνική «κάθαρση», διάκριση κ.λπ. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις αρκετοί ήταν εκείνοι που μάθαιναν τελευταίοι ότι κάποιοι χρησιμοποιούσαν παρώνυμα σε βάρος τους.

Η επιλογή των παρωνύμων, με αλφαβητική σειρά, έγινε σε ένα ορεινό χωριό που για ευνόητους λόγους δεν αναφέρεται το όνομά του. Για ορισμένα παρώνυμα δεν υπάρχει εξήγηση της προέλευσής τους.

1)Αγγλία (πρωταθλητής στη σκοποβολή που είχε συμμετέχει σε αγώνα στην Αγγλία και πέρασε βόλι σε δαχτυλίδι και τον φώναζαν «Αγγλία») {επαινετικό}, 2) Ακαμάτης (τεμπέλης) (μειωτικό), 3)Αλιβάνητος (που δεν είχε λιβανισθεί στην εκκλησία) {μειωτικό}, 4) Αλιμπόγατος (σαν γάτος στη λίμπα) {μειωτικό}, 5)Αμπλάς {μειωτικό}, 6) Αμπλάνιγος {μειωτικό}, 7)Αράπης (από το χρώμα –{μειωτικό), 8) Ασίκης (επαινετικό), 9) Αστρίνης, 10) Βέτος (από το βετούλι), 11) Βιδώνης (από το βιδώνω) {μειωτικό}, 12) Βοηθός (εργαζόταν σε φορτηγό σαν βοηθός), 13) Βώζιος (χαιδευτικό), 17)Γαμπρούλιας (γάμπριζε) {μειωτικό}, 18)Γιαννακάρης (έμοιαζε σε κάποιον Γιαννακάρη), 19) Γκαϊδοσωτήρος (μειωτικό), 20) Γκιλντής, 21) Γκλάξον (από τον ήχο του ΙΧ {μειωτικό}, 22) Γιανιτσούλας, 23) Γκουβούτης {μειωτικό}, 24) Γουλές, 25) Γούνης (από τη γούνα) {μειωτικό}, 26) 27)Διογένης (φανοποιός) {επαινετικό}, 28) Ζβίγκος (πέταγε πέτρες και έλεγε «σβιγκ» από το θόρυβο που κάνουν) {μειωτικό}, 29) Ζγούρης, 30) Ζένιος, 31) Ζιζής, 32) Ζοβόλης (ήταν ζαβολιάρης) {μειωτικό}, 33) Θα (έλεγε συνέχεια «θα»), (μειωτικό), 34) Θεώνης (από τη γυναίκα του επειδή αυτή διαφέντευε){μειωτικό}, 35)Θυμιονικόλας, (από το θυμό) (μειωτικό), 36) Καζάνης (από το καζάνι) (μειωτικό), 37)Καλαποστολού ( από το «καλέ Απόστολε» που έλεγε στον άνδρα της), 38) Κακοσκάλης (από τα επικίνδυνα σκαλιά έξω από το σπίτι του) {μειωτικό}, 39) Καμπέρης, 40) Κανάγιας (λόγω αδίστακτου χαρακτήρα), {μειωτικό}, 41)Κάνταρχος, 42) Καντρίλιας (έπαιζε πολύ καντρίλια,{μειωτικό}, 43) Καπετάνιος (από το επάγγελμά του στο εμπορικό ναυτικό), 44) Καούνης (από το πεπόνι),{μειωτικό},45) Καλαϊτζής (λόγω επαγγέλματος-γανωτής), 46) Καπλάνης (τούρκικο-μειωικό),47) Καρκαζής, 48)Κάνταρχος, 49) Καράμπελας, 50) Καρούμπαλης (από τα καρούμπαλα που είχε), {μειωτικό}, 51) Καρπούζος (από το καρπούζι) {μειωτικό}, 52) Κατσιμπούρης, 53) Καφές (πούλαγε καφέ),{μειωτικό}, 54) Καψοντάμης («καιγόταν» με τη ντάμα στα χαρτιά),{μειωτικό}, 55) Κιν,Κιν μειωτικό, 56) Κινίνος (κίτρινος σαν κινίνο) (μειωτικό), 57) Κολόγιαννης (μειωτικό), 58) Κολόκας, 59) Κολυτήρης (από το επάγγελμά του, υδραυλικός-κόλλαγε πράγματα), 60) Κλίτσης (από την κλίτσα), 61) Κομπίνας (έκανε κομπίνες){μειωτικό},62) Κοντόκουρης, 63) Κοραής (επειδή τον έλεγαν Αδαμάντιο, στο σχολείο το συνδύασαν με τον Κοραή) {επαινετικό},64) Κορακλής, 65) Κοσυβόγιαννης, 66) Κατσιάνης, 67)Κορφίτης (ανέβαινε εύκολα κορφές) {επαινετικό}, 68) Κοτομάτης (μειωτικό), 69) Κοτρονίκος, 70) Κοτσιάφτης (είχε κομμένο αυτί) (μειωτικό), 71) Κοσυβόγιαννης, 72) Κουκουβιάς{μειωτικό}, 73) Κούλες {μειωτικό}, 74)Κουμουτσόγιαννης (πολύ φτωχός, δεν είχε «κουμούτσι» (κομμάτι ψωμί) να φάει) {μειωτικό}, 74)Κουμπαρούλιας (από τα πολλά κουμπαριά), 75) Κουμπές (από τον κουμπέ της εκκλησίας), 76)Κουνέτης, 77) Κουραδόγιαννης (μειωτικό), 78) Κουρκούμπας, 79) Κούρλος, 80) Κουρνούτης, 81) Κουτήφαρης {μειωτικό}, 82) Κουτούζος {μειωτικό}, 83)Κούτουλας, 84) Κρίκος, 85) Κρίνος, 86) Κρίτσικας (από το θόρυβο, «κριτς, κριτς «στο μάσημα {μειωτικό}, 87) Κρασούλας (έπινε πολύ κρασί) {μειωτικό} 88) Λαγκάδης ( λόγω καταγωγής από Λαγκάδια, 89) Λαγούδης ( σαν το λαγό) {μειωτικό}, 90) Λαίνης, 91) Λάκας (λάκαγε –έφευγε γρήγορα), 92) Λαμπονικολής, 93) Λαμπρίτσας (περπάταγε χαρούμενος σαν τη Λαμπρή) {επαινετικό}, 94) Λαπαθάς, 95)Λαπαθόγιαννης, 96) Λαρδάνος (από το λαρδί), 97) Λέλεκας, 98) Λεμονής, 99) Λεχάρης, 100) Λεχαρόγιαννης, 101) Λίγκας, 102) Λιρώνης, 103) Λούης (ειρωνικά γιατί δεν έτρεχε με το καρότσι σε αντίθεση με τον φημισμένο πρωταθλητή Λούη), 104)Λυράς, 105)Λυσέας, 106) Λόρδος(κορδωνόταν σαν Λόρδος (ειρωνικό), 107) Λουριδάς, 108) Μαβιάς (λόγω χρώματος), 109) Μακριοπαλίσιος,(από τοπωνυμία) 110) Μαλιάρας, 111) Μαλισόβας, 112)Μαλούχος, 113) Μαντζάλας, 114)Μαντούκος, 115) Μάπας (σαν μάπα) (μειωτικό), 116) Μαραγκός (λόγω επαγγέλματος), 117)Μαργούλης (από το όνομα της γυναίκας του Μαριγούλας, που έκανε αυτή κουμάντο) 118) {μειωτικό}, 119) Μαρκεζίνης ( επειδή ήταν οπαδός του Μαρκεζίνη){ειρωνικό}, 120)Μαστοράκος, 121) Μασσιάς, 122) Ματζάγερος,123) Ματζουράνης (φορούσε πάντα ματζουράνα), 124) Μητσούλιας, 125) Μαύρος (λόγω χρώματος) {μειωτικό}, 126) Μέγγενης (επειδή είχε πολύ δυνατά πόδια και έσφιγγαν σαν μέγγενη (επαινετικό), 127) Μενίδης, 128) Μυτάς (λόγω μεγάλης μύτης) {μειωτικό}, 129) Μυτογρηγόρης, 130)Μένταυλος (ήταν μουσικός τεχνίτης) (επαινετικό), 131) Μίγας ( αδύνατος σαν μίγα) {μειωτικό}, 132) Μόκος (έκανε μόκο) {μειωτικό}, 133)Μουτσούνης (λόγω μουτσούνας, προσώπου), (μειωτικό), 134) Μουρχούτης, 135) Μούσγας, 136)Μουχτούρης, 137) Μπαγιάς (από το μπαγιάτικο) {μειωτικό}, 138) Μπαλκονάς (είχε μεγάλο μπαλκόνι),139)Μπαμπούκος, 140)Μπαντής, 141) Μπαρμπέρης (λόγω επαγγέλματος),142) Μπαρμπέτας, 143) Μπενιζέλος, 144) Μπεχλιβάνης (μειωτικό), 145) Μπλουτσόγιαννης 146), Μπολντοζιέρης (από τη μπουλντόζα που είχε), 147)Μπουρμπούνης (έμοιαζε με μπούρμπουνα(μειωτικό), 148) Μπουρνόβαλος, 149) Μπρατσιούλιας (είχε γερά μπράτσα), 150) Μπρούκλης, 151) Νέλος, 152)Νεροφίδας (έπινε νερό σαν φίδι) (μειωτικό), 153) Ντάκος, 154) Ντάρλας, 155) Νταρλολιάς, 156) Ντελίκας, 157) Ντοβαίοι, 158) Ντοϊλας {μειωτικό}, 159) Ντούσιας,160) Ξεφουσένης (μικρό παιδί είπε ξεφουσαίνει αντί ξεφουσκώνει και του έμεινε),{μειωτικό},161) Ξεσμίχτης (ξέσμιγε, χώριζε γίδια), 162) Παλαμήδης, 163) Πανωτήρας (κοίταζε ολοένα επάνω), 164) Παπαδόγαμπρος (γαμπρός παπά), 165) Παπαρούμπας, 166 ) Παρπάρας (έλεγε παρ-παρ){μειωτικό}, 167)Πλατανόγιαννης (ψηλός σαν πλάτανος) {επαινετικό}, 168) Πατ-Πιτ (όταν θύμωνε μπέρδευε τις λέξεις και αμήχανα έλεγε πατ-πιτ) {μειωτικό}, 169)Περεκλόγαμπρος (γαμπρός του Περικλή), 170) Περδίκης, (σαν πέρδικα) {επαινετικό}, 171) Πετρόγιαννης, 172) Πετροβασίλης, 173) Πιτσικαρούδας, 174) Πιτούνης, (ονόμαζε έτσι το σκύλο του και του έμεινε), 175)Πετραντρίκος (γιος Πέτρου), 176)Πλατανιάς (από τον πλάτανο), 177) Πουτάνης {μειωτικό}, 178) Ραμαντάνης, 179)Ράφτης (λόγω επαγγέλματος), 180) Ρεκοπανάγος, 181) Ρεκοσάκουλας, 182) Σαίνης (ήταν σαίνι-ξέφυγε από απόσπασμα που τον κυνηγούσε) {επαινετικό}, 183) Σαλύκος (δυνατός σαν λύκος) (επαινετικό), 184) Σαμαράς (από το επάγγελμα), 185) Σαραντόχρηστας (γιος του Σαράντου), 186) Σιαμούρης, 187) Σιάταρης, 188) Σερβιτσάλης, 189) Σεσκουλιάνος (από τα σέσκουλα) {μειωτικό}, 190) Σιναγρίδας (από τη σιναγρίδα),{μειωτικό}, 191)Σκαλτσώρας {μειωτικό}, 192) Σκούζας (έσκουζε), {μειωτικό}, 193) Σιούτης, 194) Σκλαβούνος, 195) Κοτσάφτης) {μειωτικό}, 196) Σοκολής, Σοφέρης (από το σωφέρ), 197) Σούφης (από τραγούδι που έλεγε για το Σουφαράπη), 198) Σούτσος, 199))Στόγκας, 200) Σφαίρα ( επειδή έτρεχε πολύ γρήγορα, σαν σφαίρα) (επαινετικό), 201) Σφυριός (από το σφυρί), 202) Τάγκας, 203) Ταλαράς (είχε έρθει από Αμερική με πολλά λεφτά-«τάλλαρα»), 204) Ταμπάκος (από τον ταμπάκο-καπνό), 205) Ταράμης, 205), Ταρζάν, 206)Ταύγετος (από το ομώνυμο βουνό (επαινετικό), 207) Τελόγιωργης (γιος του Τέλη), 208) Τέρτσος, 209) Τολαρίνος, 210) Τοτός, (πειραχτικό), 211)Τουρλής (από τις τούρλες){μειωτικό}, 212) Τράκας (μειωτικό), 213)Τραπάτσας (από τη λέξη στραπάτσο), 214) Τριάδης (από τη γυναίκα του Τριάδα), 215)Τριαντάφυλλος (από τα τριαντάφυλλοα που φορούσε), 216) Τσαβαλάς, 217) Τσαγκρής, 218) Τσάκαλος (από το τσακάλι), 219), Τσαντίλης, 220) Τσάρδας (από το τσαρδί), 221)Τσαφούλιας, 222) Τσιαγκρής, 223)Τσίγκος (από τσίγκους που είχε στο σπίτι του) {μειωτικό}, 224) Τσελεπάκος (καταγωγή), 225) Τσινώνης, 226) Τσίμπας (από το τσίμπιμα), {μειωτικό}, 227)Τσούλος {μειωτικό}, 228) Τσίριμπας, 229)Τσιτσάς, 230)Τσίχλα, 231)Τσόκαρο (φόραγε τσόκαρα) (μειωτικό), 232) Τσοτρής, 233)Τσουρουφλόγιαννης («τσουρούφλαγε» μεταφορικά) {μειωτικό}, 234) Τσούτσος, 235) Τραπάτσος (από το στραπάτσο), {μειωτικό}, 236) Τρέκλας (τρέκλιζε όταν μεθούσε){μειωτικό}, 237) Τρεμούλης (έτρεμε από πάρκινσον),{μειωτικό}, 238) Τσώχος (από το αγριόχορτο ζοχός) {μειωτικό}, 239)Τζιρίλης (πέταγε συχνά τζιρίλους (αποστήματα) στο σώμα του){μειωτικό}, 240) Φαναράκος, 241)Φανέλας (από τις φανέλες που έφτιαχναν για το στρατό), 242) Φάτσας (επειδή το σπίτι του ήταν μπροστά στην πλατεία –«φάτσα»), 243) Φλαμπούρης ( κορδωνόταν σαν φλάμπουρο και τον περιέπαιζαν),{μειωτικό}, 244) Φλεχτούρης (φλεχτούραγε), 245) Φλώρης (από το επίθετο του πεθερού του), 246) Φώλος (από το αυγό){μειωτικό}, 247) Φυστίκης επειδή έμοιαζε με φυστίκι {μειωτικό},248) Φωστήρας {επαινετικό} 249) Χαϊμάνης, (μειωτικό), 250) Χαλιούρης (χαζός){μειωτικό}, 251) Χαριτωμένος (επαινετικό), 252) Χαμπάριας (έλεγε συχνά «τι χαμπάρια»), 253) Χασκίσιος (δεν μπόρεσε να προφέρει τη φράση «θα σκίσω» και είπε «χα» αντί του «θα» και τούμεινε),{μειωτικό}, 254) Χατζηλούκας (συνδυασμός δυο ονομάτων), 255) Χίτης (από την περίοδο του εμφύλιου),{μειωτικό}, 256) Χοντρός (μειωτικό), 257) Χωροφύλακας, 258) Ψαχούλης (ψαχούλεβε) {μειωτικό} 259) Ψεύτης (μειωτικό), 260) Ψηλός (ουδέτερο), 261)Ψύλλος (σαν ψύλλος),{μειωτικό}, 262) Ψύχας (ψυχωμένος, το έλεγε η ψυχή του){επαινετικό}.

Το θλιβερό συμπέρασμα, που πρέπει να προβληματίζει είναι ότι από τα 262 παρώνυμα, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι μειωτικά, προσβλητικά, αρνητικά, κιαυτό καταδεικνύει τη ροπή αντικοινωνικής συμπεριφοράς, τον ιδιότυπο ρατσισμό, τη ζηλοφθονία, την κακεντρέχεια, τον κοινωνικό «εμφύλιο», που κατάτρεχαν και κατάτρυχαν την κοινωνία ιδιαίτερα στα χωριά, και που, δυστυχώς συνεχίζει (ευτυχώς σε μικρότερο βαθμό) προς δόξαν της «παιδείας» και του «πολιτισμού» της χώρας που υπήρξε η κοιτίδα τους, εξαιτίας του πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού κομπογιαννιτισμού που επικρατεί και εξαιτίας επίσης του οποίου η Πατρίδα μας έφθασε στο σημερινό θλιβερό σημείο παρακμής.